Η Τουρκία έχει αναπτύξει τα τελευταία χρόνια ένα σύνθετο και πολυστρωματικό σύστημα υβριδικού πολέμου, που δεν περιορίζεται πλέον σε στρατιωτικές ασκήσεις ή σε προκλήσεις στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, αλλά αξιοποιεί ολόκληρο το φάσμα της σύγχρονης τεχνολογίας και ειδικότερα τα εργαλεία της Τεχνητής Νοημοσύνης. Η στοχοποίηση της Κύπρου και της Ελλάδας, αλλά και ευρωπαϊκών κρατών, δεν είναι μια θεωρητική διαπίστωση. Είναι μια πραγματικότητα που διαμορφώνει καθημερινά το πεδίο ασφάλειας, επηρεάζει τις πολιτικές ισορροπίες και δημιουργεί ένα διαρκές κλίμα πίεσης που μπορεί να φθείρει τις κοινωνίες και τους θεσμούς. Πρόκειται για μια πολυδιάστατη στρατηγική της Άγκυρας να δημιουργήσει τετελεσμένα σε όλα τα μέτωπα, χωρίς να εμπλακεί σε ανοιχτή σύγκρουση που θα προκαλούσε την άμεση αντίδραση της διεθνούς κοινότητας.
Η παραπληροφόρηση αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο αυτού του νέου πολέμου. Ειδικά τα τελευταία τρία χρόνια, τα δίκτυα που συνδέονται με το τουρκικό κράτος ή με παρακρατικούς μηχανισμούς έχουν αναπτύξει μια εκτεταμένη δραστηριότητα στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης. Χιλιάδες ψεύτικοι λογαριασμοί, αυτοματοποιημένα bots, οργανωμένα «τρολ» και ιστοσελίδες-βιτρίνες αναπαράγουν καθημερινά αφηγήματα που στοχεύουν στη συκοφάντηση, στη δημιουργία διχασμού, αλλά και στην καλλιέργεια ανασφάλειας στο εσωτερικό των χωρών που στοχοποιούνται. Το φαινόμενο δεν περιορίζεται σε πολιτικούς ή στρατιωτικούς τομείς, αλλά επεκτείνεται και σε κοινωνικά ζητήματα, όπως το μεταναστευτικό και η οικονομία, με στόχο τη διαμόρφωση ενός περιβάλλοντος όπου η εμπιστοσύνη προς τις εθνικές αρχές και τους ευρωπαϊκούς θεσμούς αποδυναμώνεται. Σ’ αυτό το πλαίσιο, η Τεχνητή Νοημοσύνη αποτελεί πολλαπλασιαστή ισχύος, αφού δίνει τη δυνατότητα μαζικής παραγωγής ψεύτικου περιεχομένου, κατασκευής εικόνων και βίντεο που δύσκολα διακρίνονται από το αληθινό, που φτάνουν απευθείας σε ευάλωτες ομάδες πολιτών με σκοπό την παραπλάνηση και την κατεύθυνση της κοινής γνώμης.
Παράλληλα, οι κυβερνοεπιθέσεις συνθέτουν έναν δεύτερο κρίσιμο άξονα του τουρκικού υβριδικού πολέμου. Η Κύπρος, ως μικρό κράτος με περιορισμένες υποδομές αλλά στρατηγική γεωπολιτική θέση, αποτελεί ελκυστικό στόχο για χαμηλής έντασης αλλά συνεχείς επιθέσεις. Οι παρεμβάσεις σε δίκτυα επικοινωνιών, οι απόπειρες υποκλοπών, οι διακοπές λειτουργίας συστημάτων ή οι επιθέσεις σε βάσεις δεδομένων συνιστούν πλέον καθημερινό φαινόμενο. Το πλεονέκτημα της Τουρκίας είναι ότι μπορεί να πραγματοποιεί τέτοιες ενέργειες χωρίς να αφήνει ευδιάκριτα ίχνη που να οδηγούν άμεσα στην κρατική ευθύνη, επιτρέποντάς της να κινείται σε μια «γκρίζα ζώνη» όπου η απάντηση των θυμάτων δεν είναι πάντα ούτε άμεση ούτε αποτελεσματική. Η ευρωπαϊκή εμπειρία δείχνει ότι οι οργανωμένες κυβερνοεπιθέσεις δεν χρειάζεται να είναι καταστροφικές για να είναι αποτελεσματικές. Αρκεί να δημιουργούν αβεβαιότητα και κλίμα απώλειας ελέγχου στην κοινωνία και στις κυβερνήσεις.
