Των Κατερίνας Νικολάου και Νίκης Λαού
Όλα τα βλέμματα είναι στραμμένα στη Λεμεσό, που κινείται πιο γρήγορα από την υπόλοιπη Κύπρο. Η χαλαρή παραθαλάσσια πόλη του καρναβαλιού και του λιμανιού έγινε η πιο δυναμική αλλά και με τις μεγαλύτερες αντιθέσεις. Γερανοί που δουλεύουν ασταμάτητα πάνω από παλιές γειτονιές, ενοίκια που ανεβαίνουν μήνα με τον μήνα και το κυκλοφοριακό να καθορίζει την καθημερινότητα. Πύργοι πολυτελείας και rooftop εστιατόρια μοιράζονται το ίδιο skyline με διανομείς που δουλεύουν στα όρια, μετανάστες εργάτες και παλιοί κάτοικοι που εκτοπίζονται από την ίδια την πόλη που έχτισαν.
Ρώσοι, Ουκρανοί, Ισραηλινοί, Ασιάτες, Αφρικανοί και ολοένα περισσότεροι Ευρωπαίοι συνυπάρχουν ως επί το πλείστον αρμονικά. Η ποικιλομορφία είναι η δύναμη της Λεμεσού, με διαρκή πρόκληση την ένταξη, ώστε να μείνει πόλη για όλους.
Η πόλη ζει μοναδικές αντιθέσεις: Ταυτόχρονα οικονομικό κέντρο και παραθαλάσσιο καταφύγιο. Πύργοι, λιμουζίνες και γυναίκες ντυμένες με haute couture, μοιράζονται τους δρόμους με ανθρώπους με σαγιονάρες και μαγιό που απολαμβάνουν ήλιο και θάλασσα, ενώ σκούτερ, ποδήλατα, κάτοικοι με χαμηλά εισοδήματα και εξαντλημένοι διανομείς κινούνται στον ίδιο χώρο, παλεύοντας παράλληλα με την έλλειψη στέγης και την ακρίβεια των ενοικίων.
Η πρόσφατη απόπειρα και δολοφονία και η κάλυψή τους στα ρωσικά ΜΜΕ υπογραμμίζουν τον ιδιότυπο ρυθμό της πόλης, που συχνά μοιάζει ασύμμετρος με το μικρό μέγεθος του νησιού. Για κάποιους αυτό είναι πρόοδος, μια μεσογειακή πόλη που ξαναγεννιέται ως κοσμοπολίτικη πρωτεύουσα. Για άλλους είναι τραγωδία, μια πόλη που χάνει την ψυχή της στον βιασμό της ταχύτητας, του χρήματος και του τσιμέντου.
Μέσα από τις φωνές που ακολουθούν από μια ντόπια που μιλά για «εισβολή», μια Ρωσίδα επαγγελματία που προσαρμόζεται στη νέα πραγματικότητα, έναν νέο από την Κριμαία που ξαναβρίσκει πατρίδα, έναν ανθρωπολόγο που ρωτά ποιος επωφελείται και ποιος μένει απ’ έξω, και τον δήμαρχο που οραματίζεται ενσωμάτωση και συνοχή, η ιστορία της Λεμεσού υπερβαίνει τη λέξη «ανάπτυξη». Είναι ζήτημα της ταυτότητας, του ανήκειν και του υψηλού κόστους της προόδου σε μια πόλη που αρνείται να επιβραδύνει.
