Η πρόσφατη απόφαση του Κακουργιοδικείου στη Λευκωσία για την υπόθεση δολοφονίας του Τουρκοκύπριου Τανσού Τσιντάν, ο οποίος εξέτιε ποινή φυλάκισης στις Κεντρικές Φυλακές, αποτελεί ακόμη ένα ηχηρό καμπανάκι για τα κακώς έχοντα στο σωφρονιστικό ίδρυμα.
Στην πολυσέλιδη απόφαση του Κακουργιοδικείου ημερομηνίας 29 Ιουλίου 2025, πέρα από τα γεγονότα που αφορούν την ουσία της υπόθεσης, υπάρχουν σημαντικές αναφορές για διαδικαστικά και λειτουργικά ζητήματα τα οποία άπτονται της ασφάλειας των κρατουμένων. Πάντοτε σε τέτοιες περιπτώσεις το μεγάλο ερώτημα, που συνήθως παραμένει αναπάντητο, είναι εάν όλα αυτά τα λάθη και το κλίμα χαλαρότητας ήταν ηθελημένα ή όχι για εξυπηρέτηση συγκεκριμένου σκοπού.
Τα κυπριακά δικαστήρια ασχολήθηκαν ουκ ολίγες φορές με τις Κεντρικές Φυλακές, κακίζοντας καταστάσεις και προτείνοντας μέτρα. Στο σωφρονιστικό ίδρυμα είχαμε δολοφονία, αυτοκτονίες, βιασμούς, εμπόριο ναρκωτικών, οργάνωση εγκληματικών ενεργειών μέσα από κελιά βαρυποινιτών, υποθέσεις διαφθοράς εναντίον μελών του προσωπικού των Φυλακών και άλλα πολλά που σαφώς δεν παραπέμπουν σε αυστηρότητα και σε κλίμα ασφάλειας εντός ενός ελεγχόμενου χώρου. Οι παθογένειες χρονίζουν, όμως το ανησυχητικό είναι ότι δεν διαφαίνεται φως στον ορίζοντα. Ακόμη και πολύ πρόσφατα καταχωρίσθηκε υπόθεση εναντίον βαρυποινίτη ο οποίος, σύμφωνα με την Αστυνομία, συνέχιζε κανονικά την επιχειρηματική του δραστηριότητα εκτός φυλακών μέσω έξυπνου κινητού και με βιντεοκλήσεις έδινε οδηγίες στους συνεργάτες του.
Το Κακουργιοδικείο για τον φόνο του Τανσού Τσιντάν έκρινε ένοχους δύο δεσμοφύλακες για ανθρωποκτονία κατά παράβαση του άρθρου 205 του ποινικού κώδικα και για πρόκληση θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης και της παραμέλησης υπηρεσιακού καθήκοντος. Ένοχος κρίθηκε και ένας λοχίας των φυλακών για πρόκληση θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης και της παραμέλησης υπηρεσιακού καθήκοντος. Ο πρώτος κατηγορούμενος Veyzi Badur (κατάδικος) κρίθηκε ένοχος στην κατηγορία του φόνου εκ προμελέτης. Στην απόφαση έκτασης 300 του Κακουργιοδικείου μεταξύ άλλων αναδεικνύονται τα ακόλουθα:
●Εμπόριο ναρκωτικών. Προκύπτει ότι εντός των φυλακών συγκεκριμένοι κατάδικοι έχουν τον ρόλο του εμπόρου και άλλοι του διακινητή ναρκωτικών ουσιών.
● Χρήση κινητών τηλεφώνων. Και σε αυτή την υπόθεση υπάρχον αναφορές για κατοχή και χρήση κινητών τηλεφώνων.
● Ελλιπής φρούρηση και απουσία ουσιαστικών ελέγχων. Ειδικότερα σημειώνεται ότι οι δεσμοφύλακες δεν πραγματοποίησαν επαρκείς ελέγχους στην Πτέρυγα 1Α (σ.σ. ήταν το κελί του θύματος και του Veyzi Badur), παρότι υπήρχαν σαφείς ενδείξεις για σοβαρό επεισόδιο. Αγνόησαν κλήσεις κινδύνου από το κελί του θύματος (κουδούνι κελιού), ενώ, σύμφωνα με μαρτυρίες, το θύμα ήταν βαριά τραυματισμένο και αιμορραγούσε πριν εντοπιστεί χωρίς τις αισθήσεις του.
