Δεν θα ήταν υπερβολή εάν λέγαμε πως η φωτογραφία του χωριού Μουτουλλάς, στην οποία απεικονίζεται η κεντρική εκκλησία της κοινότητας της Μαραθάσας, αφιερωμένη στην Αγία Παρασκευή, αποτελεί σύμβολο του ορεινού τουρισμού της Κύπρου. Δεν είναι μόνο η γραφικότητα του τοπίου που την έχει καταστήσει τέτοια. Εικάζουμε πως συνέβαλε και η αγάπη του ποιητή μας Κώστα Μόντη για το χωριό, ο οποίος παραθέριζε σ’ αυτό για πολλά χρόνια από τη δεκαετία του ’40 μέχρι και το ’60, και που λόγω της θέσης που κατείχε ως διευθυντής Τουρισμού από την ανακήρυξη της Δημοκρατίας έως το 1976, προώθησε ως τουριστική ατραξιόν των κοινοτήτων του Τροόδους αυτή την εικόνα του Μουτουλλά με επίκεντρο την εκκλησιά.
Πέρα από τους συνειρμούς που δημιουργεί η φωτογραφία, η Αγία Παρασκευή κρύβει και μια μεγάλη ιστορία άγνωστη στους περισσότερους. Ακόμη και στις νεότερες γενιές Μουτουλιωτών. Είναι η ιστορία της κακοτράχαλης ζωής των ορεσίβιων κατοίκων των χωριών του Τροόδους αρχές του 20ου αιώνα, την οποία μεταφέρουν στον «Π» μέσα από τις μνήμες τους δυο γηραιές γυναίκες του Μουτουλλά: η Ανδρονίκη Ευγενίου και η Αφρούλλα Χριστοδούλου. Η πρώτη 92 ετών και η δεύτερη 90.
Λέξεις ξεχασμένες
Ο λόγος τους είναι απλός και αφτιασίδοτος, πολλές απ’ τις λέξεις που περιγράφουν τα λεγόμενά τους άγνωστες σε μας, προφανώς πια μόνο στο κυπριακό λεξικό του Γιαγκουλλή θα τις βρεις καταγραμμένες, κι όχι όλες, λέξεις σβησμένες απ’ το σύγχρονο λεξιλόγιο των νεοκυπρίων, γιατί προφανώς εξηγούν πράξεις, γεγονότα και καταστάσεις που δεν υπάρχουν πια. Αυτή τη λαϊκή και αυθεντική Κύπρος του ’30, του ’40 και του ’50 που την έζησαν ώς το μεδούλι τους τις πρώτες τρεις δεκαετίες της ζωής τους, ανακαλούν στη μνήμη τους οι δύο αγέρωχες βουνίσιες φιγούρες που κάθονται απέναντί μου.
Ρολόι η... οπλειά
Πρώτη παίρνει τον λόγο η Ανδρονίκη, γεννηθείσα το 1928. Κόρη του Γιαννή και της Ιουλιανής. Οι γονείς της ήταν περβολάρηδες και καμιά φορά είχαν πάγκο σε πανηγύρια όπου πουλούσαν τον σουτζιούκο που έφτιαχναν απ’ τον χυμό των δικών τους αμπελιών. Σχολείο πήγε μέχρι την τρίτη του δημοτικού η Ανδρονίκη. Η φτώχεια, όπως μας λέει, υποχρέωνε τους χωρικούς να βγάζουν τα παιδιά απ’ το σχολείο για να’ χουν κι άλλα χέρια βοηθείας στις δουλειές του νοικοκυριού.
