«Όταν ένας εκπαιδευτικός εισέρχεται σε μια παιδοογκολογική κλινική για να συνεχίσει τη διδασκαλία ενός παιδιού που νοσηλεύεται εκεί, δεν είναι απλώς ένας δάσκαλος. Γίνεται μέρος μιας ολόκληρης ομάδας που προσπαθεί να φέρει φως και σταθερότητα σε έναν κόσμο που γύρω του είναι τόσο αβέβαιος. Κάθε παιδί αντιμετωπίζει δυσκολίες και αναζητά κάτι σταθερό μέσα στη ρευστότητα της κατάστασής του. Χρειάζεται να χτιστεί μια σχέση εμπιστοσύνης, όχι μόνο να τηρηθεί το Αναλυτικό Πρόγραμμα. Πρέπει να υπάρχουν άνθρωποι με αληθινό πάθος για τη δουλειά τους. Θυμάμαι ένα παιδάκι που έκανε μάθημα με μια εκπαιδευτικό. Όταν εκείνη αναγκάστηκε να φύγει στο εξωτερικό, συνέχισαν τα μαθήματα διαδικτυακά. Αυτό το παιδί μιλούσε μόνο σε εκείνη τη δασκάλα. Στους υπόλοιπους από εμάς, για τέσσερα ολόκληρα χρόνια, χαμογελούσε μόνο. Δεν άνοιξε ποτέ το στόμα του… εκτός από εκείνη.»
Τα λόγια αυτά ανήκουν στη δρ Ελένη Παπαχριστοδούλου, παιδοογκολογική γιατρό στο Μακάρειο Νοσοκομείο, που μοιράστηκε τη συγκλονιστική εμπειρία της ενώπιον της κοινοβουλευτικής επιτροπής Παιδείας. Η συζήτηση επικεντρώθηκε στην ανάγκη για ένα οργανωμένο και θεσμοθετημένο πλαίσιο εκπαίδευσης για τα παιδιά που για λόγους υγείας απουσιάζουν από το σχολείο για μεγάλα χρονικά διαστήματα.
Όπως εξήγησε η δρ Παπαχριστοδούλου, ο εκπαιδευτικός που εισέρχεται σε μια παιδοογκολογική κλινική πρέπει να είναι μέρος της πολυθεματικής ομάδας, να συνεργάζεται με ψυχολόγους, γιατρούς, νοσηλευτές και όλο το προσωπικό. Ο ρόλος του δεν περιορίζεται στην εκπαιδευτική διαδικασία: αποτελεί ανακουφιστική φροντίδα, που αγκαλιάζει το θεραπευτικό, το ψυχολογικό, το πνευματικό και το εκπαιδευτικό κομμάτι της φροντίδας του παιδιού.
«Ο εκπαιδευτικός πρέπει να έχει γνώσεις ψυχολογίας, να μπορεί να διαχειριστεί το πένθος και τις δυσκολίες που θα αντιμετωπίσει στον παιδοογκολογικό θάλαμο», τόνισε. «Πρέπει να συνδεθεί με το παιδί, να κατανοεί ότι μπορεί να μην μπορεί να παρακολουθήσει μάθημα κάποια μέρα λόγω ναυτίας ή ζαλάδων, και να προσαρμόζεται με ευαισθησία. Ο ρόλος του είναι συμπληρωματικός: να προσφέρει σταθερότητα και εμπιστοσύνη, μέσα σε ένα περιβάλλον που αλλάζει συνεχώς.»
Η δρ Παπαχριστοδούλου τόνισε ακόμη ότι, στις περιπτώσεις παιδιών με καρκίνο, δεν έχει σημασία η πιστή τήρηση του αναλυτικού προγράμματος. Σημασία έχει να αναπτυχθεί μια σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ μαθητή και εκπαιδευτικού. «Χρειαζόμαστε ανθρώπους με πάθος, όχι απλώς εκπαιδευτικούς που θα έρχονται επειδή τους βολεύει. Πρέπει να είναι άτομα που τα παιδιά θα εμπιστευτούν», είπε.
Η γιατρός μοιράστηκε ένα συγκινητικό παράδειγμα: «Είχα παιδάκι που ξεκίνησε στο νοσοκομείο με μια εκπαιδευτικό, εκείνη έφυγε στη Γερμανία, και συνέχισαν τα μαθήματα διαδικτυακά. Τέσσερα χρόνια αυτό το παιδί δεν μιλούσε σε κανέναν άλλον από εμάς – μόνο στη δασκάλα του. Η δασκάλα κατάφερε να χτίσει την επικοινωνία και τη σταθερότητα που χρειαζόταν το παιδί.»
Η δρ Παπαχριστοδούλου υπογράμμισε ότι χρειάζεται θεσμοθέτηση του προγράμματος, σαφή κριτήρια για την επιλογή των εκπαιδευτικών και συνεργασία μεταξύ Υπουργείων Παιδείας και Υγείας. «Είναι πολύ διαφορετικό να χειρίζεσαι ένα παιδί που νοσηλεύεται λίγες μέρες σε παιδοχειρουργικό ή παιδιατρικό τμήμα, από ένα παιδί που μένει εβδομάδες ή μήνες στο παιδοογκολογικό», τόνισε.
Τα λόγια της συγκίνησαν βαθιά βουλευτές και προσκεκλημένους και άνοιξαν τον δρόμο για τη δημιουργία ενός σταθερού και οργανωμένου πλαισίου εκπαίδευσης, που θα εξασφαλίζει ότι κάθε παιδί θα έχει πρόσβαση στην εκπαίδευση, τη στήριξη και την εμπιστοσύνη που χρειάζεται, ακόμη και μέσα στη δύσκολη μάχη με την ασθένεια.