● Καταχρηστική ή πλημμελής λειτουργία του συστήματος ειδοποίησης κινδύνου. Αναφέρεται ότι δεν φαίνεται να υπάρχει τυποποιημένη διαδικασία άμεσης ανταπόκρισης όταν ενεργοποιείται το σύστημα ειδοποίησης από κελί. Η αντίδραση των υπευθύνων φαίνεται να εξαρτάται από υποκειμενική κρίση και όχι από σαφείς εντολές ή αυστηρά πρωτόκολλα ασφαλείας. Το συγκεκριμένο σύστημα είναι εγκατεστημένο εντός των κελιών προκειμένου να το ενεργοποιούν οι κατάδικοι όταν παραστεί έκτακτη ανάγκη και χρειάζονται βοήθεια.
● Ανεπαρκής καταγραφή περιστατικών και απουσία διαφάνειας. Υπήρξαν ανακριβείς ή ασαφείς εγγραφές στα ημερολόγια συμβάντων των φυλακών. Η μεταφορά της σορού του θύματος έγινε πριν ειδοποιηθεί η Αστυνομία, κάτι που εγείρει ζήτημα σκοπιμότητας ή συγκάλυψης. Το γιατί δεν ειδοποιήθηκε η Αστυνομία εγκαίρως δεν έχει απαντηθεί επαρκώς.
● Ανεπαρκής παροχή ιατρικής περίθαλψης. Παρά τα εμφανή σημάδια τραυματισμού στο θύμα (σπασμένα δόντια, πρήξιμο, εκδορές), δεν μεταφέρθηκε εγκαίρως στο ιατρείο ούτε του παρασχέθηκε έγκαιρα ιατρική βοήθεια. Το δικαστήριο αναφέρει ότι οι αρμόδιοι δεσμοφύλακες παρέλειψαν να εκπληρώσουν το καθήκον τους για διασφάλιση της υγείας και ζωής του κρατουμένου.
● Παραβιάσεις κανόνων ασφάλειας και επιτήρησης. Δεν υπήρχε επαρκής παρακολούθηση των κινήσεων κρατουμένων στην Πτέρυγα 1Α, παρότι το Κλειστό Κύκλωμα Βιντεοπαρακολούθησης (ΚΚΒΠ) κατέγραψε περιστατικά που δεν εντοπίστηκαν εγκαίρως από το προσωπικό. Υπήρχε ελεύθερη κίνηση κρατουμένων σε άλλους θαλάμους και επανειλημμένες επισκέψεις στο κελί του θύματος από τρίτα πρόσωπα χωρίς παρέμβαση. Κανονικά, σε κάθε κελί επιτρέπεται η είσοδος μόνο στους κρατουμένους που διαμένουν στο συγκεκριμένο κελί.
● Ελλιπής χειρισμός καταγγελιών και πληροφοριών από κρατουμένους. Ορισμένοι κρατούμενοι γνώριζαν ή υπέθεταν ότι το θύμα κακοποιείται αλλά δεν υπήρχε αποτελεσματικός μηχανισμός αναφοράς και προστασίας.
● Προβληματική εσωτερική έρευνα και συνεργασία με τις διωκτικές Αρχές. Οι συνήγοροι ανέδειξαν ότι η ΥΚΑΝ δεν ενημερώθηκε για διερεύνηση του ενδεχόμενου διακίνησης ναρκωτικών, παρότι υπήρχαν καταγγελίες για χρήση και προμήθεια μεθαμφεταμίνης εντός της φυλακής.
