Χρόνιες διαρθρωτικές αδυναμίες, επίμονα υψηλός πληθωρισμός, δημοσιονομικές πιέσεις και τα ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα του διακοινοτικού εμπορίου διαμορφώνουν ένα σύνθετο τοπίο για την οικονομία των κατεχομένων.
Μελέτη της Παγκόσμιας Τράπεζας, στο πλαίσιο του προγράμματος «Supporting Economic Convergence and Integration in Cyprus», προσφέρει μια σφαιρική ματιά για την κατάσταση της τουρκοκυπριακής οικονομίας και φωτίζει σημεία που είναι άγνωστα στην ελληνοκυπριακή κοινότητα, όπως:
α) ο ιδιαίτερα υψηλός ρυθμός ανάπτυξης των κατεχομένων, με το ΑΕΠ με βάση τους υπολογισμούς της Παγκόσμιας Τράπεζας να εκτιμάται σε 7,3 δισ. ευρώ το 2024
β) ο μεγάλος αριθμός ξένων εργαζομένων (το ποσοστό των Τουρκοκύπριων εργαζομένων, στο σύνολο των εγγεγραμμένων εργαζομένων, έχει υποχωρήσει κάτω από το 50%) και,
γ) τα κοινά σημεία με την οικονομία της Κυπριακής Δημοκρατίας. Υπηρεσίες (και χρηματοοικονομικές), εκπαίδευση, τουρισμός αποτελούν τομείς στους οποίους στηρίζεται ο ιδιωτικός τομέας στα κατεχόμενα.
Ένας τρίτος παρατηρητής, χωρίς γνώση του Κυπριακού προβλήματος, διαβάζοντας την έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας, που έχει τίτλο «Η τουρκοκυπριακή οικονομία πέρα από τα στεγανά: Προώθηση της οικονομικής ολοκλήρωσης», διαπιστώνει ότι η οικονομία των κατεχόμενων έχει δυναμική την οποία δεν μπορεί να αξιοποιήσει με αποτέλεσμα την υψηλή εξάρτηση από την Τουρκία, τόσο στο εμπόριο, όσο και στη χρηματοδότηση ιδιωτικού και δημόσιου τομέα.
Τα στοιχεία που παρατίθενται στην έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας δείχνουν ότι από οικονομικής άποψης οι Τουρκοκύπριοι έχουν κάθε λόγο να επιδιώκουν τη λύση του Κυπριακού και την επανένωση της χώρας.
Στην παρούσα κατάσταση, της μη λύσης, η αποτυχία ανάπτυξης του δικοινοτικού εμπορίου αυξάνει την εξάρτηση των Τουρκοκυπρίων από την Τουρκία. Το εμπόριο μέσω της Πράσινης Γραμμής δεν αποτελεί μια αξιόπιστη εναλλακτική.
Η εξάρτηση από την Τουρκία συνυπάρχει με την έλλειψη εμπιστοσύνης προς αυτή. Η εμπιστοσύνη στην τουρκική λίρα είναι χαμηλή και όποιος μπορεί δανείζεται σε ξένο νόμισμα. Το 68% των δανείων και το 74% των καταθέσεων είναι σε ξένο νόμισμα.
Ισχυρή ανάπτυξη με ρήγματα
Το 2024, η τουρκοκυπριακή οικονομία σημείωσε πραγματική αύξηση του ΑΕΠ κατά 6,4%, από τις υψηλότερες επιδόσεις στην περιοχή. Η ανάπτυξη αυτή βασίστηκε κυρίως στην εγχώρια κατανάλωση, η οποία ενισχύθηκε από αυξήσεις μισθών τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα, ως απάντηση στην ακρίβεια και το αυξανόμενο κόστος ζωής. Ο θεσμός της ΑΤΑ στα κατεχόμενα και στον δημόσιο τομέα. Στον δημόσιο τομέα έχουν δοθεί σωρευτικές αυξήσεις 243%, χρήμα το οποίο συντηρεί την κατανάλωση.