«Είχαμεν ομπρίττερα (σ.σ. πριν παντρευτεί) ένα σπίτι δίχωρο που εμεινίσκαμεν ούλλοι τζειμέσα. Εγιώ, η αδελφή μου η Μαρούλλα τζαι οι γονείς μας. Εμείς επέφταμε μαζί με την αδελφή μου, μες σε μια καρκολούδα. Ελάλεν μας η μάνα μας, να σηκώνεται η μια την μιαν ημέρα, η άλλη την άλλη, να αφταίνουμε το λαμπρό. Εξυπνούσαμε πριν να φέξει ο ήλιος. Εσήκωννε μας νύχτα. Πριν πάμε στο περβόλι, ετρώαμε τη σούπα που μας έκαμνε η μάνα μας: Τραχανά, φατζιή, ρύζι, πουρκούρι. Ό,τι είχαμε. Τζαι άμαν εθώρεν τη θέση της οπλειάς (σ.σ. την Πούλια) ήξερε πως ήταν ώρα να φύουμε για το περβόλι. Με ρολόγια είχαμε, με τίποτε. Εφέφκαμε πρωί ώς τη νύχτα. Αν είσιε τζαι νερά, ετρυπώναμε μες την καλύφη (σ.σ. καλύβα) να σταθούν τα νερά να κάμουμε δουλειά. Γάαρον εν είχαμε στους γονιούς μας. Ύστερα που ήρτα δαπέρα (σ.σ. στην άλλη μεριά του χωριού, στο σπίτι του ανδρός της) αγκονίστηκα (σ.σ. απόκτησα) έναν. Στα περβόλια εξορτσιάζαμε (σ.σ. εκχερσώνω, μεταβάλλω χέρσα γη σε καλλιεργήσιμη) για να δημιουργήσουμε περβόλια τζαι αμπέλια. Η δουλειά μας ήταν τζιείνη κάθε μέρα. Είχαμε περβόλια πολλά. Τζιαμαί στον Κατσιούμπουρο (σ.σ. τοπωνύμιο), είχαμε ανάμιση σκάλα περβόλι, με τη λιμνούδα μέσα, ακκαλιέργητο, τζαι πηαίναμε κάθε χρόνο τζαι κάμναμε μια λούρα (σ.σ. λωρίδα εδάφους). Εβάλλαμε πατάτες, κουτσιά, λουφκιά, δεν εγοράζαμεν τίποτε. Δεντρά το περίτου ήταν κεραζιές που είχαμεν που ήμουν στον τζύρη μου. Είχαμε ροδάτζινα πολλά, τζυδώνια, μήλα τα κοντονούρικα. Είχαμε μια μηλιά στην Ανεφανή (σ.σ. τοπωνύμιο), που εσύναεν πολλά ποτούντα κοντονούρικα. Ύστερα εβάλλαμε σταφύλια. Μαύρα, άσπρα, ποούλλα. Με το σταφύλι εκάμναμεν σουτζιούκκο, έψιμα, κρασί τζαι ζιβανία. Επουλούσαμε τον σουτζιούκκο. Εγόραζεν ο κόσμος. Ομπρίττερα που ήμουν στην μάνα μου επηαίναμε στα παναϊρκα. Τζαι επαίρναμεν τα. Επήαινα τζαι εγώ έτσι μιτσιά μητά της θυμούμαι, στον Τζύκκο, στου Μόρφου… Επηαίναμε με το λεωφορείο που πήαινε τζαι έπαιρνε τζαι άλλα πλάσματα».
Λαρδί και κοκαλάκια
Η Ανδρονίκη μας μεταφέρει εικόνες απ’ τη δεκαετία του ’30 και του ’40. Μέχρι και το 1947 που παντρεύτηκε τον Ανδρέα, με τον οποίο έζησε μόνο επτά χρόνια. Τον έχασε νωρίς, το 1956, σε ένα διπλό θανατηφόρο δυστύχημα στο δάσος των Γερακιών.
«Τζιέξω (σ.σ. εκεί) στη μάνα μου κάθε χρόνο αναγιώνναμεν έναν σιήρο. Εσφάζαμεν τον σαν τωρά τα Χριστούγεννα. Ούλλη νύχτα εκαθούμασταν να λύσουμεν τες μίλλες. Ελιούσαμεν το λαρδί τζαι εγεμώνναμεν τες μαϊρισσες με τα κοκκαλούθκια που ετηανίζαμεν για να τρώμε ούλλον τον σιημόνα. Εν ποτζείνα που εμαϊκρεύκαμεν»…
Ψυγεία βεβαίως και δεν υπήρχαν τότε. Ούτε ηλεκτρισμός. Πολλά χωριά της Κύπρου απέκτησαν ρεύμα μετά το ’60, ενώ η υδροδότηση των σπιτιών ήρθε αργότερα. Γι’ αυτό έβρισκαν τρόπους να διατηρούν το κρέας και τα προϊόντα που παρασκεύαζαν, είτε στο λάδι, είτε στην άλμη, είτε με ωρίμανση. Το ψυχρό κλίμα των ορεινών βοηθούσε στη διατήρησή τους.
