Tο τελευταίο διάστημα έγινε μεγάλη συζήτηση για το πόσο σημαντικό είναι να εμβολιαστεί το ψηφοδέλτιο του ΔΗΣΥ με τρόπο που θα προσεγγίζονται οι διαφορετικές ομάδες, μεταξύ των οποίων η αποστασιοποιημένη αστική Λευκωσία και το φιλελεύθερο κομμάτι της βάσης.
Στο πλαίσιο αυτό, η συμπερίληψη ονομάτων όπως αυτά των Γιώργου Παμπορίδη και Αναστασίας Ανθούση, εκτός από μεγάλη επιτυχία της ηγεσίας, θεωρήθηκε και ως μια κίνηση που δημιουργεί τις συνθήκες ώστε το κόμμα να επαναπατρίσει τις φιλελεύθερες ψήφους.
Η εκτίμηση, όμως, ότι η συμπερίληψη προσώπων απ’ όλες τις πολιτικές ομάδες του κόμματος θα οδηγήσει σ’ έναν συμψηφισμό ποσοστών είναι εντελώς λανθασμένη. Δεν λειτουργεί έτσι η πολιτική. Όχι πλέον, τουλάχιστον. Από τη στιγμή μάλιστα που σε πολλά σημεία οι εσωκομματικές αυτές ομάδες αλληλοαποκλείονται. Η απομάκρυνση, άλλωστε, του φιλελεύθερου ή πιο προοδευτικού κομματιού δεν έγινε λόγω των προηγούμενων επιλογών στα ψηφοδέλτια. Ούτε ήταν αποτέλεσμα απουσίας συγκεκριμένων προσώπων. Είχε να κάνει με πολιτικά χαρακτηριστικά και δεδομένα, τα οποία το κόμμα έδειξε απροθυμία να αγγίξει, ενώ με τη διαχείριση που έκανε, από ένα σημείο και μετά, γιγάντωσε.
Είναι προφανές ότι ένας από τους κύριους λόγους αποστασιοποίησης του φιλελεύθερου κομματιού του ΔΗΣΥ ήταν η διακυβέρνηση Αναστασιάδη. Όπως και το ΑΚΕΛ στην περίπτωση του Δημήτρη Χριστόφια, έτσι και ο ΔΗΣΥ απέτυχε να προχωρήσει σε μια δημόσια αυτοκριτική, με αποτέλεσμα, τα πεπραγμένα εκείνης της δεκαετίας που στιγματίστηκε από πρωτόγνωρα επίπεδα διαφθοράς αλλά και απόλυτα προβληματικές νοοτροπίες και αποφάσεις, να επανέρχονται και να βάζουν το κόμμα αλλά και τους ψηφοφόρους του σε θέση άμυνας (όπως γίνεται σήμερα με το σκάνδαλο με το Βασιλικό και τον Interconnector). Αυτό έχει απομακρύνει ένα σημαντικό κομμάτι των ψηφοφόρων, μεταξύ των οποίων το φιλελεύθερο κομμάτι του, το οποίο παρουσιάζεται πολύ πιο απαιτητικό και επικριτικό προς εκείνη τη διακυβέρνηση (αφού βλέπει τη σημερινή κατάσταση ως μια συνέχεια της προηγούμενης). Για όσο το κόμμα αδυνατεί να τραβήξει μια ξεκάθαρη διαχωριστική γραμμή με τη διακυβέρνηση Αναστασιάδη, θα είναι πολύ δύσκολο- ανεξαρτήτως εμβολιασμού των ψηφοδελτίων- να επαναπροσεγγίσει εκείνο το κόμματι που αποστασιοποιήθηκε.