Στο στρατιωτικό επίπεδο, η Άγκυρα δεν εγκαταλείπει, φυσικά, τις κλασικές τακτικές της. Η παρουσία μη επανδρωμένων αεροσκαφών στην Ανατολική Μεσόγειο, οι συνεχείς υπερπτήσεις πάνω από ελληνικά νησιά, οι ασκήσεις σε θαλάσσιες περιοχές που επικαλύπτουν κυπριακές και ελληνικές θαλάσσιες ζώνες, όλα αυτά συνθέτουν ένα σκηνικό διαρκούς έντασης. Η στρατιωτική διάσταση εντάσσεται πλήρως στον υβριδικό σχεδιασμό. Λειτουργεί ως εργαλείο πίεσης που ενισχύει την αποτελεσματικότητα των ψηφιακών και προπαγανδιστικών επιχειρήσεων, στέλνοντας το μήνυμα ότι η Τουρκία είναι αποφασισμένη να επιβάλει την παρουσία της σε όλα τα επίπεδα. Επιπλέον, συνδυάζει τη στρατιωτική απειλή με νομικά επιχειρήματα και ιστορικά αφηγήματα που προσφέρουν πέπλο νομιμοφάνειας στις διεκδικήσεις της. Με αυτόν τον τρόπο, η απάντηση της άλλης πλευράς καθίσταται πιο περίπλοκη και πολιτικά κοστοβόρα.
Η υβριδική στρατηγική της Τουρκίας δεν είναι καινοφανής ως ιδέα. Ωστόσο, η σημερινή της εξέλιξη την καθιστά πολύ πιο αποτελεσματική. Στο παρελθόν, η χρήση της προπαγάνδας ή των κυβερνοεπιθέσεων είχε περιορισμένο αντίκτυπο, καθώς η τεχνολογία ήταν πιο αργή και η διάχυση των πληροφοριών πιο ελεγχόμενη. Σήμερα, η ψηφιακή πραγματικότητα επιτρέπει σε κάθε μήνυμα να διαδοθεί μέσα σε δευτερόλεπτα σε χιλιάδες χρήστες, ενώ η Τεχνητή Νοημοσύνη πολλαπλασιάζει την ταχύτητα και την πειστικότητα του ψεύδους. Σε αυτό το περιβάλλον, οι κλασικές μέθοδοι απάντησης, όπως οι απλές διαψεύσεις, είναι αναποτελεσματικές και συχνά καθυστερημένες.
Η Κύπρος και η Ελλάδα βρίσκονται σε μια ιδιόμορφη θέση. Από τη μια είναι τα άμεσα θύματα αυτής της στρατηγικής, από την άλλη, όμως, μπορούν να λειτουργήσουν ως πεδίο δοκιμής για την ευρωπαϊκή ανθεκτικότητα. Η αδυναμία τους να ανταποκριθούν μόνες τους δεν σημαίνει μοιρολατρική αποδοχή. Αντιθέτως, μπορεί να αποτελέσει ευκαιρία για να τεθεί το ζήτημα στην καρδιά της ευρωπαϊκής ατζέντας. Ήδη η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης έχει αναγνωρίσει την κρισιμότητα της παραπληροφόρησης ως εργαλείο εχθρικής επιρροής, ενώ το ΝΑΤΟ έχει εντάξει στις στρατηγικές του τη διάσταση των υβριδικών απειλών. Το ζητούμενο είναι η ταχεία εφαρμογή των μέτρων και η ουσιαστική στήριξη μικρών κρατών που δεν διαθέτουν τους ίδιους πόρους με τις μεγάλες δυνάμεις.