ΑΣ, 50, Ρωσίδα εργαζόμενη
«Θάλασσα, ξενοδοχεία, spa, νιώθεις σαν σε διακοπές»
Με εννέα χρόνια «θητείας» στον χρηματοοικονομικό τομέα στην Κύπρο, η Α.Σ., 50 ετών, έχει ζήσει από κοντά την ταχεία εξέλιξη της Λεμεσού την τελευταία δεκαετία. Μετακόμισε από τη Μόσχα αναζητώντας πιο ήρεμη ευρωπαϊκή πόλη και μοιράζεται παρατηρήσεις για την ανάπτυξη, τα προβλήματα υποδομών και τις αλλαγές στη ρωσική κοινότητα. «Ήθελα μια ήρεμη, ευρωπαϊκή χώρα για να ζήσω τη ζωή μου, να χαίρομαι τον καιρό και ένα σχετικά εύκολο νομικό πλαίσιο για μετεγκατάσταση», εξηγεί. Οι ντόπιοι ήταν φιλικοί, αν και υπήρξαν μικρά πολιτισμικά σοκ. Νοσταλγεί τη Λεμεσό όταν ήταν πιο αργή, πιο χαλαρή. Σήμερα τη νιώθει ως έντονο αστικό κέντρο. Μεγαλύτερη ανησυχία της είναι οι υποδομές: «Οι δρόμοι είναι βρόμικοι, τα καλώδια παντού, η διαχείριση απορριμμάτων προβληματική». Θεωρεί ότι η Κύπρος πρέπει να αναβαθμίσει τα συστήματά της για να μπορεί να συμβαδίσει με την ανάπτυξη. Η κίνηση, η ακαταστασία και τα άναρχα κέντρα πόλης είναι μόνιμος πονοκέφαλος.
Βλέπει όμως προοπτική στη νεότερη γενιά Ρώσων που έρχεται: «Είναι ωραίο να τους βλέπεις να εργάζονται, να φτιάχνουν οικογένειες. Τα σχολεία επεκτείνονται, η Εκπαίδευση βελτιώνεται». Η κοινότητα περνά από την απλή διαμονή στη δημιουργία πιο σταθερών δομών για το μέλλον.
Για τη φήμη περί ξεπλύματος χρήματος σημειώνει ότι «υπήρχαν περιπτώσεις. Δεν το κρύβουμε. Αλλά τα πράγματα έχουν αλλάξει». Διακρίνει χάσμα γενεών: «Οι παλαιότεροι ήρθαν για ευκαιρίες και δεύτερα σπίτια, οι νεότεροι φεύγουν λόγω των συγκρούσεων». Για την αυξανόμενη ισραηλινή κοινότητα λέει πως υπάρχει πολιτισμική εγγύτητα: «Το προφίλ των Ισραηλινών που έρχονται είναι ευρωπαϊκό».
Γενικά, η ζωή στη Λεμεσό παραμένει βολική: «Όλα είναι κοντά, δεκαπέντε λεπτά ακόμη και με κίνηση. Θάλασσα, ξενοδοχεία, spa, νιώθεις σαν διακοπές». Εκτιμά το ότι οι περισσότεροι Κύπριοι μιλούν Αγγλικά και προσθέτει ότι μαθαίνει Ελληνικά. Εκτιμά επίσης την ευρωπαϊκή νοοτροπία της κυπριακής κοινωνίας. «Όλα είναι προσβάσιμα, παρότι είμαστε στην άκρη της Ευρώπης. Μου αρέσει και το κυπριακό φαγητό, απλό αλλά υγιεινό», καταλήγει.
Ντάνιελ, 25, ψηφιακός νομάς, Κριμαία
«Η Κύπρος είναι μια δεύτερη ευκαιρία για πολλούς»
«Ήρθα πρώτη φορά το 2014, έφηβος τότε, και δεν μου άρεσε καθόλου», λέει ο Ντάνιελ, 25 ετών, από την Κριμαία. «Μου φαινόταν αργή, παράξενη, αποκομμένη. Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι θα μείνω εδώ». Οκτώ χρόνια αργότερα, ο πόλεμος τα άλλαξε όλα. «Όταν ξεκίνησε η εισβολή, έφυγα», λέει. «Η Κύπρος ήταν γνώριμη, η πόλη είχε ενέργεια, οι άνθρωποι ήταν ανοιχτοί».
