Την περασμένη βδομάδα, όπως οι τακτικοί αναγνώστες της στήλης γνωρίζετε, ασχολήθηκα με την ανάρτηση φίλου καθηγητή Μέσης Εκπαίδευσης ο οποίος παρουσίασε τον Πρόεδρο Χριστοδουλίδη ως προσωπικότητα με διεθνή ακτινοβολία. Ισχυρίσθηκα μεταξύ άλλων ότι μια μικρή χώρα, όπως η δική μας, πολύ δύσκολα μπορεί να αναδείξει πολιτική προσωπικότητα με διεθνή ακτινοβολία. Και εξέφρασα την άποψη ότι κυπριακή πολιτική προσωπικότητα με διεθνή ακτινοβολία ήταν μόνο μία και αυτή άκουε στο όνομα Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ’.
Υπήρξαν τέτοιες αντιδράσεις που με έκαναν να προβληματιστώ έντονα αν αξίζει τον κόπο να συνεχίσει κάποιος να αρθρογραφεί. Ένας φίλος, από αντίδραση στους ελεεινούς χαρακτηρισμούς με τους «στόλισαν» τον νεκρό Μακάριο, έγραψε ότι δεν θα κάνει κανένα σχόλιο γιατί δεν αξίζει τον κόπο να ασχολείται κάποιος με τέτοιον κόσμο. Οφείλω να πω η πρώτη μου αντίδραση ήταν να συμφωνήσω μαζί του. Όμως, ύστερα από δεύτερες, πιο νηφάλιες σκέψεις, άλλαξα γνώμη. Στραβά ξύλα πάντα θα υπάρχουν. Δεν θα αφήσουμε χωρίς φροντίδα τα δέντρα του δάσους για κάποια στραβόξυλα. Με ενόχλησαν κι εμένα πολύ οι ύβρεις για τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο. Νόμιζα ότι τέτοιες συμπεριφορές ανήκαν στην προ της καταστροφής του ’74 περίοδο. Περισσότερο με ενόχλησαν κάποιοι που από τα γραφόμενά τους, είναι προφανώς υποστηρικτές του Προέδρου Χριστοδουλίδη, για να πλήξουν το επιχείρημά μου περί ακτινοβολίας του Μακαρίου, επειδή τον γνώριζαν πολλοί άνθρωποι σε πολλές χώρες μου υπενθύμισαν ότι γνωστοί στους απλούς ανθρώπους, σχεδόν παντού, ήσαν και ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι. Αυτό με φέρνει στο θέμα που θέλω να αναδείξω σήμερα. Και είναι ο τρόπος που διεξάγεται ο δημόσιος διάλογος στον τόπο μας.
Δεν ξέρουμε να συζητούμε. Είμαστε από τους λίγους λαούς που σπαταλούμε ώρες ατέλειωτες να συζητάμε τα αυτονόητα και να μην συμφωνούμε ούτε σε αυτά. Αν κάποιο πανεπιστήμιο πραγματοποιούσε μια παγκόσμια έρευνα για τους λαούς που δεν ακούνε τους άλλους και που δεν αξιοποιούν τις ιδέες τους θα ήμασταν σίγουρα μέσα στην πρώτη δεκάδα. Δεν εντόπισα κάποιο βιβλίο ή κάποια επιστημονική έρευνα που να έχει ασχοληθεί με τον χαρακτήρα του Έλληνα της Κύπρου. Ο Α. Βακαλόπουλος, στο βιβλίο