YPOGRAFH}Η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) βρίσκεται αντιμέτωπη με μια δύσκολη και αντιφατική πορεία στον τομέα της άμυνας και της ασφάλειας. Και τούτο, γιατί η υπογραφή της νέας εμπορικής συμφωνίας με τις ΗΠΑ, ανέδειξε για άλλη μια φορά την εξάρτηση της Ένωσης από την αμερικανική στρατιωτική ισχύ. Οι Βρυξέλλες μπορεί να προβάλλουν την εικόνα μιας δύναμης που επιδιώκει αυτονομία, όμως τα γεγονότα δείχνουν ότι η ευρωπαϊκή ασφάλεια εξακολουθεί να είναι βαθιά συνδεδεμένη με την Ουάσινγκτον και το ΝΑΤΟ.
Η πίεση των διεθνών εξελίξεων ωθεί την ΕΕ να κινηθεί προς μεγαλύτερη ανεξαρτησία. Στην πράξη, η ΕΕ έχει ήδη δημιουργήσει εργαλεία που στοχεύουν στην ενίσχυση της αμυντικής της βάσης: η Μόνιμη Διαρθρωμένη Συνεργασία (PESCO) φέρνει κοντά τα περισσότερα κράτη μέλη σε κοινά προγράμματα, το Ευρωπαϊκό Ταμείο Άμυνας χρηματοδοτεί ερευνητικά και αναπτυξιακά έργα, ενώ η Κοινή Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας αποκτά σταδιακά δομές διοίκησης και επιχειρησιακή δυνατότητα. Παράλληλα, η Επιτροπή παρουσίασε το σχέδιο Readiness 2030, με στόχο να κινητοποιήσει εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ για την ενίσχυση της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας.
Την ίδια ώρα, η συζήτηση για την ευρωπαϊκή στρατηγική δεν περιορίζεται μόνο στα όπλα. Η έννοια της τεχνολογικής κυριαρχίας έχει περάσει δυναμικά στον δημόσιο διάλογο, με έμφαση στην ασφάλεια κρίσιμων υποδομών, στην προστασία δεδομένων και στην εξασφάλιση ανεξάρτητων αλυσίδων προμηθειών. Η σύνδεση άμυνας, τεχνολογίας και ψηφιακής πολιτικής αντανακλά την κατανόηση ότι η αυτονομία δεν είναι μόνο στρατιωτική, αλλά συνολική.
Παρά τις φιλοδοξίες, οι προκλήσεις είναι τεράστιες. Οι διαιρέσεις μεταξύ των κρατών μελών παραμένουν, με ορισμένους να βλέπουν την ευρωπαϊκή αυτονομία ως κίνδυνο για το ΝΑΤΟ και άλλους να τη θεωρούν αναγκαία προϋπόθεση για την επιβίωση της Ευρώπης στον 21ο αιώνα. Η έλλειψη επαρκών στρατιωτικών δυνατοτήτων και η εξάρτηση από τις ΗΠΑ σε ζητήματα στρατηγικής αποτροπής καταδεικνύουν ότι η ΕΕ δεν είναι ακόμη σε θέση να δράσει μόνη της σε μια κρίση υψηλής έντασης. Παράλληλα, η πολιτική αστάθεια και η αδυναμία χάραξης ενιαίας γραμμής υπονομεύουν την αξιοπιστία των ευρωπαϊκών πρωτοβουλιών.
Η επιμονή ηγετών, όπως για παράδειγμα ο Εμανουέλ Μακρόν που προωθεί ενεργά την ιδέα μιας ευρωπαϊκής στρατηγικής αυτονομίας με γενναία αύξηση των γαλλικών αμυντικών δαπανών και προτάσεις διεύρυνσης της πυρηνικής ομπρέλας προς την Ευρώπη, δείχνει ότι η δυναμική υπάρχει. Το ερώτημα είναι κατά πόσον η ΕΕ θα καταφέρει να ξεπεράσει τις εσωτερικές της αντιφάσεις και να μετατρέψει τις θεσμικές πρωτοβουλίες σε πραγματική ανεξαρτησία. Διαφορετικά, το ενδεχόμενο «ταπείνωσης» της ΕΕ από τη νέα εμπορική συμφωνία με τις ΗΠΑ δεν θα είναι απλώς ρητορική υπερβολή, αλλά μια διαρκής πραγματικότητα για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση στους τομείς άμυνας και ασφάλειας.
*Καθηγητή-ανθρωπολόγου στο Philips University, πρώην πρύτανη.