Είναι ξεκάθαρο ότι η αντιμετώπιση του υβριδικού πολέμου απαιτεί πολυεπίπεδη και συντονισμένη δράση. Στο τεχνολογικό επίπεδο, η δημιουργία κέντρων ανίχνευσης και παρακολούθησης παραγόμενου περιεχομένου από Τεχνητή Νοημοσύνη είναι απολύτως αναγκαία. Η συνεργασία με μεγάλες πλατφόρμες και ερευνητικά ιδρύματα μπορεί να επιτρέψει την έγκαιρη αποκάλυψη ψεύτικων βίντεο και εικόνων που σήμερα κυκλοφορούν ανεξέλεγκτα. Στο πεδίο της κυβερνοασφάλειας, απαιτείται ενίσχυση της προστασίας των κρίσιμων υποδομών και διεξαγωγή κοινών ασκήσεων που να προσομοιώνουν σενάρια υβριδικών επιθέσεων. Στο μέτωπο της πληροφορίας, η επένδυση σε αξιόπιστα Μέσα Ενημέρωσης και η ενίσχυση της ψηφιακής παιδείας των πολιτών αποτελούν αναντικατάστατα εργαλεία. Όσο πιο εκπαιδευμένοι είναι οι πολίτες να αναγνωρίζουν και να αμφισβητούν το ψεύτικο περιεχόμενο, τόσο λιγότερο αποτελεσματική καθίσταται η στρατηγική παραπληροφόρησης.
Η νομική και θεσμική διάσταση δεν μπορεί επίσης να αγνοηθεί. Η Ευρωπαϊκή Ένωση οφείλει να επιβάλει αυστηρότερους κανόνες στις ψηφιακές πλατφόρμες, καθιστώντας τις υπεύθυνες για τη φιλοξενία και διάδοση ψεύτικου ή παραποιημένου περιεχομένου. Παράλληλα, η δυνατότητα επιβολής στοχευμένων κυρώσεων σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα που εμπλέκονται σε επιχειρήσεις υβριδικού πολέμου πρέπει να εξεταστεί σοβαρά. Αυτό δεν αφορά μόνο την Τουρκία, αλλά κάθε κράτος ή οντότητα που χρησιμοποιεί την παραπληροφόρηση και τις κυβερνοεπιθέσεις ως όπλο. Για την Κύπρο και την Ελλάδα, μια τέτοια εξέλιξη θα παρείχε ένα σημαντικό διπλωματικό εργαλείο αποτροπής.
Σε πολιτικό επίπεδο, είναι κρίσιμο η Αθήνα και η Λευκωσία να κινηθούν με συντονισμό και σταθερότητα, προβάλλοντας προς την Ευρωπαϊκή Ένωση την ανάγκη μιας κοινής στρατηγικής. Δεν αρκεί να καταγγέλλονται οι τουρκικές πρακτικές. Πρέπει να δημιουργηθεί ένα συνεκτικό αφήγημα που να καθιστά σαφές ότι η υβριδική απειλή δεν είναι μόνο πρόβλημα της Ελλάδας και της Κύπρου, αλλά πρόβλημα της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της συνοχής της. Η διαχείριση του θέματος πρέπει να συνδέεται με την ευρωπαϊκή ασφάλεια συνολικά, ώστε να κινητοποιήσει και κράτη που δεν αντιλαμβάνονται ακόμη άμεσα ότι ο υβριδικός πόλεμος που εξαπολύει η Τουρκία απαιτεί απάντηση εξίσου πολυσύνθετη και αποφασιστική.
Συμπερασματικά, η ανθεκτικότητα δεν μπορεί να χτιστεί με αποσπασματικά μέτρα, ή με δημόσιες δηλώσεις και ανακοινώσεις. Χρειάζεται οργανωμένος σχεδιασμός, τεχνογνωσία, διεθνείς συμμαχίες και κυρίως βούληση να προστατευθούν όχι μόνο τα σύνορα, αλλά και η αλήθεια μέσα στις ίδιες τις κοινωνίες. Η καθυστέρηση στην υιοθέτηση των απαραίτητων μέτρων αυξάνει τον κίνδυνο να παγιωθεί η επιρροή της Τουρκίας και να καταστεί η υβριδική στρατηγική της μια νέα «κανονικότητα». Αντίθετα, η έγκαιρη και αποφασιστική δράση μπορεί να περιορίσει δραστικά την αποτελεσματικότητα των επιθέσεων, να ενισχύσει την ασφάλεια της Κύπρου και της Ελλάδας, και ταυτόχρονα να προσφέρει στην Ευρώπη το παράδειγμα του πώς μια Ένωση αξιών και δημοκρατίας μπορεί να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τις προκλήσεις της νέας εποχής.