του Ο Χαρακτήρας των Ελλήνων, Θεσσαλονίκη 1983, στηριζόμενος σε ιστορικές παρατηρήσεις που φτάνουν μέχρι την αρχαιότητα και σε εκτεταμένη, κυρίως λαογραφική βιβλιογραφία, υποστηρίζει ότι το πιο έντονο χαρακτηριστικό που διακρίνει τον ελληνικό λαό είναι ο ατομισμός, που συνδέεται με τον «πόθο για ελευθερία» και εκδηλώνεται με έναν υπερτροφικό εγωισμό. Ο ατομισμός, όταν συνδέεται με «αγάπη, προαίρεση και κίνητρα» οδηγεί τον πολίτη σε άμιλλα, αριστεία, συνετή φιλοδοξία και θετική συνεισφορά στην κοινωνία. Όταν όμως εκδηλώνεται με έντονο εγωισμό, οδηγεί σε ανταγωνισμό, που καταστρέφει τη συνεργασία και τη συνέργεια, σε μια υποκειμενική αντίληψη για τη δικαιοσύνη («είναι δίκαιο μόνο ό,τι εξυπηρετεί το δικό μου συμφέρον», στην έλλειψη μάθησης και στην ημιμάθεια («εγώ τα ξέρω όλα»), στην έλλειψη πειθαρχίας, στην ασέβεια και στη μη τήρηση των νόμων, στη φιλαρχία και στη φιλοχρηματία. Οδηγεί επίσης σε αρνητικές συμπεριφορές απέναντι στους άλλους, όπως η ζήλια, ο φθόνος, η συκοφαντία, η υποτίμηση του άλλου, η προβολή και η επίδειξη του εαυτού, η ματαιοδοξία, η έπαρση και η αλαζονεία.
Ο ατομισμός πρακτικά σημαίνει ότι το άτομο ενδιαφέρεται, αγαπά, προστατεύει και φροντίζει μόνο ό,τι θεωρεί δικό του (π.χ. σπίτι, παιδί, προνόμιο). Με βάση αυτήν τη λογική, μπορεί να εκδηλώνεται σε διάφορα επίπεδα, όπως το άτομο, η οικογένεια, το σόι, η φατρία, η επιχείρησης ή ο οργανισμός, η συντεχνία, ο τόπος και το έθνος. Για παράδειγμα, ο Α. Βακαλόπουλος, στηριζόμενος στον Κ. Τσάτσο, αναφέρει συγκεκριμένα: «Ο άκρατος όμως ατομισμός των Ελλήνων και κυρίως των ηγετών τους, η άρνηση τους να σμικρύνουν το γιγάντιο εγώ τους για την επιτυχία μιας ομαδικής προσπάθειας, είχαν ολέθριες επιδράσεις στις πράξεις τους από την αρχαιότητα κιόλας». Επίσης, ο Ν. Δήμου με καυστικότητα διαπιστώνει: «Στη χώρα του Εγώ, το Εσύ είναι υπό διωγμό. Άρα και το Εγώ, μιας κι όλα τα Εσύ είναι και Εγώ». Επικρίνοντας, λοιπόν την ανάρτηση του φίλου για την παγκόσμια ακτινοβολία του Προέδρου Χριστοδουλίδη, είναι αυτό το καταραμένο εγώ των ηγετών μας, που δεν λέει να φύγει από το μυαλό μου, που με έσπρωξε να βάλω αυτά που είχα μέσα μου στο χαρτί, με τη σκέψη ότι έχουμε που έχουμε το πρόβλημα με το εγώ των ηγετών μας, ας μην τους το καλλιεργούμε κιόλας.