«Με το κρέας εκάμναμεν λουκάνικα. Εκάμναμε λούτζες, σιοιρομέρκα, μπέικα, ποούλλα εκάμναμεν. Το μπέικον ήταν τζαι σαρζιερόν, εν ήταν ούλλο λαρδί, τζαι αρτίζαν το τζαι εβάλλαν το μες στο κρασί για ορισμένες μέρες. Μετά εκρεμμάζαν τα τζαι εβάλλαμεν τα δίπλα που την τσιμινιά που εξυκάπνιζεν, και εκαπνίζαμε τα. Ύστερα που εξαιρέναν εβάλλαμεν τα μες στο καλάθι. Τζαι τη λούτζα έτσι. Δεν επουλούσαμεν. Εκάμναμεν τα ούλλα για το σπίτι. Επηαίναμεν στο περβόλι κάθε μέρα. Είντα που ήταν να πάρουμε μαζί μας για να φάμε; Επαίρναμεν ποτούτα ούλλα, αφταίναμεν λαμπρό τζαι εκατσουρίζαμεν τα (σ.σ. σιγοψήνω) τζαι ετρώαμεν. Εμένα τζείνη η ζωή άρεσκεν μου. Τον σιημώναν επηαίναμε στα περβόλια να τα σάσουμε. Να τσαππίσουμε, να ξορτζιάσουμε. Εκουβαλούσαμε τις πέτρες (σ.σ. του ποταμού), σαν τζειπάνω στον Άη Κωνστάντινο (σ.σ. τοπωνύμιο), πολύν τόπο, για να κάμουμε δόμες (σ.σ. ξερολιθιές). Το καλοκαίρι πηγαίναμε στον ποτό τζαι εσυνάαμεν τα φρούτα»...
Της φόρεσαν τα μαύρα
«Ο άντρας μου, ο Ανδρέας του Σωκράτη του Εφκενίου, ήταν καλός για τζείνον. Ο Σωκράτης μου ήταν Δευτέρα τάξη του δημοτικού τζαι ο μιτσής μου, ο Σωτήρης θκιόμισι χρονών, όταν μου εφέραν το χαπάριν. Ήταν τέσσερις μες στο αυτοκίνητο. Οι θκυο επεθάναν. Επήαν να φέρουν κουτούτζια τζαι ετζύλισε το αυτοκίνητο τζαι σκοτώθηκε. Εγιώ επαντρεύτηκα το 1947 τζαι έζησα οκτώ χρόνια με τον άντρα μου. Το δυστύχημα εγίνηκε τζει πον οι Γερατζιές. Ποτζιεί ποδά εψουψουρούσαν, εν μου το λαλούσαν, ώστε τζαι εφέραν τζαι εφορίσαν μου την κουρούκλα τζαι κλατσούνια εκατάλαβα τότες ότι επέθανε».
Πώς κτίστηκε ο ναός στη φωτογραφία σύμβολο του ορεινού τουρισμού της Κύπρου
Πέτρα – πέτρα με τον ιδρώτα των χωρικών
Το κουβάλημα της πέτρας που θυμάται η Ανδρονίκη και τα κόκαλά της, τα παιδικά, κοριτσίστικα κόκαλά που πονάνε ακόμα τόσες δεκαετίες μετά, μας πάει στην ιστορία της ανέγερσης της εκκλησίας της Αγίας Παρασκευής. Που κι αυτή κτίστηκε πέτρα την πέτρα με τον ιδρώτα και τους κόπους των γυναικών, των ανδρών και αμούστακων παιδιών. Μεταξύ αυτών και ο ξάδελφος της Αφρούλας, ηγούμενος της Μονής Τροοδιτίσσης Αθανάσιος, 13 χρονών παιδί τότε (πρέπει να ήταν γύρω στο 1936), ο οποίος δούλεψε στο εργοτάξιο.
Η Αφρούλα γεννήθηκε το 1930 σε μια εποχή που οι κάτοικοι του Μουτουλλά πλησίαζαν τους 700. Οι γονείς της, Χριστόδουλος και Ρεβέκκα, έφεραν στον κόσμο δέκα παιδιά, αλλά τα δύο πέθαναν στη βρεφική τους ηλικία. Πέρασε κι αυτή την πίκρα να χάσει νωρίς τον άντρα της, τον Πελοπίδα, που σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα το 1983.

Από αριστερά η Αφρούλα και δεξιά η Ανδρονίκη, οι οποίες μοιράστηκαν μαζί μας τις αναμνήσεις τους από τα νεανικά τους χρόνια.
