Έχουν δημοσιευθεί τα προσχέδια των προτεινόμενων νομοσχεδίων που αφορούν τη λεγόμενη φορολογική μεταρρύθμιση. Οι αντιδράσεις ποικίλουν και η περίοδος για τη δημόσια διαβούλευση έχει επεκταθεί.
Κατ' αρχάς είναι σημαντικό να τεθούν οι παράμετροι που πρέπει να διέπουν ένα φορολογικό σύστημα. Σίγουρα δεν αποτελεί αποκλειστικά ένα μέσο είσπραξης εσόδων, αλλά λειτουργεί ως βασικό εργαλείο για την τόνωση της επιχειρηματικότητας, την προσέλκυση επενδύσεων και ως μηχανισμός μέσω του οποίου τα θετικά αποτελέσματα της δημοσιονομικής πολιτικής «μεταφέρονται» στους πολίτες. Παράλληλα, χρησιμεύει στην προώθηση κοινωνικών και περιβαλλοντικών στόχων, στη στήριξη των ευάλωτων ομάδων και στην υλοποίηση της πράσινης μετάβασης.
Από την άλλη είναι σημαντικό να διατηρείται η δημοσιονομική σταθερότητα, τα έσοδα του κράτους και να διασφαλίζεται η απλή εφαρμογή του (υπήρξαν βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση τα τελευταία χρόνια με την εφαρμογή του Tax For All), διασφαλίζοντας ότι η μεταχείριση όλων των φορολογούμενων είναι ίση αντιμετωπίζοντας οποιαδήποτε φαινόμενα φοροδιαφυγής. Όταν υπάρχουν τέτοιες μεταρρυθμίσεις θα πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη όχι μόνο το παρόν όπου παρουσιάζονται σημαντικοί θετικοί ρυθμοί ανάπτυξης, αλλά και το ενδεχόμενο να υπάρξει κάποια επιβράδυνση της οικονομίας.
Τα παραδείγματα των προηγούμενων χρόνων θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, οι μειώσεις των συντελεστών θα φέρουν μείωση των κρατικών εσόδων που καλύπτεται εν μέρει από κάποιες αυξήσεις όπως του εταιρικού φόρου, ενώ στην παρουσίαση που έγινε, αναφέρεται ότι λόγω της μείωσης των φόρων θα υπάρχει περισσότερη ρευστότητα στην αγορά και θα υπάρχει ένας θετικός πολλαπλασιαστής εσόδων.
Θεωρητικά μπορεί να κρίνεται βάσιμο αλλά έχει πολλά αν. Όταν αυτά τα αν δεν γίνουν πραγματικότητα τότε δύο λύσεις υπάρχουν, άμεση μείωση των κρατικών δαπανών ή αύξηση των φορολογικών συντελεστών (στην παρουσίαση που έγινε υπάρχουν αναφορές για ειδικό τέλος σε εταιρείες και φόρο ακίνητης ιδιοκτησίας). Ως αντιστάθμισμα θεωρείται η διεύρυνση της φορολογικής βάσης.
Η Κύπρος, ως οικονομία με έντονο εξωγενή χαρακτήρα και με έμφαση στις υπηρεσίες, χρειάζεται ένα ανταγωνιστικό φορολογικό σύστημα που να ενθαρρύνει τις επενδύσεις. Παράλληλα, όμως, απαιτείται η προσαρμογή του στις τρέχουσες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες: η τεχνολογική πρόοδος, η κλιματική αλλαγή και οι νέες μορφές εργασίας δημιουργούν μια πραγματικότητα πολύ διαφορετική από αυτή που επικρατούσε πριν από δύο δεκαετίες, όταν τέθηκαν τα βασικά θεμέλια του σημερινού φορολογικού πλαισίου.
Η φορολογική συμμόρφωση
Η ενίσχυση της φορολογικής συμμόρφωσης δεν είναι μόνο θέμα αυστηρών ελέγχων. Απαιτείται μια συνολική αλλαγή νοοτροπίας, όπου οι πολίτες αντιλαμβάνονται ότι οι φόροι αποτελούν την κύρια πηγή εσόδων του κράτους και επιστρέφουν με τη μορφή υποδομών, ποιοτικών υπηρεσιών υγείας και εκπαίδευσης, αλλά και στήριξης σε κοινωνικές ανάγκες.