Δεν θέλω να παριστάνω τον δάσκαλο ούτε τον ξερόλα. Θέλω να πιστεύω ότι δεν πάσχω ούτε από μεγαλομανία ούτε από δονκιχωτισμό. Απλώς πιστεύω ότι το μεγάλο πρόβλημα σήμερα στη μικρή ημικατεχόμενη πατρίδα μας είναι η κουλτούρα και η ταυτότητά μας όπως διαμορφώθηκε μετά την ανεξαρτησία. Αυτά αποτελούν τη θεμελιώδη αιτία που βρίσκεται η Κύπρος πίσω στην πολιτική, τον συνδικαλισμό, την κοινωνική συνοχή, την επιχειρηματικότητα, την παιδεία,, την υγεία, την κατανάλωση, την παραγωγή και την καταστροφή του περιβάλλοντος. Αυτά τα θεμελιώδη ζητήματα είναι αφημένα στην τύχη τους ή, καλύτερα, μπορούμε να πούμε ότι είναι βορά στην παγκοσμιοποίηση και στην εσωτερική δυναμική που διαμορφώνεται από το κυνήγι της τηλεθέασης των μίντια, το ατομικό συμφέρον, το κομματικό συμφέρον, το βόλεμα, την ημιμάθεια, τις μόδες, τη βραχυπρόθεσμη προοπτική, την επίδειξη και τον υπερκαταναλωτισμό. Γι’ αυτό κι ονειρεύομαι έναν Προέδρο που θα έχει ως αποστολή να παρεμβαίνει στη διαμόρφωση μιας νέας κουλτούρας και ταυτότητας, διαδίδοντας έννοιες, αξίες και αρχές για μια καλύτερη κοινωνία, για μια καλύτερη πατρίδα. Έναν Πρόεδρο που θα συμβάλλει καθημερινά με λόγια και με πράξεις, κυρίως με το παράδειγμά του, στην ανάπτυξη της κοινωνικής μάθησης, ενθαρρύνοντας και ενισχύοντας τα θετικά στοιχεία και παραδείγματα της κοινωνίας μας, που δεν είναι λίγα. Και, από την άλλη, υποστηρίζοντας τη δημιουργία συλλογικής συνείδησης και την αυτοκριτική για τα αρνητικά που πρέπει να αποβληθούν.
Έχοντας ταξιδέψει σε κάθε γωνιά της Ευρώπης, παντού με αφτιά και μάτια ορθάνοιχτα, έμαθα ότι οι κοινωνίες δεν αλλάζουν με μελέτες, νόμους, διατάγματα και κηρύγματα. Οι ουσιαστικές αλλαγές προκύπτουν είτε μέσα από πεφωτισμένες ηγεσίες είτε μέσα από μεγάλες κρίσεις. Οι αλλαγές μέσα από κρίσεις είναι επώδυνες, με αποτελέσματα απρόβλεπτα. Πιο μεγάλη κρίση από εκείνη του ’74 δεν μπορώ να φανταστώ. Κι όμως αντί αλλαγές προς το καλύτερο είχαμε αλλαγές προς το χειρότερο. Συνεπώς, το κλειδί της προόδου είναι οι ηγεσίες, η ευθύνη των οποίων είναι τεράστια, όπως τεράστια είναι και η ευθύνη του κάθε πολίτη. Οι αξίες, οι στάσεις και οι συμπεριφορές των πολιτών στις δημοκρατίες προσδιορίζουν το ποιες είναι και τι κάνουν οι ηγεσίες. Καθορίζουν αν ο κόσμος ενός τόπου θα πάει προς την πρόοδο ή προς την αυτοκαταστροφή. Όταν οι πολίτες επιδίδονται σε κολακείες ή σε αδικαιολόγητους επαίνους προς τους πολιτικούς, εκείνο που επιτυγχάνουν είναι να είναι μεν αρεστοί αλλά καθόλου ωφέλιμοι. Αφού με τέτοιους επαίνους, σπρώχνουν τους πολιτικούς να γίνονται πιο αλαζόνες, να έχουν την αίσθηση ότι τα ξέρουν όλα, ότι πάντα αυτοί έχουν δίκιο και ποτέ δεν φταίνε οι ίδιοι για τις αποτυχίες. Δεν ακούν τους άλλους, δε μαθαίνουν από τα λάθη και τις αποτυχίες, δεν τους αρέσουν οι συμβουλές και οι διαφωνίες. Και μετά από λίγο χάνουν και την επαφή με την πραγματικότητα, ζουν σε γυάλινους πύργους και δεν συνειδητοποιούν τους κινδύνους.






