Η πολιτική, σε κάθε δημοκρατικό κράτος, δεν κρίνεται μόνο από τις προθέσεις ή τις διακηρύξεις της. Κρίνεται από τη διαδρομή που διανύει από τη στιγμή της εξαγγελίας έως τη στιγμή της υλοποίησης και του αποτελέσματος. Και σ’ αυτή τη διαδρομή, συχνά αποκαλύπτεται ένα χάσμα βαθύ. Η απόσταση ανάμεσα στο γράμμα μιας πολιτικής και στο πνεύμα που τη γέννησε. Το γράμμα είναι το τυπικό πλαίσιο, οι εξαγγελίες, οι προϋπολογισμοί, τα σχέδια δράσης. Το πνεύμα είναι ο στόχος, η ηθική πρόθεση, η κοινωνική και η πολιτική ουσία και το απτό αποτέλεσμα της πολιτικής. Όμως, όταν η υλοποίηση δεν υπηρετεί το πνεύμα, το γράμμα μετατρέπεται σε τύπο, σε μηχανισμό που δεν παράγει ουσιαστικό αποτέλεσμα. Και η Κύπρος είναι, δυστυχώς διαχρονικά, ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της απόκλισης.
Το φαινόμενο δεν είναι θεωρητικό. Αφορά την ουσία της διακυβέρνησης. Τη σχέση ανάμεσα στο κράτος και στους πολίτες, στην αξιοπιστία του πολιτικού λόγου, στη συνοχή του κοινωνικού συμβολαίου. Οι πολιτικές μπορεί να είναι ευφυώς σχεδιασμένες, ευθυγραμμισμένες με τις ευρωπαϊκές στρατηγικές, γεμάτες στόχους και δείκτες. Αν, όμως, η εφαρμογή τους υπονομεύεται από γραφειοκρατία, πολιτικές σκοπιμότητες, αδράνεια ή έλλειψη συντονισμού, τότε το πνεύμα τους, η πρόθεση να υπηρετήσουν το δημόσιο συμφέρον, ακυρώνεται.
Η κυπριακή πολιτική εμπειρία των τελευταίων δεκαετιών προσφέρει πληθώρα παραδειγμάτων. Το πρόγραμμα των «χρυσών» διαβατηρίων παραμένει το πιο εμβληματικό. Στο γράμμα του, παρουσιάστηκε ως μέτρο τόνωσης της οικονομίας, προσέλκυσης ξένων επενδύσεων και αντιμετώπισης της ανεργίας σε μια περίοδο που η χώρα αναζητούσε διεξόδους μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση. Το πνεύμα του, η προσέλκυση σοβαρών, στρατηγικών επενδύσεων για την ανάπτυξη της χώρας, μετατράπηκε σε μηχανισμό εκμετάλλευσης και διαφθοράς. Το αποτέλεσμα ήταν μια πολιτική που, ενώ έφερε εισροές κεφαλαίων, τραυμάτισε βαθιά την αξιοπιστία του κράτους, οδηγώντας σε διεθνή δυσφήμιση και θεσμική κρίση. Το γράμμα, δηλαδή η διατύπωση της πολιτικής, παρέμεινε άθικτο. Το πνεύμα της, όμως, παραμορφώθηκε από τον τρόπο εφαρμογής.
Αλλά το ζήτημα δεν εξαντλείται στα διαβατήρια. Παρόμοιες αποκλίσεις καταγράφονται σχεδόν σε κάθε τομέα δημόσιας πολιτικής. Η περιβαλλοντική πολιτική, για παράδειγμα, αποτυπώνει τη σύγκρουση ανάμεσα στη διακήρυξη και στην πράξη. Εξαγγέλλονται σχέδια για πράσινη μετάβαση, ενεργειακή αυτάρκεια και περιορισμό εκπομπών. Το γράμμα των στρατηγικών είναι σύγχρονο, ευρωπαϊκό, τεκμηριωμένο. Το πνεύμα τους όμως, η ουσιαστική μεταστροφή της χώρας σε πρότυπο βιωσιμότητας, υπονομεύεται από την αποσπασματικότητα των έργων, τη σύγχυση αρμοδιοτήτων, τη σπατάλη παραγόμενης ενέργειας, και τη διαρκή εξάρτηση από ορυκτά καύσιμα. Το αποτέλεσμα είναι πολιτικές που φαίνονται «πράσινες» μόνο στα χαρτιά.