Σήμερα εργάζεται στον τομέα της τεχνολογίας και ζει άνετα στη Λεμεσό. Έχει αλλάξει δουλειές αρκετές φορές, μια αντανάκλαση του πόσο δυναμική έχει γίνει η τοπική tech σκηνή, και κερδίζει πάνω από τον μέσο μισθό των νεοαφιχθέντων εργαζομένων από ξένες χώρες. Αγόρασε πρόσφατα αυτοκίνητο, νοικιάζει διαμέρισμα χωρίς δυσκολία και υποστηρίζει ότι, «αν ψάξεις έξυπνα, η αγορά ενοικίων δεν είναι τόσο κακή όσο λένε». Απέχει πολύ από το στερεότυπο του νεόπλουτου Ρώσου μετανάστη. Ανήκει σε μια νεότερη γενιά που αναζητά την ταυτότητά της σε μια πόλη που αλλάζει μέσα από τη μετανάστευση και την ανάπτυξη. Από το 2022, η Κύπρος έχει δεχτεί ένα νέο κύμα ρωσόφωνων επαγγελματιών και οικογενειών, μαζί με Ουκρανούς και Λευκορώσους, που επανασχεδιάζουν τον χάρτη της Λεμεσού. Γραφεία τεχνολογίας, μικρές επιχειρήσεις και καφέ με κυριλλικά μενού γεμίζουν περιοχές που κάποτε ήταν ήσυχες.
Χιλιάδες νέοι αφιχθέντες έχουν έρθει μετά τον Φεβρουάριο του 2022 ως ψηφιακοί νομάδες, με αφορμή την τηλεργασία και τη μετεγκατάσταση εταιρειών. Παράλληλα, οι αυστηρότερες ευρωπαϊκές και αμερικανικές κυρώσεις εκκαθαρίζουν τις παλιές, αδιαφανείς εταιρικές δομές, αναδιαμορφώνοντας τη ρωσική σχέση με την Κύπρο. Η Κύπρος υπήρξε ήδη οικείο έδαφος, ένας κόμβος υπηρεσιών για ρωσικές επιχειρήσεις, με ενορίες, σχολεία και εκδόσεις στα Ρωσικά. Όμως το νέο κύμα είναι διαφορετικό, είναι νεότερο, τεχνολογικά καταρτισμένο και ενεργό κοινωνικά.
«Η δουλειά είναι εύκολη, η ζωή είναι εύκολη», λέει ο Ντάνιελ. «Η Κύπρος είναι απλή. Κοινωνικά όμως εξαρτάται. Πολλοί ρωσόφωνοι δεν μιλούν καλά Αγγλικά, οπότε μένουν κυρίως μεταξύ τους. Έχω φίλους που αναμειγνύονται με Κύπριους και άλλους ξένους αλλά οι περισσότεροι ζουν στον δικό τους κύκλο». Αυτός ο κύκλος όμως είναι ζωντανός. Ο Ντάνιελ επιμελείται μιας διαδικτυακής πλατφόρμας που φέρνει κοντά ρωσόφωνους επαγγελματίες μέσα από DJ nights και πολιτιστικά events. «Δεν είναι θέμα αποκλεισμού», λέει. «Είναι τρόπος να μοιραστούμε κάτι οικείο, μουσική και ενέργεια που μας λείπει εδώ».
Σε μία από αυτές τις εκδηλώσεις αντιμετώπισε «δύο επιθετικούς τύπους», όπως λέει, «αλλά τίποτα σοβαρό». Οι περισσότερες εμπειρίες του είναι θετικές: «Οι Κύπριοι είναι ζεστοί, καμιά φορά λίγο αμυντικοί αλλά τους καταλαβαίνω, είναι ο τόπος τους». Ο Ντάνιελ διακρίνει ξεκάθαρα δύο γενιές ρωσόφωνων. «Οι παλιοί, αυτοί που ήρθαν τη δεκαετία του 2000 κι έχουν χτίσει τη ζωή τους εδώ. Μιλούν Ελληνικά, έχουν παντρευτεί Κυπρίους, είναι μέρος της κοινωνίας. Εμείς είμαστε διαφορετικοί, ήρθαμε με λάπτοπ, όχι με οικογένειες. Πολλοί ακόμα δεν ξέρουμε τι ακολουθεί...»