Οι διαπιστώσεις υπάρχουν
Στις 27/07/2022, διορίστηκε τετραμελής ομάδα ανεξάρτητων ποινικών ανακριτών, με επικεφαλής τον πρώην δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου Μ. Χριστοδούλου, για να διερευνήσουν το ενδεχόμενο διάπραξης ποινικών αδικημάτων εντός των Κεντρικών Φυλακών, με ιδιαίτερη έμφαση στη διερεύνηση της εισαγωγής, διακίνησης και χρήσης κινητών τηλεφώνων και ναρκωτικών ουσιών.
Η έκθεση των τεσσάρων ποινικών ανακριτών παραδόθηκε στις 04/11/2022 στη Νομική Υπηρεσία. Η έρευνα, η μαρτυρία που συνέλεξαν αλλά και τα συμπεράσματα των ποινικών ανακριτών επιβεβαίωσαν όλα τα κακώς έχοντας εντός των φυλακών. Επιβεβαιώθηκαν τα ευρήματα των δικαστικών αποφάσεων και των πληροφοριών/μαρτυριών που κατείχε η Αστυνομία για κατ’ επανάληψη εισαγωγή, μεταφορά και χρήση κινητών τηλεφώνων από κρατουμένους στις Κεντρικές Φυλακές. Αυτό φαίνεται να επιτυγχάνεται με τη συνδρομή κάποιων μελών του προσωπικού των φυλακών. Ομοίως, επιβεβαιώνεται η εικόνα εισαγωγής, εμπορίας και χρήσης ναρκωτικών ουσιών εντός των φυλακών, και πάλι με τη συνδρομή κάποιων μελών του προσωπικού. Αυτό από μόνο του εκθέτει το όλο οικοδόμημα του σωφρονιστικού συστήματος σε πολύ σοβαρούς κινδύνους που προκαλούν τριγμούς σε όλο το σύστημα της Ποινικής Δικαιοσύνης.
Σύμφωνα με τη σχετική τοποθέτηση που έγινε τότε από τη Νομική Υπηρεσία, «εκ του αποτελέσματος και με βάση αδιαμφισβήτητα γεγονότα προκύπτει ότι τα μέτρα που λαμβάνονται από τη Διεύθυνση των Φυλακών δεν είναι ούτε επαρκή ούτε αποτελεσματικά. Αυτό μας οδηγεί σε μια ανεξέλεγκτη και άκρως επικίνδυνη κατάσταση και δημιουργεί κινδύνους για την ασφάλεια και τη ζωή ανθρώπων εντός και εκτός φυλακών, με σοβαρές επιπτώσεις στη δημόσια ασφάλεια και τάξη».
Επιβεβαιώνουν τα περιστατικά
Τα τελευταία χρόνια οι Κεντρικές Φυλακές βρίσκονται στο επίκεντρο υποθέσεων για τις οποίες ρεζιλεύεται το κράτος. Φόνος, βιασμός, απόδραση, podcast ισοβίτη, κινητά τηλέφωνα, διαφθορά δεσμοφυλάκων. Αυτό που προκαλεί τον μεγαλύτερο προβληματισμό είναι γιατί μετά από τόσα περιστατικά δεν λαμβάνονται επαρκή μέτρα για βελτίωση της κάκιστης εικόνας που επικρατεί. Εδώ και χρόνια είναι σε εξέλιξη η διαδικασία εγκατάστασης του συστήματος απενεργοποίησης κινητών τηλεφώνων. Κατά τη συζήτηση του προϋπολογισμού του Υπουργείου Δικαιοσύνης ο αρμόδιος υπουργός είχε πει ότι η επιτροπή εμπειρογνωμόνων που ανέλαβε το έργο της εγκατάστασης του συστήματος απενεργοποίησης των κινητών τηλεφώνων εργάζεται εντατικά ώστε το σύστημα να τεθεί σε εφαρμογή στα μέσα του 2025. Παρ' όλα αυτά, τον περασμένο μήνα στο πλαίσιο διερεύνησης ποινικής υπόθεσης με βαρυποινίτη προέκυψε ότι ο ίδιος έδινε οδηγίες σε πρόσωπα για τη διαχείριση εισπράξεων που είχε από τις… δουλειές του.