Η στέγαση αποτελεί άλλη μια χαρακτηριστική περίπτωση. Οι πολιτικές για νέους και χαμηλόμισθους στοχεύουν, στο γράμμα τους, στη διευκόλυνση της πρόσβασης σε κατοικία μέσω επιδοτήσεων και κινήτρων. Το πνεύμα αυτής της πολιτικής θα ήταν να διασφαλίσει κοινωνική συνοχή, να αντιμετωπίσει την άνιση ανάπτυξη και να ανακόψει την άνοδο των τιμών. Όμως η εφαρμογή αποδείχθηκε επιφανειακή. Οι επιδοτήσεις δεν ανέκοψαν την άνοδο των τιμών, η γραφειοκρατία καθυστέρησε τις εγκρίσεις, και οι δομικές αιτίες της στεγαστικής κρίσης, η απουσία ρύθμισης της αγοράς, η κερδοσκοπία και η έλλειψη στρατηγικού σχεδιασμού, παρέμειναν ανέγγιχτες. Έτσι, το πνεύμα της κοινωνικής πολιτικής εξαντλήθηκε σε καλόπιστες, αλλά αποσπασματικές και αναποτελεσματικές δράσεις.
Η διαφοροποίηση ανάμεσα στο γράμμα και στο πνεύμα των πολιτικών προκύπτει κυρίως στη φάση της υλοποίησης. Εκεί όπου ο πολιτικός σχεδιασμός συναντά τη διακυβέρνηση, τη διοίκηση, τα θεσμικά όργανα, τη δημόσια υπηρεσία και, τελικά, τον πολίτη. Το πρόβλημα είναι διαρθρωτικό. Το κυβερνητικό σχήμα και η κρατική μηχανή παραμένουν προσανατολισμένα στα τυπικά μέσα, όχι στο αποτέλεσμα. Οι πολιτικές εξαγγέλλονται με εντυπωσιακές δηλώσεις, αλλά συχνά χωρίς μετρήσιμα εργαλεία υλοποίησης και αξιολόγησης, χωρίς συνέπεια στον χρόνο, και χωρίς διαφάνεια στην παρακολούθηση και στον έλεγχο. Το πνεύμα, δηλαδή η πρόθεση να επιτευχθεί ένα κοινωνικό ή αναπτυξιακό αποτέλεσμα, εγκλωβίζεται σε διαδικασίες και ισορροπίες που ευνοούν τη συντήρηση, αντί την αλλαγή.
Είναι χαρακτηριστικό πως οι μεταρρυθμίσεις της δημόσιας διοίκησης, αν και στο γράμμα τους επαναλαμβάνουν εδώ και χρόνια την ανάγκη αξιολόγησης, ψηφιοποίησης και αξιοκρατίας, παραμένουν ουσιαστικά ημιτελείς. Το πνεύμα τους, δηλαδή η δημιουργία ενός ευέλικτου, αποτελεσματικού και δίκαιου κράτους, δεν μετουσιώνεται σε πραγματικότητα. Οι καθυστερήσεις, οι κομματικές και άλλες παρεμβάσεις, καθώς και η κουλτούρα της ατιμωρησίας υπονομεύουν κάθε προσπάθεια. Κι έτσι, το γράμμα των μεταρρυθμίσεων γίνεται άσκηση δημοσίων σχέσεων, ένα πλαίσιο που αναπαράγει τις ίδιες δυσλειτουργίες που υποτίθεται ότι καταπολεμά.