Για εκείνον, ο καιρός είναι καθοριστικός: «Λατρεύω τον χειμώνα εδώ. Το καλοκαίρι είναι σκληρό αλλά προσαρμόζεσαι. Οργανώνεις τη μέρα σου γύρω από τη ζέστη». Γελά με τη γραφειοκρατία του νησιού αλλά εκτιμά τον ρυθμό ζωής: «Τα πράγματα αργούν αλλά το συνηθίζεις. Όλα τα άλλα, φαγητό, αγορές και φρέσκα προϊόντα, αποζημιώνουν τα μειονεκτήματα της ζωής εδώ. Είναι καλό μέρος για να χτίσεις κάτι». Παρατηρεί επίσης πως, σε αντίθεση με όσα γράφονται, «δεν είναι όλοι οι Ρώσοι πλούσιοι. Πολλοί απλώς δουλεύουν, νοικιάζουν, ζουν απλά. Η Κύπρος είναι εύκολη να την αγαπήσεις, αν δεν ψάχνεις πολυτέλεια». Στο ερώτημα τι θα ήθελε να βελτιωθεί, απαντά χωρίς δισταγμό: «Οι δημόσιες συγκοινωνίες και τα ψηφιακά συστήματα. Όλα πρέπει να γίνουν online, χωρίς χαρτιά, χωρίς ουρές».
Και αν Κύπριοι και Ρώσοι διαφέρουν πολύ; «Όχι τόσο», απαντά. «Και οι δύο αγαπάμε το φαγητό, παραπονιόμαστε για την κυβέρνηση...» Γελά. «Η μόνη διαφορά είναι η γλώσσα. Αν μιλούσαμε καλύτερα Αγγλικά ή Ελληνικά, θα συνδεόμασταν πιο εύκολα». Κοιτάζοντας μπροστά, βλέπει τη ρωσόφωνη κοινότητα να συνεχίζει να μεγαλώνει. «Θα έρθουν κι άλλοι, για δουλειά, για τον καιρό, για την ασφάλεια. Η Κύπρος είναι σταθερή, συνδεδεμένη, μια δεύτερη ευκαιρία για πολλούς».
Ελπίζει ότι αυτό το νέο κύμα θα χτίσει γέφυρες, όχι τοίχους. «Ήρθαμε για μια φυσιολογική ζωή, χωρίς πολιτική και φόβο. Αν δώσεις στους ανθρώπους κανόνες και χώρο θα τους σεβαστούν. Αν τους δώσεις κοινότητα θα συνεισφέρουν». Το «Limassolgrad» μπορεί να παραμένει τοπικό αστείο αλλά για πολλούς σαν τον Ντάνιελ είναι ζήτημα ρυθμού και προσαρμογής ως μια νέα ζωή κάτω από τον ήλιο, ανάμεσα σε DJ nights, αγορές και μια ήσυχη αυτοπεποίθηση ότι ήρθαν για να μείνουν.
ΛΣ, 79, Λεμεσιανή
«Αυτό που γίνεται τώρα είναι μία τραγωδία»
Για μια γυναίκα γεννημένη και μεγαλωμένη στη Λεμεσό, η ραγδαία ανάπτυξη δεν βιώνεται ως πρόοδος αλλά ως «εισβολή» και «τραγωδία». Θεωρεί υπεύθυνες τις αρχές και ένα σύστημα δομημένο πάνω στο χρήμα: Το κράτος δεν προστάτευσε τον χαρακτήρα της πόλης. Η απόφαση για τους πύργους, λέει, «πήγε κόντρα στην κουλτούρα και την ταυτότητά της». Η Λ.Σ. έχει ζήσει δεκαετίες αλλαγών, από την ανοικοδόμηση μετά το 1974 μέχρι τα νέα κύματα κατοίκων. Ενεργή στα πολιτιστικά, θυμάται μια πόλη δεμένη, που σταδιακά έγινε πολυσύχναστο αστικό κέντρο.
