Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του το Υπουργείο Παιδείας, σχεδόν 300 παιδιά στη Μέση Εκπαίδευση συμμετέχουν σήμερα σε πρόγραμμα κατ’ οίκον Εκπαίδευσης. Όπως αναφέρθηκε ενώπιον της κοινοβουλευτικής Επιτροπής Παιδείας, το 70% αυτών των παιδιών δεν μπορεί να φοιτήσει στο σχολείο για ψυχολογικούς λόγους. Η συζήτηση επικεντρώθηκε στις χρονοβόρες διαδικασίες που ακολουθεί το υπουργείο για την έγκριση των αιτημάτων αλλά και στην ανάγκη να υπάρξει ένα πιο ευέλικτο πλαίσιο για τα παιδιά που νοσηλεύονται μακροχρόνια, τόσο σε νοσοκομεία της Κύπρου όσο και του εξωτερικού.
Ωστόσο, υπάρχει μια άλλη πτυχή που δεν συζητείται. Ή, για να το θέσω καλύτερα, μπαίνει κάτω από το χαλί. Ένα μεγάλο ποσοστό των παιδιών που εντάσσονται στην κατ’ οίκον Εκπαίδευση είναι παιδιά με αναπηρίες, κυρίως ψυχικές αναπηρίες ή ψυχικές δυσκολίες που καταγράφονται ως «ψυχολογικά προβλήματα». Πολλά από αυτά τα παιδιά δεν αποσύρονται από το σχολείο επειδή το επιλέγουν οι γονείς ή επειδή το συνιστούν οι ειδικοί, αποσύρονται γιατί το ίδιο το σχολείο αποτυγχάνει να τα κρατήσει.
Πίσω από τους αριθμούς υπάρχουν παιδιά που βίωσαν απόρριψη, απομόνωση ή σχολικό εκφοβισμό. Παιδιά που ένιωσαν ότι δεν χωρούν στο σχολικό πλαίσιο, όχι γιατί δεν ήθελαν να ενταχθούν αλλά γιατί δεν βρήκαν τη στήριξη που χρειάζονταν. Ο εκφοβισμός, ειδικά προς μαθητές με αναπηρίες ή ψυχικές δυσκολίες, συχνά αντιμετωπίζεται ως «μεμονωμένο περιστατικό», ένα φαινόμενο που σβήνει με πειθαρχικά μέτρα ή σιωπή. Όμως η πραγματικότητα είναι πως για αρκετά παιδιά το σχολείο δεν είναι ασφαλής χώρος αλλά πηγή άγχους και τραύματος.
Η κατ’ οίκον Εκπαίδευση, όπως εφαρμόζεται σήμερα, λειτουργεί ως λύση ανάγκης -αλλά και ως παραδοχή αποτυχίας του συστήματος να αγκαλιάσει τη διαφορετικότητα. Αντί να αποτελεί προσωρινό μέτρο για περιπτώσεις όπου το παιδί δεν μπορεί αντικειμενικά να φοιτήσει, μετατρέπεται στην εύκολη διέξοδο ενός σχολείου που δεν είναι έτοιμο να προσαρμοστεί. Η έλλειψη επαρκών σχολικών ψυχολόγων, ειδικών εκπαιδευτικών και υποστηρικτικών δομών αφήνει γονείς και παιδιά χωρίς επιλογές, οδηγώντας τελικά στην απομόνωση.
Η ουσιαστική συζήτηση, λοιπόν, δεν αφορά μόνο τη γραφειοκρατία των εγκρίσεων. Αφορά το γιατί τόσα παιδιά νιώθουν ότι δεν ανήκουν στο σχολείο.
Αν η κατ’ οίκον Εκπαίδευση συνεχίσει να χρησιμοποιείται ως κάλυμμα για τα κενά της εκπαιδευτικής πολιτικής, τότε, το τίμημα θα είναι βαρύ. Μια γενιά παιδιών που θα έχουν μάθει να ζουν στο περιθώριο, ενώ το σύστημα που τα απέκλεισε θα μιλά για «συμπερίληψη».