Το φαινόμενο της εμπορικής παρακμής που έχει πλέον παγιοποιηθεί και κανονικοποιηθεί στις κεντρικές αστικές περιοχές της Λευκωσίας, καθώς και των υπόλοιπων πόλεών μας συμπεριλαμβανομένης ακόμα και της ίδιας της Λεμεσού που παρουσιάζεται ως πρότυπο δυναμικής ανάπτυξης, έχει σχολιαστεί και αναλυθεί σε έκταση και από πολλούς. Επεξηγήθηκε, δε, ποικιλοτρόπως.
Για κάποιους φταίνε τα Mall, που όντως φταίνε αφού τα φτιάξαμε μέσα στα όρια των αστικών μας κέντρων αντί, π.χ. μεταξύ των αστικών κέντρων σε ένα τόσο μικρό μέρος όπως η Κύπρος. Για άλλους, φταίει η μετακίνηση του πληθυσμού στα προάστια και η μεγάλη διεύρυνση των οικιστικών ορίων τους, λόγω της νοοτροπίας μας για ιδιοκατοίκηση, που επίσης είναι σωστό. Για κάποιους άλλους, φταίει η νοοτροπία υψηλών ενοικίων των ιδιοκτητών των εμπορικών χώρων στο ευρύτερο κέντρο που δεν συμβαδίζει με την τρέχουσα οικονομική λογική. Φταίει, επίσης, η γκετοποίηση ολόκληρων γειτονιών των κέντρων λόγω των μεταναστών σε κτήρια και χώρους που δεν συντηρήθηκαν όπως έπρεπε όταν έπρεπε. Φταίει η δήθεν απουσία χώρων στάθμευσης, οι μονοδρομήσεις και τα άλλα παρεμφερή έργα που έγιναν μόνο και μόνο για να γίνουν και να ξοδευτούν χρήματα της ΕΕ, και να πουν οι εκάστοτε κυβερνώντες, σε κρατικό και τοπικό επίπεδο, ότι παρήγαγαν «έργο» αφού, και πάλι λόγω νοοτροπίας, νομίζουμε ότι έργα είναι μόνο όσα μπορούμε να δούμε και να «αγγίξουμε». Και κάπως έτσι καταλήγουμε και στο γιατί το μικρό και μεσαίο επιχειρείν διαρκώς υποβαθμίζεται και παραγκωνίζεται. Επειδή, οι περισσότερες πολιτικές που υποτίθεται θεσπίζονται και εφαρμόζονται για να στηρίξουν το μικροεπιχειρείν της λιανικής, ουσιαστικά στηρίζουν μόνο τις «υπεργολαβίες» κάθε είδους.
Από την ψηφιακή αναβάθμιση, μέχρι την προώθηση της επιχειρηματικότητας στις υποβαθμισμένες περιοχές πλησίον της προκεχωρημένης γραμμής άμυνάς μας (της «πράσινης γραμμής» για τους πολλούς), και από τη διατήρηση και αναστήλωση των διατηρητέων σε όλες τις πόλεις, η προσοχή και η σημασία που αποδίδουμε στο «κέλυφος» της επιχείρησης παρά στην ουσία του επιχειρείν είναι μονοσήμαντη και αδιέξοδη.
Μια επιχείρηση, ένα κατάστημα, μια βιοτεχνία, ένα εστιατόριο και οτιδήποτε αντίστοιχο με αυτά, δεν είναι μόνο τα «ντουβάρια», ούτε τα έπιπλα και ο εξοπλισμός. Και αυτά, δεν είναι παρά μόνο το πάγιο κόστος που απομειώνεται λογιστικά. Μια επιχείρηση είναι κυρίως η δράση και η χρηματοδότησή της. Είναι ο πελάτης της και ικανοποίηση μιας ανάγκης του, το κεφάλαιο κίνησης, η πώληση, η αγορά, ο τζίρος, ο άνθρωπός της. Και σε αυτά, τα πλέον σημαντικά, που έχουν και τον πραγματικό πολλαπλασιαστή προστιθέμενης αξίας για τον ίδιο τον επιχειρηματία, την κοινότητα και την εθνική οικονομία, δεν κάνουμε σχεδόν τίποτα για να τα ενισχύσουμε και η μελλούμενη φορολογική μεταρρύθμιση μπορεί να μην αρκέσει για να εξισορροπήσει την απουσία όλων αυτών.