«Η αναπόφευκτη αλλαγή ξεκίνησε μετά τον πόλεμο του 1974», εξηγεί. «Οι τουριστικές ζώνες έπρεπε να ξαναγίνουν γρήγορα, μπαίνοντας βιαστικά σε μια νέα τουριστική βιομηχανία». Ακολούθησε εισροή Λιβανέζων που ρίζωσαν στη Λεμεσό, αλλάζοντας το κοινωνικό μωσαϊκό. «Αυτό που γίνεται τώρα, όμως, είναι τραγωδία», λέει για την πόλη που γνώριζε. Για εκείνη, η παλιά Λεμεσός ήταν πολιτισμικά ζωντανή. Συμμετείχε σε εκδηλώσεις και στη δημόσια ζωή. Σήμερα βλέπει δρόμους ασφυκτικούς και γειτονιές αλλοιωμένες από τη σύγχρονη ανάπτυξη.
Διακρίνει διαφορές στις νεότερες εγκαταστάσεις. «Η ισραηλινή κοινότητα είναι πιο κλειστή και επιδιώκει να φτιάξει δικές της ζώνες», παρατηρεί. «Οι Ρώσοι δεν ήταν τόσο επιθετικοί στη διεκδίκηση χώρου». Δίνει και παράδειγμα: «Ξέρω περιπτώσεις που χτύπησαν την πόρτα σε γνωστούς μου για να αγοράσουν το σπίτι τους». «Το κόστος ζωής και τα ενοίκια άλλαξαν τα πάντα. Οι ντόπιοι νιώθουν ξένοι στην ίδια τους την πόλη. Οι ταμπέλες και τα είδη καταστημάτων είναι ξένα σε ό,τι μεγάλωσα», λέει. Για εκείνη, αυτά είναι απτές υπενθυμίσεις μιας Λεμεσού που δεν αναγνωρίζει πια.
Με νοσταλγία και ανησυχία, αναγνωρίζει ότι η αλλαγή είναι αναπόφευκτη αλλά πιστεύει πως η πολιτισμική και κοινωνική ταυτότητα της πόλης έχει αλλοιωθεί βαθιά. Η ραγδαία ανάπτυξη δεν είναι μόνο πολεοδομία· είναι μετατόπιση ιστορίας και ταυτότητας που ξαναορίζει τι θα πει να είσαι κάτοικος της Λεμεσού.
Βαθιές ανισότητες
Ο δρ Θεόδωρος Κούρος, κοινωνικός ανθρωπολόγος και λέκτορας στο Τμήμα Επικοινωνίας και Σπουδών Διαδικτύου του ΤΕΠΑΚ, αντιμετωπίζει τη μεταμόρφωση της Λεμεσού με ερευνητική επιφύλαξη, όχι με νοσταλγία. Προειδοποιεί τόσο για τον ρομαντισμό του παρελθόντος όσο και για τον άκριτο ενθουσιασμό για την ανάπτυξη. Για εκείνον, η ταχεία επέκταση της πόλης αποκαλύπτει βαθιές ανισότητες και δείχνει ποιοι περιλαμβάνονται σε αυτή την «πρόοδο» και ποιοι αποκλείονται.
