Τηλ: 99966518
Ένας ξάδελφός μου, ο Ertan Ince, δημοσιεύει μια φωτογραφία του θείου μας Ahmet Soyer, μαζί με τον θείο του Ahmet Kavaz. Δεν θυμάμαι τον Ahmet Kavaz, αν και είναι συγγενής μας. Ο ξάδελφός μου λέει ότι ήταν γνωστός ως Cin Ahmet ή Chavush. Ο ξάδελφος έγραψε για μια φωτογραφία και τα δύο πορτρέτα. «Ο Ahmet Kavaz που είναι επίσης γνωστός ως Cin Ahmet ή Chavush (λοχίας). Είναι ο αδελφός του γνωστού Τουρκοκύπριου δημοσιογράφου Kemal Ashik που είναι ένας από τους ιδρυτές του τουρκοκυπριακού πρακτορείου ειδήσεων TAK, ωστόσο είναι από διαφορετικές μητέρες. Ο θείος μου Ahmet Kavaz μιλούσε άριστα αγγλικά, ελληνικά και ιταλικά. Όταν άρχισε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, όπως και πολλοί άλλοι Κύπριοι, κατατάχτηκε κι αυτός στον στρατό. Πρώτα πήγε στην Παλαιστίνη και την Αίγυπτο. Αργότερα, ως λοχίας, στάλθηκε στν Ιταλία και έμειναν εκεί. Πήγαιναν από ένα μέρος σε άλλο και κάθε φράση από τα γράμματά του στους συγγενείς στο χωριό Ψυλλάτος (Ipsillat) κάνουν τον γύρο όλου του χωριού. Στο τέλος της επιστολής του γράφει «Πεινώ, πεινώ, άνθισαν τα τριαντάφυλλά μου;». Στην πραγματικότητα τα τριαντάφυλλα ήταν απλά ένα πρόσχημα, προσπαθούσε να φωνάξει σε όλους ότι πεινούσε. Τελικά κατέφυγε σε ένα αγροτόσπιτο στην Ιταλία με ψευδώνυμο και έμεινε εκεί για τέσσερα χρόνια. Μετά το τέλος του πολέμου επέστρεψε στην Κύπρο με τέσσερα μετάλλια. Επί των ετών της ΕΟΚΑ στα μέσα της δεκαετίας του 1950 βρισκόταν στο βρετανικό στρατόπεδο Mersinlik (Φλαμούδι) ως υπεύθυνος καντίνας. Τα μεγαλύτερα αδέλφια μου ακόμα μας διηγούνται την ιστορία ενός Άγγλου αξιωματικού που είπε στον θείο μας τα εξής: «Κύριε Ahmet. Ξέρουμε πολύ καλά πού βρίσκεται ο Γρίβας. Μπορούμε να τον πιάσουμε τη στιγμή που θέλουμε να τον πιάσουμε, ωστόσο προς το παρόν δεν θέλουμε».
Οι Ahmet Kavaz και Ahmet Soyer στο Βαρώσι το 1971.
Ο πρώτος λαχνός
«Το 1958 κέρδισε μεγάλο βραβείο σε κρατικό λαχείο. Ανακαίνισε το μπακάλικό στο χωριό και αγόρασε ένα φορτηγό Bedford - έσκαψε ένα πηγάδι πίσω από το σπίτι του και έφτιαξε δίπλα του μια «χαβούζα» (δεξαμενή νερού) 2-3 τόνων για να μεταφέρει νερό με το φορτηγό του. Πήγαινε με το φορτηγό να ποτίσει ελιές σε διάφορα μέρη του χωριού, ενώ μετέφερε νερό και σε γειτονικά χωριά για την κατασκευή τούβλων. Κατά τη διάρκεια των ζεστών και ξηρών καλοκαιρινών ημερών, πήγαινε σε άλλα χωριά για να πάρει πόσιμο νερό και το μοίραζε σε σπίτια. Και κατά τη διάρκεια των περιόδων φύτευσης καρπουζιών και πεπονιών, περνούσε τον χρόνο του ασχολούμενος με τη γεωργία στα χωράφια του. Περνούσαμε τις μισές από τις καλοκαιρινές μας διακοπές στο χωριό και μαζί με τον ξάδελφό μου τον βοηθούσαμε στη δουλειά του».
Μια παλιά φωτογραφία από το χωριό Ψυλλάτος από το 1926 την ημέρα του Μπαϊραμιού. Φωτογραφία από το αρχείο του Raif Toluk.
Ρολόι σε κάθε παιδί
«Θυμούμαι ιδιαίτερα την περίοδο μεταξύ 1960-63, όταν ένας Ελληνοκύπριος παγωτάρης από το Λευκόνοικο ερχόταν και πουλούσε παγωτά Regis, ενώ έπαιζε δυνατά απ’ το μεγάφωνο το τραγούδι Rambi Rambi του Στέλιου Καζαντζίδη. Μερικές φορές ήταν γενναιόδωρος μαζί μας και έδινε σε εμάς τα παιδιά από ένα παγωτό καλυμμένο με σοκολάτα και ήμασταν τόσο χαρούμενοι. Εκείνα τα χρόνια το χωριό Ψυλλάτος δεν είχε ηλεκτρικό ρεύμα, αλλά ο θείος μου ο Ahmet Kavaz είχε κάποια ψυγεία στο μαγαζί του που λειτουργούσαν με βενζίνη. Ο θείος μου αγόραζε δώρο σε μένα και σε όλα τα αδέλφια μου ρολόγια, όταν αποφοιτούσαμε από το δημοτικό σχολείο. Όποιος αποφοιτούσε από το δημοτικό σχολείο, τον πήγαινε στον διάσημο ρολογά Niyazi στην Αμμόχωστο και του αγόραζε ένα ελβετικό ρολόι. Ήθελε οι δύο μεγαλύτερες κόρες του να μορφωθούν στην Αγγλική Σχολή και πήρε τη γιαγιά μου (την πεθερά του) στη Λευκωσία, νοίκιασε ένα σπίτι στην οδό Reshadiye και την έβαλε να φροντίζει τις δύο κόρες του, ενώ το έκανε και για τον αδελφό μου Sarper Ince, αφού τον πήρε στη γιαγιά να μένει για να φοιτήσει».