Ο πρωταρχηγός
Όπως μας λέει, ο παλιός μονόκλιτος ναός στο κέντρο του χωριού, αφιερωμένος στην Αγία Παρασκευή, δεν χωρούσε πια τον κόσμο. Ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα, σύμφωνα με τις μαρτυρίες που υπάρχουν στο δίτομο βιβλίο του Φειδία Κουντούρη «Μουτουλλάς, ρίζες και βιώματα», είχε γίνει επέκταση του ναού, αλλά και πάλι ήταν πολύ μικρός για να χωρέσει όλους τους χωριανούς.
«Η παλιά εκκλησία ήταν πολύ μικρή κόρη μου, δεν εχώρεν τον κόσμο», αφηγείται η Αφρούλα. «Τζαι εχαλάσαν την για να κτίσουν μια πιο μεγάλη. Ο κόσμος εδιχάστηκε τότε διότι ήταν πολλά τα έξοδα. Ο παππούς μου ο Ευδόκιμος ο μακαρίτης, που ήταν ψάλτης και πολύ προοδευτικός, ήταν ο πρωταρχηγός για τούτες τις υποθέσεις, τζαι ήθελε να την χαλάσουν γιατί λαλεί τους ο κόσμος μεινίσκει έξω. Δεν είχε μεγάφωνα την τότε εποχή. Πρέπει να τη μεγαλώσουμε, τζαι σιγά-σιγά θα βρεθούν τα λεφτά να κτίσουμε καινούργια. Και πράγματι ο κόσμος έκαμε δωρεές πολλές. Εγώ θυμάμαι που έβγαζαν τα θεμέλια τούτης της εκκλησίας». Πρέπει να ήταν αρχές με μέσα του ‘30. Γιατί ούτε η Αφρούλλα ούτε η Ανδρονίκη θυμούνται την παλιά εκκλησία. Οι μνήμες τους, απ’ τα τέσσερα, πέντε τους χρόνια και μετά είναι από την ανέγερση του μεγαλύτερου ναού.
Γυναίκες φορτωμένες πέτρες
«Θυμούμαι όμως τις γεναίτζιες φορτωμένες πέτρες που εφκαίναν πας στες σκάλες, τζαι εφκάλλαν τις πέτρες τζειπάνω. Τότες δεν είχε μηχανήματα κόρη μου. Εδίνναν τες πέτρες πας στην πλάτη τους με σιηνίν, κρατούσαν με τα χέρια τους τις σκάλες τζαι εξεβαίναν να πάρουν μιαν-μιαν πέτρα τζειπάνω. Η θκεια σου η Φανίνα ήταν μια που τζείνες. Τζαι η Αθηνά του Πομεινώνδα, ήταν γεροδεμένα πλάσματα».
Η Ανδρονίκη συμπληρώνει: «Τη μεγαλύττερη πέτρα έφκαλλεν την η Πολυξένη. Έτσι άκουσα»...
Εμπόριο με καμήλες
Αφρούλα: «Εφέρναν τες πέτρες που τα δάση. Για παράδειγμα, από το Μέγα Λαόνι (σ.σ. τοπωνύμιο) εσύρναν πέτρες τζει κάτω στον ποταμό. Αδρώποι με τα λιβέρκα (σ.σ. λοστός) και διάφορα άλλα εργαλεία. Εσπάζαν τες μικρές -μικρές τζαι είχαν άλογα τζαι εφορτώναν τες. Ο εργολάβος που ανέλαβε να κτίσει την εκκλησία, έφερε μαζί του τζαι άλογα. Αππάρους καλά ζωηρούς. Μπορεί να ήταν μούλες, δεν ξέρω. Αθυμμούμαι τους που επερνούσαν που δαμαί, που έξω που το σπίτι μου. Δεν ήταν δρόμος σαν σήμερα. Ήταν δρόμος για να περνούν τα ζώα. Υπήρχαν και καμήλες. Οι καμήλες κουβαλούσαν πολλά πράγματα. Κεράσια προς τα κάτω και πάνω, εφέρναν μας άχυρα για τα ζώα, έφερναν διάφορες παραγγελίες που έθελεν ο κόσμος. Οι καμήλες ήταν η κινητήριος δύναμη. Ήταν ζώα ζωηρά που εφέρναν και επαίρναν βαρύ φορτίο. Η αμαξοστοιχία ερχόταν μέχρι το Ξερό και τη Λεύκα και απ’ εκεί και πάνω έρχονταν με τα ζώα οι πραμάθκιες που παράγγελλεν ο κόσμος. Τούτα ούλλα τον τζαιρόν που εκτίζετουν η εκκλησία μιλούμε. Τη δεκαετία του ’30 τζαι πιο μετά στο '40».