Ένα δίκαιο φορολογικό σύστημα πρέπει να εξασφαλίζει ότι, ο κάθε φορολογούμενος καταβάλλει όσα πραγματικά του αναλογούν, χωρίς να αφήνονται περιθώρια φοροδιαφυγής. Η σαφής νομοθετική διατύπωση για το τι θεωρείται φορολογητέο εισόδημα είναι κρίσιμη ώστε να περιοριστούν οι «γκρίζες ζώνες» που επιτρέπουν διαφορετικές ερμηνείες.
Γίνεται επίσης αναφορά, ότι, ο έφορος δικαιούται να αναπροσαρμόζει τους μισθούς ατόμων που είναι μέτοχοι εταιρειών. Αυτό εμπίπτει στα αντικαταχρηστικά μέτρα για «εταιρείες κλειστής δομής» (close-structured companies) όπως περιγράφεται στην παρουσίαση - δυνατότητα άρσης του εταιρικού πέπλου και φορολόγηση μετόχου ως φυσικό πρόσωπο που ασκεί επιχείρηση και δυνατότητα προσαρμογής μισθών σε τιμές ελεύθερης αγοράς (market rate).
Μεμονωμένα γίνονται σχόλια ότι αυτό αποτελεί παρέμβαση στο επιχειρείν και τις επενδύσεις (παρόλο που το μέτρο ήταν αναμενόμενο σύμφωνα με την παρουσίαση). Όμως ας δούμε ένα παράδειγμα. Μέτοχος εταιρείας που είναι και διευθύνων σύμβουλος, βάζει πολύ χαμηλό μισθό και αφήνει τα κέρδη, να τα λαμβάνει ως μέρισμα τώρα που η έκτακτη εισφορά θα είναι 5% αντί 17%. Οπότε πέραν των φόρων χάνονται εισφορές σε ΓεΣΥ και Κοινωνικές Ασφαλίσεις (εξαιρούνται τα μερίσματα), την ώρα που τα δικαιώματα στο ΓεΣΥ παραμένουν τα ίδια. Οπότε δίνεται η δυνατότητα στον έφορο, με βάση συγκεκριμένα δεδομένα και στατιστικά να μην αποδέχεται μισθούς κάτω από αυτούς που καθορίζει η αγορά.
Ένα σταθερό φορολογικό σύστημα αποτελεί προϋπόθεση για την ανάπτυξη. Οι επιχειρήσεις και οι επενδυτές αξιολογούν όχι μόνο το ύψος της φορολογίας αλλά και τη σταθερότητα των κανόνων. Οι συνεχείς αλλαγές προκαλούν ανασφάλεια και αποθαρρύνουν μακροπρόθεσμες επενδύσεις.
Σημεία προς επανεξέταση
Φυσικά στα νομοσχέδια υπάρχουν ζητήματα που πρέπει να επανεξεταστούν και να υπάρξουν τροποποιήσεις. Όμως θα πρέπει να υπάρξουν συγκεκριμένες εισηγήσεις επί των νομοσχεδίων ώστε να βρεθούν λύσεις. Υπάρχουν ζητήματα που χρήζουν βελτίωσης και άλλα που ενδεχομένως να πρέπει να αφαιρεθούν όπως η φορολόγηση της πώλησης/αποπληρωμής μεριδίων των επενδυτικών ταμείων. Τοποθετήσεις που εκμηδενίζουν ή δαιμονοποιούν τα πάντα, ή προορίζονται στο να περάσουμε τις μειώσεις των συντελεστών τώρα και βλέπουμε μετά τα υπόλοιπα, θεωρώ ότι θα πρέπει να επανεξεταστούν.
Ακόμη ένα παράδειγμα είναι η δυνατότητα του εφόρου, μετά από δικαστικό διάταγμα να κλείνει επιχειρήσεις που δεν συμμορφώνονται με τις φορολογικές τους υποχρεώσεις (στην Ελλάδα δεν απαιτείται διάταγμα). Αν κάποιος είναι σωστός με τις υποχρεώσεις του δεν έχει κάτι να ανησυχεί, αλλά ακόμη και να μην υπάρχει εμπιστοσύνη στον εκάστοτε έφορο (ο οποίος σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να κάνει κατάχρηση των εξουσιών του, αλλά και σε τέτοια περίπτωση η Βουλή και άλλοι θεσμοί όπως ο Γενικός Ελεγκτής μπορούν να παρέμβουν), δεν θα πρέπει να αφήσουμε τα δικαστήρια να αποφασίσουν.