Η αλλαγή, εξηγεί, κινείται από τη λογική της επένδυσης και όχι από την κοινωνική ανάγκη. «Τιμές, ακίνητα, κόστος ζωής εκτοξεύονται. Η “ανάπτυξη” προβάλλεται ως επενδυτικό προϊόν, όχι ως κοινωνικός χώρος, όχι ως σπίτι κάποιου. Είναι σαν να μιλάμε για χρηματιστήριο, όχι για την καθημερινότητα των ανθρώπων».
Η ουσιαστική ανάπτυξη, τονίζει, πρέπει να συμβαδίζει με υποδομές. «Η αύξηση πληθυσμού θέλει λύσεις αποχέτευσης, κυκλοφορίας, σωστό σχεδιασμό. Αλλιώς, η ανάπτυξη γίνεται σε βάρος των κατοίκων». Η Λεμεσός «απλώνεται από την Παρεκκλησιά ώς την Ερήμη, γρήγορα αλλά χωρίς κοινωνικό προσανατολισμό». Το ίδιο βλέπει και στον πολιτισμό: «Οι χώροι τέχνης αντιμετωπίζονται ως επενδύσεις. Η πρόσβαση περιορίζεται, οι τιμές στοχεύουν συγκεκριμένα κοινά». Βιομηχανικά κτήρια σε Άγιο Ιωάννη και Τσιφλικούδια θα μπορούσαν να υπηρετήσουν την κοινότητα, «αντί να γεμίζουν πολυκατοικίες. Δεν μπορώ να φανταστώ τι θα γίνει με το παρκάρισμα αν συνεχίσει έτσι».
Η μετανάστευση στη Λεμεσό δεν είναι ενιαίο κύμα. «Υπάρχουν τουλάχιστον δύο ταχύτητες, οι πολύ φτωχοί και οι πολύ πλούσιοι, σε εντελώς διαφορετικές συνθήκες». Η κοινωνική γεωγραφία καθρεφτίζει αυτές τις ανισότητες, με προνομιούχους θύλακες και περιοχές που μένουν πίσω. Στο πλαίσιο του προγράμματος «Εκεί Έξω Μαζί» με τον οργανισμό Limassol 2030, μελέτησε τη διαδρομή από την Αγία Νάπα μέχρι τη μαρίνα: «Ο Μόλος σημαίνει ανοικτοσύνη και πρόσβαση, χώρο για πικνίκ, άσκηση, ποδήλατο. Μόλις περάσεις στο παλιό λιμάνι και τη μαρίνα, όλα αλλάζουν... Η μαρίνα της Λεμεσού και το παλιό λιμάνι είναι χώροι κατανάλωσης. Δεν κάνεις τίποτα εκεί αν δεν πληρώσεις. Ο ίδιος ο σχεδιασμός στέλνει μήνυμα ότι κάποιοι είναι ευπρόσδεκτοι κι άλλοι όχι». Ακόμη και οι «δημόσιοι» χώροι συχνά είναι ημιδημόσιοι και έντονα ελεγχόμενοι: «Το παλιό λιμάνι δείχνει υπερεμπορευματοποίηση. Αρχιτεκτονικές και διοικητικές επιλογές περιορίζουν τις χρήσεις. Η μαρίνα είναι υπόδειγμα αποκλεισμού: Χωρίς παγκάκια, χωρίς σκιά, με ιδιωτική φύλαξη και πινακίδες παντού».
Ο τρόπος που διαχειριζόμαστε τους δημόσιους χώρους αποκαλύπτει σχέσεις ισχύος και ανισότητας. «Αν δούμε προσεκτικά αυτούς τους τόπους, θα καταλάβουμε πώς ο σχεδιασμός, οι κανόνες και το εμπόριο διαμορφώνουν την καθημερινή ζωή. Οι χώροι της πόλης αντανακλούν τις προτεραιότητές της και σήμερα αυτές υπηρετούν πιο πολύ την επένδυση παρά την κοινότητα».