Η Ανδρονίκη στον γάμο του γιου της Σωκράτη αρχές της δεκαετίας του ’70

Ανδρονίκη (δεύτερη από δεξιά) με τον σύζυγό της Ανδρέα (στο κέντρο) και το ένα από τα δυο τους παιδιά
Η πρώτη λειτουργία
Παιδί ακόμα, αλλά η Αφρούλα θυμάται καλά την πρώτη λειτουργία. «Ήταν Λαμπρά. Δεν ήταν τελειωμένη ακόμη. Το κτήριο ήταν τελειωμένο, αλλά μέσα δεν είχε έπιπλα. Δεν υπήρχε ιερό για να λειτουργήσει ο ιερέας. Και είπασιν να πιάσουν πέφτζια (σ.σ. χαλιά) παφίτικα, που τα εφέρναν τούτοι που επηαίναν τζαι επουλούσαν σκάφες στην Πάφο (σ.σ. οι σκάφες ήταν παραδοσιακό επάγγελμα στο χωριό), τζαι εκάμαν διαχωριστικά τζαι κόψασιν το ιερό με υφάσματα. Εβάλασιν τζαι ένα σεντόνι πας στο σύρμα και άνοιγαν το σεντόνι και έμπαινε ο ιερέας μες στο ιερό. Εβάλαν τζαι ένα τραπέζι τζαι εκάμαν την Αγία Τράπεζα. Τζαι θυμούμαι που ήταν την Αγία Εβδομάδα τζαι έψαλλεν ο μακαρίτης ο παππούς μου, τζαι επειδή ήταν άνθρωπος που έκαμνε τότε περβόλια στον Άη Κωνστάντινο, ήταν και λίγο ηλικιωμένος, τζαι πήεν η μακαρισμένη η γιαγιά μου τζει πάνω στον καφενέ και τους λέει, ‘ρε παιθκιά, φέρτε μια καρέκλα τζείνου του γέρου που στέκει ούλλη μέρα τζαι εν κοπιασμένος που εννά κάθεται να ξεκουράζεται και του πήραν’».

Ταξιδιωτικό του National Geographic στην Κύπρο. Φωτογραφία του Μουτουλλά του 1928. Κάπως έτσι ήταν οι χωρικοί και η κοινότητα την εποχή που μιλάμε.
Ψυσιή τζαι χρήμα
Σχολιάζοντας η Αφρούλα τον ζήλο των χωρικών για να κτίσουν την εκκλησία του χωριού τους, μας λέει: «Ήταν αγαπημένοι κόρη μου. Είσιεν τζαι τους κλέφτες, τα ραδιουργήματα πάντα υπάρχουν, αλλά σχετικά ο κόσμος ήταν αγαπημένος. Εβοήθαν ο ένας τον άλλον πολλά. Τζαι έτσι βοήθησαν πολύ σε χρήματα και με την ψυσιήν των ανθρώπων που κτίστηκε η πέτρα που βλέπουμε της εκκλησίας. Είσιεν γεναίτζες, κόρη μου, που εκουβαλούσαν το τσιακκίλι που τζειπάνω στην στράτα τζαι εφέρναν το μες στα κοφίνια. Ο παππούς σου ο Μιχαήλης ήταν δημμένος πας τζείνον τον σταυρό που θωρείς με το χοντρό σιηνίν τζαι έκτιζε τζαι έβαλλε τζείνα τα τζεραμίθκια γυρώ γυρώ. Ήταν δημμένος τζει πάνω τζαι έκτιζε τζαι εγύριζεν γυρώ γυρώ του κουππέ, εθώρουν τον που δαμαί εγιώνι. Ήταν ούλλοι. Αν δεν ήταν ούλλοι αγαπημένοι, εν εκτίζετουν ποττέ η εκκλησιά, γιατί ήταν φτωχός ο κόσμος».
Υπήρχε όμως και εκμετάλλευση: «Ο θείος μου ο Αθανάσιος, που εν τωρά ο γέροντας της Τροοδίτισσας, 97 χρονών, αδελφός του πατέρα μου, ήταν 13 χρονών που την εκτίζαν την εκκλησία. Που εφκαίειν που το δημοτικό, επήεν τζαι είπε του εργολάβου να δουλέψει. Να φορτώνει το ζώο τζαι να φέρνει το τσιακκίλι. Ήταν κοπελλούιν τζαι εσυμφώνησε μισό σελίνι την ημέρα. Τελικά έδωκεν του τρία γρόσια. Εν του έδωκε το μισό σελίνι που εσυμφωνίσασιν».
