Oι φασίστες-δικτάτορες, όπως οι Μουσολίνι, Χίτλερ, Φράνκο, Γ. Παπαδόπουλος, χρησιμοποίησαν αποτελεσματικά την τεράστια δημοτικότητα του ποδοσφαίρου ως ισχυρό μέσο προπαγάνδας, προωθώντας τον εθνικισμό και τον ρατσισμό, αποσπώντας την προσοχή του κοινού από τα κοινωνικά προβλήματα και επιβάλλοντας την κυριαρχία και την ιδεολογία του καθεστώτος τους τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο. Στην Κύπρο οι ιδεολογικά επίγονοι του Γρίβα άλωσαν τα λεγόμενα εθνικόφρονα σωματεία και μιμούνται κατά κόρον τις πρακτικές των προαναφερθέντων φασιστών. Συνδέοντας την ομάδα τους και τις επιτυχίες της με την ιδεολογία του Γρίβα, το ποδόσφαιρο έγινε ένα αποτελεσματικότατο εργαλείο για την άνοδο της ακροδεξιάς.
Λόγω χώρου είναι, βέβαια, αδύνατο να αναφερθώ σε όλους τους Ευρωπαίους φασίστες και γι' αυτό θα περιοριστώ μόνο στον πιο περιβόητο, τον Χίτλερ, ως επίσης και στον Γρίβα.
Ίσως ξενίσει μερικούς ότι πολλοί Γερμανοί το 1939, όταν άρχισε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, θεωρούσαν ότι η αιτία του πολέμου -πιο συγκεκριμένα η επίθεση κατά της Πολωνίας- ήταν αδικαιολόγητη. Για αυτόν τον λόγο, ο Χίτλερ βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στο ποδόσφαιρο ως μέσο απόσπασης της προσοχής των Γερμανών κατά τη διάρκεια του πολέμου. Ενώ οι συμμαχικές δυνάμεις μπορούσαν να δικαιολογήσουν τις πολεμικές προσπάθειες ως απαραίτητες για να σταματήσουν την επέκταση των Ναζί, ο Χίτλερ δεν είχε πειστικές δικαιολογίες για έναν τόσο δαπανηρό και καταστροφικό πόλεμο. Ειδικά μετά την εισβολή στη Σοβιετική Ένωση το 1941, πολλοί Γερμανοί, κυρίως διανοούμενοι, αμφισβήτησαν αν τα πιθανά στρατιωτικά και οικονομικά οφέλη του πολέμου άξιζαν τελικά τον κόπο. Το καθεστώς ήλπιζε να αποσπάσει την προσοχή του λαού από τη δυστυχία της Γερμανίας του πολέμου και να τον κάνει να αισθάνεται ότι η ζωή του είχε διαταραχθεί μόνο ελαφρώς, όπως π.χ. σε μια απεργία των σιδηροδρομικών ή μια χιονοθύελλα. Οι ποδοσφαιρικοί αγώνες φαινόταν να είναι η προφανής λύση ως μέσο απόσπασης της προσοχής, επειδή είχαν γίνει ένα από τα πιο δημοφιλή χόμπι στην ευρωπαϊκή κοινωνία και ήταν πολύ πιο εύκολο να προσφερθούν από ό,τι χρήματα, τρόφιμα ή ασφάλεια. Ο διάσημος τότε Γερμανός ποδοσφαιριστής Φριτς Βάλτερ (αντίστοιχος με τους Ρολάντο και Μέσι της εποχής μας) θυμήθηκε όταν τον περικύκλωσαν Γερμανοί στρατιώτες στα μέσα του πολέμου και είπε: «Είμαι η ενσάρκωση εννοιών που έχουν χαθεί για πάντα: ειρήνη, πατρίδα, αθλητισμός». Το εγχώριο ποδόσφαιρο συνεχίστηκε εν μέσω των αεροπορικών επιδρομών και των επιθέσεων των Συμμάχων! Στην πραγματικότητα, οι αεροπορικές επιδρομές ήταν τόσο συχνές που οι ακριβείς ώρες έναρξης των αγώνων κρατούνταν μυστικές για λόγους ασφαλείας μέχρι λίγες ώρες πριν του αγώνα. Παρά τον κίνδυνο, χιλιάδες άνθρωποι συνέχιζαν να προσέρχονται για να υποστηρίξουν τις ομάδες τους, συμπεριλαμβανομένων 70.000 θεατών στον τελικό του πρωταθλήματος του 1944, λίγες μόνο ημέρες μετά την απόβαση των συμμαχικών στρατευμάτων στη Νορμανδία.