Ωστόσο, η θετική αυτή εικόνα σκιάζεται από τον επίμονο πληθωρισμό και τη συνεχή υποτίμηση της τουρκικής λίρας, που διαβρώνει την αγοραστική δύναμη και περιορίζει το πραγματικό όφελος από τις μισθολογικές αυξήσεις.
Η συμβολή των εξαγωγών αγαθών ήταν αρνητική, καθώς οι πωλήσεις προς την Τουρκία -τον βασικό εμπορικό εταίρο της τουρκοκυπριακής κοινότητας- μειώθηκαν κατά 13,2%. Οι υπηρεσίες (τουρισμός, ανώτατη εκπαίδευση, χρηματοοικονομικά) διατήρησαν τον ρόλο τους ως βασικός μοχλός ανάπτυξης, αν και εμφανίζουν σημάδια επιβράδυνσης λόγω μείωσης των αφίξεων τουριστών και ξένων φοιτητών.
Ο πληθωρισμός ως διαρκής πληγή
Ο πληθωρισμός παραμένει η μεγαλύτερη πρόκληση. Παρά τη σχετική αποκλιμάκωση από το 83,6% στο τέλος του 2023 στο 53,3% τον Δεκέμβριο του 2024, οι τιμές εξακολουθούν να αυξάνονται με ρυθμούς πολύ υψηλότερους από τον μέσο όρο της ΕΕ και της ευρύτερης περιοχής. Σύμφωνα με όσα αναφέροντα στην έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας, η εξάρτηση από την τουρκική λίρα καθιστούν την τουρκοκυπριακή οικονομία ιδιαίτερα ευάλωτη στις αποφάσεις της Κεντρικής Τράπεζας της Τουρκίας, η οποία διατηρεί αυστηρή νομισματική πολιτική για να τιθασεύσει τον πληθωρισμό, αλλά με περιορισμένη αποτελεσματικότητα για τις ανάγκες της τουρκοκυπριακής κοινότητας.
Ο πληθωρισμός επιβαρύνει δυσανάλογα τα ευάλωτα νοικοκυριά, τα οποία δαπανούν το μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός τους σε βασικά αγαθά (τρόφιμα, ενέργεια, μεταφορές). Η αύξηση του κόστους εισαγόμενων αγαθών -που αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος της κατανάλωσης- εντείνει τις πιέσεις, ενώ η αύξηση του μισθολογικού κόστους και η επέκταση της ζήτησης διατηρούν τον πληθωρισμό σε υψηλά επίπεδα.
Στον επίμονα υψηλό πληθωρισμό, και στη συνεχιζόμενη μεταβλητότητα των συναλλαγματικών ισοτιμιών αποδίδεται η μείωση των τουριστικών αφίξεων και των διελεύσεων μέσω της Πράσινης Γραμμής.
Για παράδειγμα, ο αριθμός των διελεύσεων από Ελληνοκύπριους αυξήθηκε κατά 52% το 2018 και 46,1% το 2019, συμπίπτοντας με την υποτίμηση της λίρας κατά 38% και 12% έναντι του ευρώ, αντίστοιχα. Παρόμοιο μοτίβο παρατηρήθηκε το 2022 και το 2023, όταν ο αριθμός των επισκεπτών από τις ελεύθερες περιοχές αυξήθηκε κατά περίπου 177% και 8%, αντίστοιχα, παράλληλα με τις αντίστοιχες υποτιμήσεις της λίρας κατά 66% και 48%. Η μείωση των διελεύσεων και η βραδύτερη αύξηση των αφίξεων επηρέασαν τον τομέα της φιλοξενίας. Η μέση πληρότητα των καταλυμάτων άρχισε να μειώνεται από τον Μάιο του 2024, μειούμενη κατά 1,8% σε σύγκριση με την αύξηση κατά 4,4% το 2023. Η μέση διάρκεια παραμονής επίσης μειώθηκε: για τους επισκέπτες από την Τουρκία μειώθηκε ελαφρώς από 2,9 ημέρες το 2023 σε 2,6 ημέρες τον Ιανουάριο του 2025, ενώ για τους άλλους επισκέπτες μειώθηκε πιο απότομα από 4,7 σε 3,8 ημέρες. Η μείωση αυτή σημειώθηκε παρά την αύξηση της χωρητικότητας σε κλίνες κατά 3,8% το 2024, μετρούμενη με βάση τον αριθμό των διαθέσιμων κλινών, μετά την προσθήκη νέων τουριστικών εγκαταστάσεων τον Απρίλιο του 2024.