Ακόμα και εκείνα τα κρατικά προγράμματα στήριξης του επιχειρείν, είτε λέγονται ανάπτυξης ανθρώπινου δυναμικού είτε εκπαίδευσης σε νέα σύγχρονα πρότυπα και μεθόδους διοίκησης και διαχείρισης, στερούνται συνάφειας, πολλές φορές, με την πραγματικότητα. Τις πλείστες, δε, φορές υπάρχουν μάλλον για να συντηρούν και να «επιχορηγούν» τους συμβούλους, αντί τους επιχειρηματίες, ως άλλο ένας «είδος» υπεργολάβων.
Αυτή, λοιπόν, η πραγματικότητα, την οποία γνωρίζουν καλά όσοι ασχολήθηκαν με το μικρομεσαίο επιχειρείν και τις νεοφυείς δράσεις, δείχνει τις τράπεζες να είναι αδιάφορες για τη μικρομεσαία επιχείρηση, είτε υψηλής, είτε μη, τεχνολογίας, δείχνει τις δημοτικές Αρχές να τυρβάζουν περί άλλων φοβούμενες και ανίκανες να προβούν σε πρωτοβουλίες απάμβλυνσης του λειτουργικού κόστους μέσω εκπτώσεων σε μια σειρά χρεώσεων που επιβάλλουν, και, τέλος, δείχνει την ΑΗΚ να αδιαφορεί για το πώς μια στρατιά μικρών και μεσαίων επιχειρηματιών (στην πραγματικότητα πολύ μικρών) μπορεί να αντέξει να πληρώνει τους σημερινούς λογαριασμούς ηλεκτρισμού. Μαζί, ασφαλώς, με όλα τα υπόλοιπα, όπως πληθωρισμός στο κόστος πρώτων υλών, ΓεΣΥ, διοικητικές υποχρεώσεις, κοκ, που αποδυναμώνουν και το ίδιο το καταναλωτικό κοινό που είναι η πελατεία τους, και που πλέον ψωνίζει «εύκολα και φτηνά» σχεδόν αποκλειστικά «από την Κίνα» ή τρώει και πίνει στα «φτηνά» των πλατφορμών ντελίβερι και φαστ φουτ, γιατί μέχρι εκεί του επιτρέπει η τσέπη του!
Σε αυτό το εξαιρετικά δυσάρεστο περιβάλλον δραστηριοποίησης, πολλές μικρές επιχειρήσεις των αστικών μας κέντρων συνεχίζουν να προσπαθούν να επιβιώσουν και να αναζητήσουν συνεργασίες και συγχωνεύσεις που θα τους επιτρέψουν να το πετύχουν. Και όλα αυτά γίνονται με ίδιαν προσπάθεια και κόπο. Και όπως συμβαίνει και με τις υπόλοιπες κατηγορίες λιγότερα προνομιούχων τάξεων, που μέσα σε αυτές ανήκει πλέον και η μεσαία τάξη, έτσι και με τους περισσότερους σημερινούς μικροεπιχειρηματίες, που δεν «αυτοδημιουργήθηκαν» τις δεκαετίες του προστατευτισμού του '70 και του '80, η περαιτέρω περιθωριοποίησή τους μόνο δεινά θα φέρει στον τόπο σε κοινωνικό επίπεδο, με ό,τι σημαίνει αυτό σε οικονομικό και πολιτικό επίπεδο.