Κοκκινοχώρια και Βαρώσι
«Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960, ήταν συνδρομητής στο περιοδικό πολιτικού χιούμορ Akbaba (Γύπας) από την Τουρκία. Όταν πηγαίναμε στο χωριό, διαβάζαμε αυτά τα περιοδικά. Τα χρόνια 1963-1968 ήταν τα χρόνια ‘ζωής στα γκέτο’ για τους Τουρκοκύπριους. Ο κόσμος δεν μπορούσε να πληρώσει αυτά που έπαιρνε και τα έπαιρναν με πίστωση, οπότε δεν μπορούσε πλέον να λειτουργήσει το κατάστημά του και το έκλεισε. Όταν άρχισε να ομαλοποιείται η κατάσταση, το 1968, άρχισε να εργάζεται εντατικά στα Κοκκινοχώρια και μερικές φορές έμενε για σχεδόν έναν μήνα στο σπίτι μας στην Αμμόχωστο. Πέρα από αυτό, όσο κτίζονταν ξενοδοχεία στο Βαρώσι, εργαζόταν και ως οδηγός μπετονιέρας, ενώ πριν το 1974, για 2-3 χρόνια εργάστηκε ως οδηγός στο μπλε, παλιό, ξύλινο λεωφορείο του Λευκονοίκου. Εκείνα τα χρόνια, έπαιρνε τον Savash, τον μικρότερο γιο του, στο Λευκόνοικο ως μαθητευόμενο σε σιδηρουργείο για να μάθει το επάγγελμα αλλά και τη γλώσσα».
Ο Ahmet Kavaz.
Τα μετάλλια του Ahmet Kavaz.
Στάση στο καφενείο
«Τα λεωφορεία που ερχόντουσαν από τα χωριά σταματούσαν δίπλα στο γήπεδο που ανήκε στην αριστερή ποδοσφαιρική ομάδα της Νέας Σαλαμίνας - σήμερα ονομάζεται στάδιο Dr. Fazil Kuchuk. Όταν στρίβεις προς το ξενοδοχείο Constantia (τώρα λέγεται Palm Beach), το κτήριο στη γωνία ήταν ένα καφενείο που εξυπηρετούσε τους οδηγούς και τους επιβάτες. Μερικές φορές πήγαινα με το ποδήλατό μου σε αυτό το καφενείο και έβλεπα τον θείο μου να παίζει χαρτιά και κυρίως τάβλι με τους Ελληνοκύπριους οδηγούς φίλους του. Επειδή το Λιμάνι της Καμήλας (Deve Limani) ήταν τόσο κοντά, ο θείος μου τον Απρίλιο του 1971 περπατούσε προς το ξενοδοχείο Constantia - η τουριστική περίοδος άρχιζε τον Απρίλιο. Εκείνη τη μέρα συνάντησε τον θείο Ahmet Soyer. Εκείνη τη στιγμή, ένας τουρίστας από το Δυτικό Βερολίνο τους τράβηξε μία φωτογραφία».
«Πάρτε τη λευκή σημαία»
«Και ήρθε το 1974. Στις 21 Ιουλίου 1974, μια ομάδα Ελληνοκυπρίων στρατιωτών ήρθαν από τα χωράφια του Λευκονοίκου προς τον Ψυλλάτο. Ζήτησαν υποστήριξη από αέρος, αλλά δεν φαινόταν να συνέβαινε τίποτα. Όταν η υποστήριξη αργούσε, οι συγχωριανοί μας στον Ψυλλάτο συνειδητοποιήσαν ότι δεν μπορούσαν να ανταπεξέλθουν με τα λίγα όπλα και πυρομαχικά που είχαν και αποφάσισαν να παραδοθούν. Κάποιοι από αυτούς άλλαξαν ρούχα, κάποιοι ετοιμάστηκαν να πάνε στο χωριό Κνώδαρα. Αλλά ποιος θα πήγαινε να πει ότι το χωριό θα παραδοθεί; Τότε είπαν στον θείο μου: ‘Βρε Chavushi. Οι άνθρωποι του Λευκονοίκου σε γνωρίζουν καλά, σε αγαπούν και σε σέβονται. Και τα ελληνικά σου είναι τέλεια. Πάρε αυτή τη λευκή σημαία και πήγαινε να τους πεις ότι θα παραδοθούμε’. Πήρε τη λευκή σημαία, ετοίμασε το φορτηγό και ήταν σχεδόν έτοιμος να αναχωρήσει. Αλλά εκείνη τη στιγμή ήρθε η αεροπορική υποστήριξη και οι Ελληνοκύπριοι οπισθοχώρησαν. Ένα ζεστό βράδυ του Ιουλίου του 1988, ο θείος μου Ahmet Kavaz ερχόμενος από το καφενείο στο σπίτι με το ποδήλατό του πήγε στο δωμάτιο του. Ξάπλωσε στο κρεβάτι, εκείνο το ψηλό κρεβάτι που ως παιδιά μπορούσαμε να σκαρφαλώσουμε σε αυτό μόνο βάζοντας μια καρέκλα δίπλα του.
Τον πήρε ο ύπνος. Και δεν ξύπνησε ποτέ ξανά».
(Συνεχίζεται)