Δημοσιονομικές πιέσεις
Το δημοσιονομικό έλλειμμα αυξήθηκε σημαντικά, από 0,9% του ΑΕΠ το 2023 σε 4,1% το 2024, καθώς οι δαπάνες (κυρίως μισθοί και μεταβιβάσεις) αυξήθηκαν ταχύτερα από τα έσοδα. Η αύξηση των εξωτερικών επιχορηγήσεων, κυρίως από την Τουρκία, βοήθησε προσωρινά, αλλά η βιωσιμότητα του δημοσιονομικού μοντέλου αμφισβητείται, καθώς η εξάρτηση από εξωτερική χρηματοδότηση παραμένει υψηλή και η φορολογική βάση στενή.
Η αύξηση των μισθών στον δημόσιο τομέα επιβαρύνει τον προϋπολογισμό, ενώ και στον ιδιωτικό τομέα οι αυξήσεις του κατώτατου μισθού είναι συχνές, χωρίς όμως να καλύπτουν πλήρως τις απώλειες αγοραστικής δύναμης. Η αδυναμία συλλογικής διαπραγμάτευσης και η εκτεταμένη αδήλωτη εργασία, κυρίως από ξένους εργάτες και φοιτητές, επιτείνουν τις ανισότητες και περιορίζουν τα φορολογικά έσοδα.
Μετά από αρκετά χρόνια δημοσιονομικής εξυγίανσης, οι «δημόσιες» δαπάνες έχουν αυξηθεί σημαντικά, προσεγγίζοντας τα προ της πανδημίας επίπεδα. Σε ονομαστικούς όρους, οι συνολικές δαπάνες του υπερδιπλασιάστηκαν, ξεπερνώντας τα 85 δισεκατομμύρια TL (που αντιστοιχούν σε 2,6 δισεκατομμύρια ευρώ) το 2024, έναντι του 2023. Ως αποτέλεσμα, το μερίδιό τους στο ΑΕΠ αυξήθηκε από 29,2% το 2023 σε 35,4% το 2024. Αυτή η εκτίναξη οφείλεται κυρίως στην αύξηση των τρεχουσών μεταβιβάσεων, των μισθών και των δαπανών αποζημίωσης (καθώς ο μισθός του δημόσιου τομέα προσαρμόστηκε αρκετές φορές στον πληθωρισμό το 2024), ακολουθούμενη από σημαντικές αυξήσεις σε άλλες τρέχουσες και κεφαλαιουχικές δαπάνες. Παρόλο που οι μεταβιβάσεις παρέμειναν η μεγαλύτερη κατηγορία δαπανών, το μερίδιό τους στις συνολικές δαπάνες μειώθηκε από 44,3% το 2023 σε περίπου 41% το 2024.
Το τραπεζικό σύστημα
Το τραπεζικό σύστημα παραμένει ανθεκτικό, με υψηλή κεφαλαιακή επάρκεια και αυξημένη κερδοφορία (ROAA στο 6,6% και ROAE στο 69,9% το 2024)1. Ωστόσο, η αύξηση των δανείων σε ξένο νόμισμα και η μείωση των καταθέσεων σε ξένο νόμισμα αυξάνουν τους κινδύνους συναλλαγματικής αναντιστοιχίας.
Η ποιότητα των δανειακών χαρτοφυλακίων των τραπεζών παρουσίασε μέτρια βελτίωση, με το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων να μειώνεται από 4,6% στο τέλος του 2023 σε 3,8% στο τέλος του 2024. Επιπλέον, οι προβλέψεις για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (ως ποσοστό του συνόλου των μη εξυπηρετούμενων δανείων), αυξήθηκαν από 47,2% σε 56,2% έως το τέλος του 2024, υποδηλώνοντας ενισχυμένη κάλυψη. Στον κατασκευαστικό τομέα τα ΜΕΔ αυξήθηκαν στο 20,1% του συνόλου, αντανακλώντας την επιβράδυνση της οικοδομικής δραστηριότητας και τα αυξανόμενα νομικά και φήμης ρίσκα που σχετίζονται με τις υποθέσεις σφετερισμού που κινούνται από τις αρχές της Δημοκρατίας.
