Του Παύλου Κ. Παύλου*
Δεν είμαι ήρωας. Θα μπορούσε να λογίζομαι και να γίνονται προς τιμήν μου μνημόσυνα και εμπνευσμένες ομιλίες, να έχω, ίσως, και κάποιον ανδριάντα στο χωριό μου!
Ήμουν τότε είκοσι επτά ετών. Το πραξικόπημα με βρήκε στον Λυθροδόντα, το χωριό καταγωγής μου. Στο ΡΙΚ δεν πήγα. Πήγα στη Λευκωσία, την Πέμπτη 18 Ιουλίου 1974. Κυκλοφόρησε η φήμη «ήρθαν οι Τούρκοι» και η πρωτεύουσα άδειασε. Ήρθαν δύο μέρες αργότερα. Ήταν ηλίου φαεινότερον ότι αυτό θα γινόταν, κάθε νουνεχής άνθρωπος το αντιλαμβανόταν, εκτός από τους αυτόκλητους σωτήρες μας.
Εισβολή
«Ξύπνα, ήρταν οι Τούρτζιοι», η φωνή της μητέρας. Ντύθηκα, πήρα το ατομικό μου βιβλιάριο και ξεκίνησα για την Κυθρέα, τόπο κατάταξής μου. Εκεί έζησα αυτό που καταμαρτυρούν όλοι: Σύγχυση, ανοργανωσιά, αποσύνθεση, διάλυση. Δεν μας έδωσαν ούτε στρατιωτικές στολές ούτε όπλα. Μας κατέγραψαν και μας είπαν να περιμένουμε κάτω από τα δέντρα. Κάποια στιγμή μάς κάλεσε κάποιος, με καθόρισε επικεφαλής ομάδας, δίνοντάς μου ένα κυνηγετικό όπλο! Μόνο σε μένα. Οι άλλοι άοπλοι. Το απόγευμα, το τάγμα μας πραγματοποίησε επιθετική ενέργεια και κατέλαβε αρκετά τουρκοκυπριακά χωριά και τα τρία τέταρτα τού Τζιάους. Εγώ και η άοπλη ομάδα μου δεν είχαμε κανέναν ρόλο στην επιχείρηση. Όταν ολοκληρώθηκε, μεταφερθήκαμε όλοι στο Τζιάος. Μας έδωσαν όπλα, παλιά τυφέκια, και στολές. Καλύτερα τα πράγματα εκεί. Οργάνωση, κανονική σίτιση, πρόγραμμα: Σκοπιά μέρα και νύχτα.
Στο μεταξύ έπεσε η χούντα, επέστρεψε ο Καραμανλής, παραιτήθηκε ο Σαμψών, ανέλαβε ο Κληρίδης. Ξεθαρρέψαμε κι αρχίσαμε να κατηγορούμε φανερά πλέον τη χούντα και την ΕΟΚΑ Β’. Το πληροφορήθηκε ο διοικητής, ο οποίος με κάλεσε, για να με προειδοποιήσει ότι με τη συμπεριφορά μου δημιουργώ κατάσταση απειθαρχίας στον στρατό. Τον προειδοποίησα κι εγώ ότι οι Τούρκοι είχαν σχέδιο να επεκτείνουν περαιτέρω την κατοχή εδαφών και ότι αυτό θα γινόταν σύντομα. Ζήτησα και μου έδωσε άδεια εξόδου μίας ημέρας.
ΡΙΚ και πίσω στο Τζιάος
Αντί στο χωριό, πήγα στο ΡΙΚ. Το προσωπικό ήταν συγκεντρωμένο στο στούντιο τηλεόρασης, όπου τους μιλούσε ο γνωστός αντιμακαριακός δημοσιογράφος και συγγραφέας Σπύρος Παπαγεωργίου. Τον είχε ορίσει γενικό διευθυντή η πραξικοπηματική κυβέρνηση. Δεν έμεινα για πολύ. Το κλίμα δεν με σήκωνε. Πήγα στο χωριό, είδα τους γονείς μου, πέρασα για λίγο από το σωματείο, όπου πολλοί μού είπαν πως όλα ήταν προδομένα και με παρότρυναν να μείνω μαζί τους. Δεν πείσθηκα. Επέστρεψα στο Τζιάος. Τυχαία ή όχι απόφαση, δεν ξέρω. Η ουσία είναι ότι, αν έμενα, θα είχα την ίδια τύχη μαζί τους. Ο Λυθροδόντας καταμετρά είκοσι νεκρούς. Στάληκαν, όχι τυχαία, στα υψώματα της Μιας Μηλιάς, στην περιοχή ευθύνης του Τάσου Μάρκου, βορειοδυτικά από εκεί που ήμουν εγώ. Ήταν το σημείο της γραμμής άμυνας που έσπασε πρώτο τα χαράματα της 14ης Αυγούστου. Όπως μου τα αφηγήθηκαν διασωθέντες ή αιχμάλωτοι, στο πλαίσιο της συγγραφής του βιβλίου μου «Μνήμη και Τιμή, Πεσόντες και Αγνοούμενοι του Λυθροδόντα», η αποχώρηση έγινε χωρίς σχέδιο. Όλα ήταν αποτέλεσμα τυχαίων επιλογών, σε κρίσιμες στιγμές, σ’ έναν προδομένο πόλεμο. Κάποιοι πήραν τυχαία μια κατεύθυνση και σώθηκαν, άλλοι, το ίδιο τυχαία, κάποιαν άλλη, εγκλωβίστηκαν, αρκετοί εκτελέστηκαν, άλλοι πιάστηκαν αιχμάλωτοι, υπέστησαν τα πάνδεινα στις φυλακές της Τουρκίας. Ήμουν κι εγώ από τους τυχαίως τυχερούς!