Ένα άλλο δεδομένο ήταν και η στροφή προς το άκρο. Αυτή η στροφή που ξεκίνησε επί Αναστασιάδη- Αβέρωφ με επιλογές όπως αυτές του Νουρή και του Πελεκάνου και μια ρητορική στο μεταναστευτικό η οποία ελάχιστα διέφερε από αυτήν του ΕΛΑΜ, κλείδωσε επί της νέας ηγεσίας. Η οποία, μετά το πρώτο διάστημα, κινήθηκε- σε μια προσπάθεια να μειώσει τις διαρροές προς το ΕΛΑΜ- πολύ δεξιότερα. Έτσι, είδαμε τον ΔΗΣΥ να μπαίνει σε έναν άτυπο ανταγωνισμό με το κόμμα της ακροδεξιάς που οδήγησε στην απόλυτη σχεδόν ταύτισή τους: Ποιος θα προστατεύσει με μεγαλύτερη αυταπάρνηση τον θεσμό της οικογένειας και της Εκκλησίας, ποιος θα ταχθεί με μεγαλύτερη ένταση απέναντι από δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ, ποιος θα οικιοποιηθεί περισσότερο τον ηρωισμό του Αυξεντίου, ποιος ένιωσε πιο υπερήφανος από την ανάκρουση του εθνικού ύμνου σε αγώνα μπάσκετ. Δεν ήταν όμως μόνο η ταύτιση με το ΕΛΑΜ. Σε σειρά νομοσχεδίων, η νέα ηγεσία έδειξε πρόθεση να λειτουργήσει ως μεγάλος αδελφός. Όπως στο θέμα της ευθανασίας ή με την απόφαση να ταχθεί ενάντια στο δικαίωμα κάποιου να επιλέγει το πρόσωπο που θα διαχειριστεί τις υποθέσεις του εφόσον στο μέλλον καταστεί ανίκανος/η να το πράξει ο ίδιος. Καταστάσεις με τις οποίες η φιλελεύθερη βάση αδυνατεί να ταυτιστεί. Είναι ξεκάθαρο λοιπόν ότι χωρίς αλλαγή ρητορικής και επιλογών, πολύ δύσκολα το οποιοδήποτε άτομο μπορεί από μόνο του να πείσει το φιλελεύθερο κομμάτι να του δώσει την ψήφο του. Μπορεί να λειτουργήσει ως κράχτης αλλά δεν μπορεί παρά να έχει χαμηλό ταβάνι ως προς το τελικό αποτέλεσμα, αφού δεν αλλάζει κάτι, επί της ουσίας, όσον αφορά την εικόνα του κόμματος. Φάνηκε, άλλωστε, στο παρελθόν όταν στο ψηφοδέλτιο βρέθηκαν προοδευτικοί ή φιλελεύθεροι υποψήφιοι και απέτυχαν να εκλεγούν αφού το πρόβλημα δεν ήταν τόσο τα άτομα όσο ο τρόπος που το κόμμα πολιτευόταν. Επιπλέον, υπάρχει και το ζήτημα τι επιρροή μπορούν να έχουν σ’ ένα τέτοιο κομματικό περιβάλλον την επόμενη μέρα.
Είναι, όμως, και θέμα ηγεσίας και πολιτικού αφηγήματος. Η σημερινή ηγεσία δεν έπεισε ότι μπορεί να καθοδηγήσει ή ότι έχει ένα πλάνο για το μέλλον. Απουσιάζουν το πολιτικό υπόβαθρο, η ξεκάθαρη πολιτική πρόταξη, το πολιτικό διακύβευμα. Επιπλέον, με κάποιες κινήσεις της, όπως στην περίπτωση του Κωνσταντίνου ή των υπουργών, η νέα ηγεσία αγκάλιασε τον καιροσκοπισμό, ενώ έδειξε να άγεται και να φέρεται από τις εξελίξεις, χωρίς καμιά πρόθεση να επιχειρήσει τουλάχιστον να τις καθορίσει. Απομακρύνοντας περισσότερο τους αποστασιοποιημένους. Όπως και η φιλελεύθερη ψήφος, έτσι και η Λευκωσία, δεν κερδίζεται απλά με τη συμπερίληψη στα ψηφοδέλτια δυνατών προσώπων από την πρωτεύουσα, αλλά με την αλλαγή ρητορικής, των πολιτικών επιλογών και την επανάκτηση της αξιοπιστίας.
Είναι γι’ αυτό που η συμμετοχή ατόμων όπως του Γιώργου Παμπορίδη ή της Ανθούση ελάχιστα μπορεί να διαφοροποιήσει τα δεδομένα. Τόσο όσον αφορά τις προοπτικές του κόμματος εκλογικά, όσο και την αξιοπιστία του. Διότι δεν αγγίζουν ούτε τους λόγους απομάκρυνσης των αποστασιοποιημένων, ούτε της γιγάντωσης της απαξίωσης του κόμματος. Το θέμα είναι τι εκπέμπει ο ΔΗΣΥ, τι εκπροσωπεί, τι προτάσσει, σε τι δείχνει να προσδοκεί. Εκεί η εικόνα του κόμματος επισκιάζει τα όποια πρόσωπα.
https://x.com/AntonisPolydoro