Εμπόριο Πράσινης Γραμμής
Το εμπόριο μέσω της Πράσινης Γραμμής (ΕΠΓ) παραμένει εξαιρετικά περιορισμένο, αντιπροσωπεύοντας μόλις το 10% των συνολικών εξωτερικών πωλήσεων της τουρκοκυπριακής κοινότητας. Το 2024 καταγράφηκε μείωση 2% στον όγκο του ΕΠΓ, μετά από τρία χρόνια αύξησης. Η συγκέντρωση του εμπορίου σε λίγα προϊόντα (τα πέντε κορυφαία αντιστοιχούν στο 81% του συνόλου) και η επιβολή αυστηρών ρυθμιστικών και διοικητικών περιορισμών από τις δύο πλευρές, περιορίζουν σημαντικά το εύρος και την αξία των διακινούμενων αγαθών.
Οι κυριότερες αγκυλώσεις περιλαμβάνουν:
Διπλή φορολόγηση ΦΠΑ στα προϊόντα που διακινούνται από τις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές προς τα κατεχόμενα, χωρίς δυνατότητα επιστροφής.
Απαγόρευση διακίνησης ορισμένων κατηγοριών τροφίμων (π.χ. επεξεργασμένα τρόφιμα μη ζωικής προέλευσης) λόγω ανησυχιών για υγειονομική ασφάλεια.
Απαίτηση έκδοσης αδειών και προεγκρίσεων για σχεδόν όλα τα προϊόντα, με το πλήθος των προεγκρίσεων να έχει αυξηθεί από 64 το 2010 σε 180 το 2020.
Προστατευτικές ρυθμίσεις (ιδίως στα αγροτικά προϊόντα), που οδηγούν σε de facto απαγόρευση εισαγωγών όταν υπάρχει τοπική παραγωγή, περιορίζοντας την ποικιλία και αυξάνοντας τις τιμές για τους καταναλωτές.
Η ανάλυση της Παγκόσμιας Τράπεζας δείχνει ότι τα προϊόντα που εισέρχονται στην τουρκοκυπριακή αγορά κοστίζουν κατά μέσο όρο 10-22% ακριβότερα σε σύγκριση με αντίστοιχες οικονομίες, διαφορά που δεν οφείλεται σε ποιότητα ή σύνθεση, αλλά κυρίως σε ρυθμιστικές στρεβλώσεις και διοικητικά εμπόδια.
Για να αυξηθεί το εμπόριο μέσω της Πράσινης Γραμμής η Παγκόσμια Τράπεζα εισηγείται:
- Απλούστευση ή κατάργηση αδειών εισαγωγής και προεγκρίσεων, ειδικά όπου δεν υπάρχει τεχνική αιτιολόγηση.
- Εισαγωγή ελέγχων βάσει ανάλυσης κινδύνου στα σημεία εισόδου, αντί για γενικευμένες προεγκρίσεις.
- Δημιουργία ενιαίας ψηφιακής πύλης για την ενημέρωση των επιχειρήσεων σχετικά με τις απαιτήσεις εισαγωγής/εξαγωγής.
- Ενίσχυση των υποδομών ποιότητας και της πρόσβασης στη χρηματοδότηση για τις επιχειρήσεις που επιδιώκουν να προσεγγίσουν νέες αγορές.
- Πιλοτικά προγράμματα επιβράβευσης συνεπών εισαγωγέων και αυστηρότερη επιβολή κυρώσεων στους παραβάτες.
- Διακοινοτικός διάλογος για τη διπλή φορολόγηση ΦΠΑ και καλύτερη ενημέρωση για τις υπάρχουσες εξαιρέσεις.