Η άποψη του δημάρχου
Ο δήμαρχος, Γιάννης Αρμεύτης, δεν αποδέχεται ότι η Λεμεσός αλλάζει ξαφνικά ή ότι είναι η μοναδική πόλη στην Κύπρο που αλλάζει. Επιμένει να βλέπει με αισιοδοξία τη θητεία του με όραμα μία προσβάσιμη Λεμεσό, καθαρή, πράσινη και χωρίς αποκλεισμούς, με καλύτερες υποδομές, συνδεσιμότητα και έργα που βελτιώνουν την ποιότητα ζωής.
Μιλώντας στον «Π», τονίζει ακόμη πως η ανάπτυξη είναι φυσική εξέλιξη κάθε πόλης. «Όλες οι πόλεις εξελίσσονται», λέει. «Δεν δέχομαι ότι μόνο η Λεμεσός αλλάζει ή ότι αυτό συμβαίνει τώρα για πρώτη φορά». Ο κ. Αρμεύτης αναδεικνύει τον πολυπολιτισμικό χαρακτήρα ως βασικό πλεονέκτημα. «Είναι ομαλή η συνύπαρξη ανάμεσα σε όλες τις κοινότητες», σημειώνει και επιμένει πως υπάρχει χώρος για όλους. «Οι λέξεις-κλειδιά είναι συνύπαρξη, ενσωμάτωση και κοινωνική συνοχή».
Παραδέχεται ότι η ταχεία επέκταση φέρνει προκλήσεις, ιδιαίτερα περιβαλλοντικές. Η αστική εξάπλωση μπορεί να διαταράξει την ισορροπία, αν δεν υπάρξει σωστή διαχείριση. «Η Λεμεσός μεγαλώνει γρήγορα και αυτό φέρνει διάφορα προβλήματα. Η ανάπτυξη πρέπει να σέβεται τις υποδομές, το περιβάλλον και τους ανθρώπους που ζουν εδώ».
Ο δήμος δίνει έμφαση στην αναζωογόνηση βασικών οδών, στη δημιουργία πράσινων διαδρομών για πεζή μετακίνηση και ποδηλασία και στην επέκταση του δικτύου αστικών πάρκων. Προχωρούν επίσης έργα για στήριξη φοιτητών και πολιτισμού, με νέες φοιτητικές κατοικίες και πολιτιστικό κέντρο, ενώ μέσω συνεργασίας με τον Οργανισμό Αναπτύξεως Γης επιδιώκεται περισσότερη προσιτή στέγη. Στόχος μια πόλη χωρίς αποκλεισμούς που καλύπτει ανάγκες όλων των κατοίκων.
Για τα καθημερινά, ο δήμαρχος θεωρεί την κυκλοφορία το πιο πιεστικό ζήτημα. «Μαγικές λύσεις δεν υπάρχουν». Ωστόσο, τα προσεχή έργα υποδομής, όπως παρακάμψεις και αναδιαμορφωμένοι άξονες, αναμένεται να βελτιώσουν την εικόνα. Υλοποιούνται πρόνοιες του Σχεδίου Βιώσιμης Αστικής Κινητικότητας με νέους μονόδρομους, πεζοδρομήσεις, πεζογέφυρες πάνω από τον αυτοκινητόδρομο, καθώς και χώρο Park & Ride.
Παρά τις προκλήσεις ο δήμαρχος παραμένει αισιόδοξος. Η Λεμεσός συμμετέχει στον διαγωνισμό για τον τίτλο της Ευρωπαϊκής Πολιτιστικής Πρωτεύουσας 2030, «μια μεγάλη, συλλογική προσπάθεια».
«Το όραμά μας για τη Λεμεσό μένει σταθερό», καταλήγει. «Μια πόλη προσβάσιμη για όλους, πρωτοπόρος, καθαρή, πράσινη, με καλύτερες υποδομές και συνδεσιμότητα και έργα που ανεβάζουν την ποιότητα ζωής. Συνεχίζουμε».