Το πιο εύγλωττο παράδειγμα, όπου γράμμα και πνεύμα κινούνται σε αντίθετες κατευθύνσεις, είναι η πολιτική για τη διαφάνεια και τη λογοδοσία. Μετά τις αποκαλύψεις των τελευταίων ετών, το κράτος προχώρησε στη δημιουργία Ανεξάρτητης Αρχής κατά της Διαφθοράς. Το γράμμα της πολιτικής ήταν αδιαμφισβήτητο. Θεσμική ενίσχυση, ανεξαρτησία, πρόσβαση σε πληροφορίες, εξουσία διερεύνησης. Όμως στην πράξη, η Αρχή δεν έχει ακόμη αποκτήσει το κύρος και την αποτελεσματικότητα που της αναλογούν. Η στελέχωση, η χρηματοδότηση και η έλλειψη ουσιαστικής δικαστικής στήριξης την έχουν καταστήσει περισσότερο συμβολική παρά λειτουργική. Το γράμμα υπάρχει, αλλά το πνεύμα της διαφάνειας, δηλαδή η βούληση για κάθαρση στην πράξη, παραμένει ζητούμενο.
Η ίδια λογική εντοπίζεται και σε πολιτικές κοινωνικού χαρακτήρα, όπως η ισότητα φύλων ή η προσβασιμότητα των ατόμων με αναπηρία. Το κράτος υιοθετεί ευρωπαϊκά πρότυπα, συντάσσει σχέδια δράσης, εγκρίνει στρατηγικές. Όμως, χωρίς ουσιαστικούς πόρους, χωρίς εκπαίδευση των φορέων που τις εφαρμόζουν, χωρίς μηχανισμούς αξιολόγησης, το πνεύμα τους εξανεμίζεται. Οι πολιτικές μετατρέπονται σε τεχνικά έγγραφα, και γραφειοκρατικές διεργασίες και διαδικασίες, που υπάρχουν κυρίως για να επιδεικνύουν συμμόρφωση και εκτέλεση, όχι για να αλλάζουν πραγματικά την κοινωνική και την οικονομική πραγματικότητα.
Το φαινόμενο είναι συστημικό. Αντανακλά μια βαθύτερη κουλτούρα παραδοσιακής διακυβέρνησης και διοίκησης, όπου η πολιτική επιτυχία μετριέται από το αν «εξαγγέλθηκε και ανακοινώθηκε κάτι», όχι από το αν εφαρμόστηκε σωστά και αποτελεσματικά. Η διαφορά ανάμεσα στο γράμμα και στο πνεύμα των πολιτικών είναι, τελικά, η διαφορά ανάμεσα σε μια πολιτεία που λειτουργεί για να φαίνεται ενεργή, και σε μια πολιτεία που λειτουργεί για να παράγει αποτέλεσμα. Όσο η πρώτη επικρατεί, η απόσταση ανάμεσα στην εξαγγελία και στην πραγματικότητα θα διευρύνεται.
Η αποκατάσταση της ισορροπίας απαιτεί αξιόπιστη και αποτελεσματική διακυβέρνηση και διοίκηση, θεσμική συνέχεια, επαγγελματισμό, συναίνεση και διαφάνεια. Οι πολιτικές δεν μπορούν να εξαρτώνται από το επικοινωνιακό ένστικτο ή τη βραχύβια πολιτική συγκυρία. Πρέπει να δομούνται σε βάθος, με την κατάλληλη και αποτελεσματική στελέχωση του κυβερνητικού σχήματος, με μηχανισμούς ελέγχου, με αξιολόγηση από ανεξάρτητους φορείς και με ενεργό συμμετοχή της κοινωνίας των πολιτών. Μόνο τότε το γράμμα μιας πολιτικής μπορεί να παραμείνει πιστό στο πνεύμα της.
Συμπερασματικά, η πολιτική ωριμότητα μιας χώρας μετριέται όχι από τον αριθμό των εξαγγελιών και των θεωρητικών σχεδιασμών, αλλά από την ικανότητά της να μετατρέπει το πνεύμα τους σε απτό αποτέλεσμα. Η Κύπρος, περισσότερο από ποτέ, χρειάζεται αυτή τη μετάβαση, από τη διακήρυξη στην εφαρμογή, από την εξαγγελία στον αποτελεσματικό τρόπο υλοποίησης, από τη θεωρία στην πράξη, από το γράμμα στο πνεύμα. Γιατί εκεί, στη λεπτή εκείνη γραμμή που χωρίζει τη θεωρία από την πράξη, κρίνονται τελικά όχι μόνο οι πολιτικές, αλλά και η ίδια η εμπιστοσύνη των πολιτών προς το κράτος τους.