Η εξάρτηση από την Τουρκία
Η εξαγωγική ανταγωνιστικότητα της τουρκοκυπριακής οικονομίας παραμένει από τις χαμηλότερες παγκοσμίως. Το 80% των εξαγωγών κατευθύνεται προς την Τουρκία, ενώ οι εμπορικές σχέσεις με την ΕΕ και άλλες αγορές έχουν συρρικνωθεί. Η περιορισμένη πρόσβαση σε νέες αγορές, η αδυναμία συμμόρφωσης με τα ευρωπαϊκά πρότυπα και η έλλειψη επενδύσεων σε υποδομές και τεχνογνωσία, συντηρούν τον φαύλο κύκλο της εξάρτησης και της χαμηλής προστιθέμενης αξίας.
Η μεταβολή στη σύνθεση του εργατικού δυναμικού, με τους ξένους εργαζόμενους να ξεπερνούν πλέον τους ντόπιους (51,9% το 2024), αντανακλά τόσο την ανάγκη για φθηνό εργατικό δυναμικό όσο και τις δυσκολίες προσέλκυσης και διατήρησης εγχώριου ανθρώπινου δυναμικού, ειδικά σε τομείς χαμηλής ειδίκευσης και αμοιβής.
Προοπτικές και κίνδυνοι
Η Παγκόσμια Τράπεζα προβλέπει επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης στα κατεχόμενα στο 4,2% το 2025, λόγω ασθενέστερης εξωτερικής και εσωτερικής ζήτησης, επίμονου πληθωρισμού και συνεχιζόμενων δημοσιονομικών πιέσεων. Η κατανάλωση θα παραμείνει ο βασικός μοχλός ανάπτυξης, αλλά οι επενδύσεις αναμένεται να μειωθούν, κυρίως λόγω της κάμψης της οικοδομικής δραστηριότητας και της μείωσης της εξωτερικής χρηματοδότησης από την Τουρκία.
Οι κίνδυνοι για το τραπεζικό σύστημα και τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα της οικονομίας παραμένουν σημαντικοί, καθώς η αβεβαιότητα στις αγορές υπηρεσιών (τουρισμός, εκπαίδευση), η επιβράδυνση των επενδύσεων και τα αυξανόμενα νομικά και φήμης ρίσκα (π.χ. υποθέσεις αμφισβητούμενων ακινήτων) μπορούν να οδηγήσουν σε αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και σε αποσταθεροποίηση του τραπεζικού τομέα.
Το φάρμακο που προτείνει η Παγκόσμια Τράπεζα για να διορθωθούν οι αδυναμίες της τουρκοκυπριακής οικονομίας είναι κλασικό: υλοποίηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και δημοσιονομική εξυγίανση, ένα φάρμακο που δεν μπορεί να δράσει 100% σε μια οικονομία όπως η τουρκοκυπριακή. Η επανένωση, που θα φέρει πλήρη εφαρμογή του κοινοτικού κεκτημένου και την εισαγωγή του ευρώ, αποτελεί το μόνο ασφαλές μονοπάτι για να λυθούν τα προβλήματα των Τουρκοκυπρίων.
Χωρίς λύση η Παγκόσμια Τράπεζα εισηγείται να μπει φρένο στη δημοσιονομική επέκταση, με κύριο μέτρο την ουσιαστική κατάργηση της ΑΤΑ.
«Με υψηλό πληθωρισμό και χωρίς ανεξάρτητο μοχλό νομισματικής πολιτικής, η δημοσιονομική πολιτική πρέπει να επικεντρωθεί στον έλεγχο της αύξησης των δαπανών, στη βελτίωση της ποιότητας των δαπανών και στην αύξηση των εγχώριων εσόδων με τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης, την εξάλειψη των οπισθοδρομικών απαλλαγών και την ενίσχυση της φορολογικής πολιτικής και της φορολογικής διοίκησης. Τα τοπικά όργανα της τουρκοκυπριακής κοινότητας πρέπει πρώτα να κατανοήσουν πώς η δημοσιονομική πολιτική επηρεάζει τον πληθωρισμό και τα νοικοκυριά, συμπεριλαμβανομένων των διανεμητικών επιπτώσεών της», τονίζεται στη μελέτη.