Τον Αύγουστο του 2010, η Κίνα γνώρισε ένα οδικό φαινόμενο πρωτοφανές: το μεγαλύτερο μποτιλιάρισμα που έχει καταγραφεί ποτέ.
Το συμβάν σημειώθηκε στην Εθνική Οδό 110 (G110), γνωστή και ως Beijing–Tibet Expressway, και ξεκίνησε στις 14 Αυγούστου.
Το μποτιλιάρισμα εκτεινόταν σε περίπου 100 χιλιόμετρα και κράτησε 12 επίπονες ημέρες, από τις οποίες πολλοί οδηγοί έμειναν εγκλωβισμένοι για έως πέντε ολόκληρες ημέρες
Η ραγδαία αύξηση της κυκλοφορίας –περίπου 40% ετησίως– οδήγησε την οδό σε υπερφόρτωση κατά 60% άνω του σχεδιαζόμενου όγκου.
Ταυτόχρονα, αυξημένη παραγωγή και μεταφορά άνθρακα από την Εσωτερική Μογγολία προς το Πεκίνο επιβάρυνε ακόμη περισσότερο το δίκτυο: μόνο το 2009 μεταφέρθηκαν 602 εκατομμύρια τόνοι, και το 2010 αναμενόταν η ποσότητα να φτάσει τους 730 εκατομμύρια.
Στις 19 Αυγούστου ξεκίνησε συντήρηση στο οδόστρωμα, μειώνοντας την κυκλοφοριακή ικανότητα κατά 50%, ενώ μικροατυχήματα και βλάβες ενίσχυσαν τη συμφόρηση.
Οι οδηγοί βρέθηκαν σχεδόν παγωμένοι: σε ορισμένες περιπτώσεις, αυτοκίνητα κινούνταν μόλις 1 χιλιόμετρο ανά ημέρα.
Η κατάσταση εξελίχθηκε σε εμπειρία επιβίωσης στον ήλιο και την ακινησία καθώς κάποιοι έμειναν μέσα στα οχήματά τους για έως πέντε ημέρες.
Το μποτιλιάρισμα ανέδειξε μια μικρο-οικονομία: ντόπιοι πωλητές περνούσαν ανάμεσα στα σταματημένα οχήματα με ποδήλατα, πουλώντας νερό, στιγμιαία νουντλς και τσιγάρα, με τιμές έως και δέκα φορές πάνω από το κανονικό – π.χ., ένα μπουκάλι νερό κόστιζε 15 γουάν αντί για 1.
Οι αρχές αντέδρασαν, επιτρέποντας στα φορτηγά να εισέρχονται στο Πεκίνο κατά τη διάρκεια της νύχτας και ζητώντας από τις εταιρείες να αποφύγουν τη μεταφορά κατά τις ώρες αιχμής.
Μέχρι τις 26 Αυγούστου, το μποτιλιάρισμα είχε αρχίσει να υποχωρεί, χωρίς ωστόσο να υπάρχουν πλήρως εξηγήσιμα αίτια για τη διακοπή της συμφόρησης
Το «Μεγάλο Κινέζικο Μποτιλιάρισμα του 2010» στέκεται σήμερα ως υπενθύμιση συνεχιζόμενων προκλήσεων: η χώρα επενδύει στην ανάπτυξη δικτύων υψηλής ταχύτητας και στην επέκταση των συγκοινωνιών, αλλά η διαχείριση του φορτίου στο οδικό δίκτυο παραμένει κομβικό ζήτημα.