Αποχώρηση από το Τζιάος
Το ξημέρωμα της 14ης Αυγούστου 1974 με βρήκε σκοπό στα πρόχειρα χαρακώματα του Τζιάους. Η ώρα περνούσε. Άκουγα τους μέχρι τότε σιωπηλούς Τουρκοκυπρίους να πανηγυρίζουν. Κανένας δεν μας είπε τι να κάνουμε. Γύρω στο μεσημέρι, κοιτάζοντας στα κοντινά χαρακώματα δεν είδα καμιά κίνηση. Φώναξα, καμιά απόκριση. Τότε διαπίστωσα ότι αξιωματικοί και στρατιώτες είχαν φύγει. Πρόσεξα ότι στην είσοδο του στρατοπέδου, δίπλα από συστάδα δέντρων όπου είχα σταθμευμένο το αυτοκίνητό μου, υπήρχαν μερικοί στρατιώτες. Στριμωχτήκαμε όπως-όπως στο Lancia και με μεγάλη ταχύτητα βγήκαμε στον δρόμο Λευκωσίας-Αμμοχώστου. Όσα είδα ζωντάνεψαν εικόνες από Μικρασιατική Καταστροφή: Στρατιώτες ανάκατοι με πολίτες. Εποχούμενοι και πεζοί. Ζώα. Αυτοκίνητα, τρακτέρ, βαλίτσες, μποξιάδες. Ένα τσούρμο κατατρεγμένων.
Σταματήσαμε σε μπλόκο της Στρατιωτικής Αστυνομίας. Είχαν εντολή να μας στείλουν στη Νέα Σπάρτη (πρώην Γαϊδουράς), όπου θα γινόταν συγκέντρωση όλων των μονάδων. Κάποιος από τους συνεπιβάτες αντέδρασε, είπε ότι αν πηγαίναμε εκεί θα μας έστελλαν πάλι στις μάχες. Είπε ακόμη ότι γνώριζε δρόμο που θα μας οδηγούσε προς Άσσια και Λύση. Σταμάτησα το αυτοκίνητο, τους είπα ότι δεν τους μιλούσα ως βαθμοφόρος (όλοι ήταν απλοί στρατιώτες), ότι θα πήγαινα εκεί που μας είπαν και ότι ήσαν ελεύθεροι να αποφασίσουν τι θα έκαμναν. Με ακολούθησαν. Μάθαμε μετά ότι ίλη τουρκικών αρμάτων πήγε προς την Άσσια, όπου υπήρξαν πολλά θύματα.
Στην εγκαταλειμμένη Αμμόχωστο
Στη σύνταξη τάγματος παρουσιαστήκαμε είκοσι άτομα. Ίδια κατάσταση και με τους άλλους λόχους. Δείγμα της άτακτης υποχώρησης, απουσίας ηγεσίας, συνθηκών σύγχυσης και διάλυσης. Απόφαση τού διοικητή ήταν να παραταχθούμε εκεί και να συγκροτήσουμε νέα γραμμή άμυνας. Στη μέση του κάμπου της Μεσαορίας, χωρίς φυσικά εμπόδια, χωρίς κατάλληλο εξοπλισμό, χωρίς ηθικό. Παραμείναμε μέχρι αργά το βράδυ. Πήραμε διαταγή να κατευθυνθούμε προς την Αμμόχωστο. Ξημέρωνε της Παναγίας. Είδα μια έρημη πόλη. Καπνούς από βομβαρδισμένα κτήρια. Δεν σταματήσαμε. Η φάλαγγα οχημάτων έφθασε στις Βρετανικές Βάσεις, στο δυόμισι μίλι. Πρωινές ώρες κατευθυνθήκαμε προς Λάρνακα και από εκεί στο Κίτι. Αναμενόταν νέα τουρκική απόβαση εκεί. Με τι οπλισμό και ποιο ηθικό θα την αντιμετωπίζαμε δεν γνωρίζω. Δεν έγινε τίποτε και στις 16 Αυγούστου καταλήξαμε στα Λεύκαρα. Θυμούμαι ότι κοιμηθήκαμε στο δάπεδο ενός ξωκκλησιού.
Απολύθηκα περί τα τέλη Αυγούστου. Ο διοικητής του ΡΙΚ συνταγματάρχης Λιασκώνης και ο Παπαγεωργίου είχαν φύγει. Στους διαδρόμους και στην καντίνα κυκλοφορούσαν ακόμη οπλισμένοι συνάδελφοι με τα πράσινα και γενάδες με τα μαύρα που μας απειλούσαν. Μνήμες Αυγούστου 1974. Πενήντα ένα χρόνια πριν.
*Δημοσιογράφου (pcpavlou@gmail.com)