εν ολίγοις
Ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών ιδρύθηκε με όραμα να αποτελέσει τον βασικό θεματοφύλακα της ειρήνης, της ασφάλειας και της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε παγκόσμιο επίπεδο. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια η αποτελεσματικότητά του στον χειρισμό ανθρωπιστικών κρίσεων, που προκαλούνται από πολεμικές συγκρούσεις και εκτοπισμούς, αμφισβητείται ολοένα και περισσότερο. Από την Κύπρο μέχρι την Ουκρανία και από το Σουδάν μέχρι τη Γάζα, η εικόνα που καταγράφεται είναι συχνά εκείνη ενός οργανισμού που περιορίζεται σε δηλώσεις, εκθέσεις και εκκλήσεις, χωρίς ουσιαστική δυνατότητα παρέμβασης.
Η πρώτη και σημαντικότερη παθογένεια είναι η δομή του ίδιου του ΟΗΕ. Το Συμβούλιο Ασφαλείας, με το δικαίωμα βέτο των πέντε μόνιμων μελών, παραλύει κάθε φορά που τα συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων συγκρούονται. Η πολιτική αυτή ομηρία έχει αποδειχθεί καθοριστική. Ακόμη και σε περιπτώσεις κατάφωρων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως οι εκτοπισμοί, οι επιθέσεις εναντίον αμάχων ή η σκόπιμη καταστροφή υποδομών, οι αποφάσεις μπλοκάρονται ή καταλήγουν σε ανώδυνες συστάσεις. Έτσι, η ευθύνη προστασίας των πληθυσμών παραμένει περισσότερο θεωρητική παρά πρακτική. Παράλληλα, οι ανθρωπιστικοί οργανισμοί που υπάγονται στον ΟΗΕ, όπως η Ύπατη Αρμοστεία για τους Πρόσφυγες ή το Παγκόσμιο Επισιτιστικό Πρόγραμμα, ενώ έχουν επιτελέσει σημαντικό έργο στη στήριξη εκατομμυρίων εκτοπισμένων, αντιμετωπίζουν τεράστιες δυσκολίες. Χρόνια υποχρηματοδότηση, γραφειοκρατία αλλά και περιορισμένη πρόσβαση σε εμπόλεμες ζώνες, καθιστούν την παρέμβασή τους αποσπασματική. Στις περισσότερες κρίσεις η βοήθεια καθυστερεί, δεν επαρκεί ή δεν φτάνει ποτέ στους πλέον ευάλωτους.
Η εικόνα αυτή ενισχύει την κριτική ότι ο ΟΗΕ λειτουργεί ως καθρέφτης της ανισορροπίας ισχύος στο διεθνές σύστημα, αντί ως ανεξάρτητος θεσμός υπεράσπισης του διεθνούς δικαίου. Η αδυναμία του να επιβάλει κυρώσεις ή να ενεργοποιήσει μηχανισμούς προστασίας όταν μεγάλες δυνάμεις εμπλέκονται σε συγκρούσεις καταδεικνύει την αναντιστοιχία ανάμεσα στη ρητορική και την πράξη.
Ωστόσο, η απάντηση δεν μπορεί να είναι η ακύρωση ή η περιθωριοποίηση του ΟΗΕ. Ούτε υπάρχει εναλλακτικός μηχανισμός με παγκόσμια νομιμοποίηση και δυνατότητα συντονισμού. Η αναγκαιότητα του οργανισμού παραμένει αλλά αυτό που απαιτείται είναι μια ριζική αναθεώρηση της λειτουργίας του.
Πρώτον, η μεταρρύθμιση του Συμβουλίου Ασφαλείας είναι κρίσιμη, ώστε να περιοριστεί η αυθαίρετη χρήση του βέτο σε ζητήματα ανθρωπιστικού χαρακτήρα. Η δημιουργία μηχανισμού υπερπήδησης του βέτο σε περιπτώσεις γενοκτονίας, εθνοκάθαρσης ή εγκλημάτων πολέμου θα μπορούσε να δώσει πραγματικό περιεχόμενο στην αρχή της «ευθύνης προστασίας».
Δεύτερον, η ενίσχυση της χρηματοδότησης των ανθρωπιστικών οργανισμών του ΟΗΕ με μόνιμους και όχι εθελοντικούς πόρους είναι αναγκαία. Η στήριξη των προσφύγων, η διασφάλιση τροφής και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης δεν μπορεί να εξαρτώνται από την πολιτική βούληση μεμονωμένων κρατών.
Τρίτον, ο ΟΗΕ πρέπει να επενδύσει σε ταχύτερους μηχανισμούς κινητοποίησης και αποτελεσματικής παρέμβασης επιτόπου, με ενισχυμένη παρουσία προσωπικού και μέσων στις ζώνες κρίσης. Μόνο έτσι θα μπορέσει να σώσει ζωές προτού οι καταστροφές λάβουν ανεξέλεγκτες διαστάσεις.
Η αξιολόγηση, βεβαίως, του ΟΗΕ δεν μπορεί να είναι μονοδιάστατη. Παρά τις αποτυχίες του, έχει προσφέρει σωτηρία σε εκατομμύρια ανθρώπους. Η πρόκληση είναι να ξεπεράσει τα θεσμικά εμπόδια και να ξανακερδίσει την αξιοπιστία του ως εγγυητής των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών. Αν αποτύχει, ο κίνδυνος είναι να εδραιωθεί μια παγκόσμια τάξη όπου το δίκαιο του ισχυρού θα κυριαρχεί ολοκληρωτικά, αφήνοντας τα θύματα των πολέμων και των προσφυγικών ροών χωρίς καμιά διεθνή προστασία.
*Καθηγητή-ανθρωπολόγου στο Philips University, πρώην πρύτανη