«Μισό σελίνι για να κουβαλείς τσιακκίλι ούλλη μέρα μες στα κοφίνια. Ήταν φτώσεια πολλή», μονολογεί η Ανδρονίκη.
«Λλία έπιανες, αμμά λλία εξόδευες», σκέφτεται δυνατά η Αφρούλλα…

Σε νεότερη ηλικία μαζί με το εγγονάκι της και την κόρη της Ειρήνη η οποία έφυγε από τη ζωή.

Η Αφρούλα το 1948 μαζί με την Μαρούλα Κωνσταντίνου

Card postal που απεικονίζει τον Μουτουλλά πριν την κατεδάφιση της παλιάς εκκλησίας και την ανέγερση της νέας
Οι αδρώποι ήταν ζωηροί, όχι νάνοι σαν σήμερα
Της Αφρούλας ο πατέρας ήταν επιστάτης στο μεταλλείο Αμιάντου. Η δουλειά του σταματούσε τρεις μήνες τον χειμώνα που ήταν παγωνιά και το μεταλλείο υπολειτουργούσε, και τον καιρό εκείνο καλλιεργούσε τη γη και έφτιαχνε κτήματα. «Η μάνα μου έσαζε τζαι λλίον τα περβόλια ότι εμπόρηεν, διότι ήταν πολλά τα μωρά της. Εγώ θα ήμουν τρισευτιχισμένη αν επήαινα έστω λλία χρόνια σχολείο. Έναν χρόνο επήα. Διότι ο πατέρας μου έλειπε, η μάνα μου ήταν με τα μωρά, ήταν πολλά ταλαιπωρημένη, έθελεν βοήθεια. Ο πατέρας μου έρκετουν μια φορά την εβδομάδα από τον Αμίαντο, περπατητος. Εκατέβαινε που τα βουνά τζαι έρκετουν περπατητός. Ήταν αθρώποι τότες, άντρες, εν εθέλαν μισή ημέρα να έρτουν. Έννεν σαν τους νάνους σήμερα. Τους αδύνατους. Επαρπατούσαν μες στα σιόνια, μες στες βροσιές, τζαι ήταν τζαι όμορφοι τζαι ήταν τζαι ζωηροί. Γιατί; Γιατί εδουλέφκαν μες στα βουνά. Τζαι ύστερα πολλές φορές τζαι ο Πελοπίδας ο άντρας μου επήεν πολλές φορές στον Αμίαντο περπατητός. Εμένα, μετά που εν επήα σχολείο, εστείλαμε με 13 χρονών ράψιμο. Τζαι τζιαμαί άρχισα να μαθαίνω γράμματα μόνη μου. Να θκιαβάζω, να γράφω, διότι το ράψιμο θέλει τζαι αριθμητική. Ήμουν όμως τζαι καλή τριειτίνα (σ.σ. τρυγούσε) εγιώ, εμέζευκα τα φρούτα πολλά. Τρυγούσα τα δέντρα. Ώς τώρα. Εν η ζωή δαπάνω έτσι. Στο ράψιμο εδούλευκα τόσα χρόνια. Σήμερα τα ντυσίματα είναι πώς να ξεγυμνώνεται ο κόσμος. Εμείς τότε κάμναμε πώς να ομορφίζουμε το σώμα, τούτη ήταν η τέχνη μας. Κοιτάζαμε τα φιγουρίνια, το σώμα του άλλου, να το φορεί τζαι να έν' ωραίο πάνω του. Έκαμνα πολλές ωραίες μόδες. Για υφάσματα τότε, δεν πηγαίναμε στις πόλεις. Ύστερα επηγαίναμε στου Μόρφου. Εγοράζαμεν που τα παναΰρκα που είσιεν Αρμένηδες πολλούς που επουλούσαν. Και στον Μουτουλλά στις 6 Αυγούστου που ήταν του Σωτήρος εγίνετουν πολλά μεγάλη πανήγυρις. Είχε ό,τι έθελες. Το πρωί γινόταν λειτουργία και στην αυλή της εκκλησίας είχε πολλά είδη φαγώσιμα. Το δείλις έρκουνταν δαμέσα στη βρύση, τζαι ποτζιεί χαμαί επήαινε μέχρι απέναντι που εν της Ελένης του Όμηρου, ήταν ούλλον πλάσματα τζαι είχασιν κρεμμάμενα ό,τι έθελες: Πιάτα, πιρούνια, υφάσματα. Τζαι εγοράζαμεν ποούλλα»…