Ο Γρίβας δεν ασχολείτο με το ποδόσφαιρο. Όμως οι ιδεολογικά επίγονοί του, το ΕΛΑΜ συνεπικουρούμενο από την Εκκλησία, έχουν αλώσει όλα τα «εθνικόφρονα» ποδοσφαιρικά σωματεία. Οι διοικήσεις αυτών των σωματείων εκτελούν τυφλά τις εντολές και τις οδηγίες του ακροδεξιού κόμματος με πρόθεση να εμποδίσουν τη μόνη εφικτή λύση του Κυπριακού –τη ΔΔΟ. Στη πραγματικότητα, ο ρόλος αυτών των σωματείων είναι διττός: εκτός από το ποδόσφαιρο, στοχεύουν να ματαιώσουν μια συμβιβαστική λύση με τους Τουρκοκύπριους. Δεν αποδέχονται ότι η Κύπρος είναι δικοινοτικό κράτος, δεν αναγνωρίζουν την κυπριακή σημαία και οραματίζονται μια λύση που θα κυριαρχεί η ε/κ κοινότητα –μια ελαφρώς διαφορετική λύση από την Ένωση. Τα λάβαρα του Γρίβα και των ναζιστικών SS, οι ελληνοκυπριακές σημαίες (με τη Κύπρο και με φόντο τον Παρθενώνα), οι ιαχές «Ελλάς, Κύπρος ένωσις», «Αλήτες, προδότες, ομοσπονδιακοί, η Κύπρος είναι ελληνική» μαρτυρούν ότι η λύση που επιδιώκουν τα σωματεία είναι εκείνη των δύο κρατών. Αρκεί να υπομνησθεί ο φιλικός αγώνα δύο «εθνικόφρονων» σωματείων στις 15 Ιουλίου 2024, επέτειο του πραξικοπήματος, που οι οργανωμένοι οπαδοί τους συνέχεια φώναζαν ρυθμικά «ΕΟΚΑ Β’ ξανακτύπα». Κάποιοι αφελείς περίμεναν τις διοικήσεις των σωματείων να καταδίκαζαν αυτό το ανοσιούργημα αλλά, φευ, οι διοικήσεις τήρησαν σιγή ιχθύος. Αναμφίβολα, αυτά τα συνθήματα χαροποιούν τον Τατάρ που προπαγανδίζει υπέρ της κυριαρχικής ισότητας και την Τουρκία που διατυμπανίζει ότι η Κύπρος είναι εκλιπούσα.
Το ΕΛΑΜ κάνει εξαιρετική δουλειά. Εργαλειοποιώντας το ποδόσφαιρο κατάφερε από πολιτικοί παρίες που ήταν οι ηγέτες του να είναι τώρα ένα βήμα πριν από την εξουσία. Όταν ένα παιδί γύρω στην ηλικία των 13 χρόνων αρχίζει να πηγαίνει στα γήπεδα και βλέπει τις ελληνικές σημαίες να κυματίζουν μαζί με τις σημαίες και τα πανό του Γρίβα δεν μπορεί παρά να γίνει κι αυτός γριβικός και να υιοθετήσει τις βρισιές, τη βία, την επιθετικότητα, τις χυδαιότητες και ό,τι άλλο συνδέεται με τον φασισμό, παρ' όλο που δεν έχει ιδέα για τον βίο και πολιτεία του Γρίβα. Φοβάμαι τι θα επακολουθήσει μετά τις εκλογές του 2026 όταν θα έχουν δικαίωμα ψήφου και οι 17άρηδες. Δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι το ΕΛΑΜ θα καρπωθεί τη μερίδα του λέοντος αυτών των ψήφων.
Εν περιλήψει, γνωρίζουμε τη γένεση της τοξικότητας που είναι η συνεργασία των «εθνικόφρονων» σωματείων με το ΕΛΑΜ. Αν δεν κοπεί αυτός ο ομφάλιος λώρος, το τέρας του φασισμού θα γιγαντώνεται και τελικά θα μας στραγγαλίσει όλους! Όπως στραγγάλισε τη Γερμανία του Χίτλερ.
Βιβλιογραφία: «Football in Europe during the Second World War», Simon Kuper
*Οικονομολόγος, κοινωνικός επιστήμονας