Η έντονη διαφωνία του σε σχέση με της πρόνοιες των νομοσχεδίων για διαχωρισμό των εξουσιών του Γενικού Εισαγγελέα και του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα επαναλαμβάνεται σε σημείωμά του προς την Επιτροπή Οικονομικών ο Γενικός Εισαγγελέας ενόψει της συζήτησης του προϋπολογισμού της Νομικής Υπηρεσίας.
Όπως τονίζεται στο σημείωμα, ο Γενικός Εισαγγελέας, σεβόμενος την πολιτική βούληση για διαχωρισμό των εξουσιών, προχώρησε στην υπογραφή των νομοσχεδίων, παρά τη διαφορετική άποψή του, η οποία διαφυλάσσεται από την ανεξαρτησία του θεσμού.
Ο Γενικός Εισαγγελέας επαναλαμβάνει τους προβληματισμούς του, όπως αναφέρθηκαν και στις συζητήσεις που έγιναν στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή Νομικών. Οι διαφωνίες του Γενικού Εισαγγελέα έχουν να κάνουν με τη σκοπιμότητα και τη συνταγματικότητα των προωθούμενων αλλαγών.
Οι θέσεις του Γεν. Εισαγγελέα σε σχέση με τη σκοπιμότητα συνοψίζονται σε τρία σημεία:
● Δεν υπάρχει οποιαδήποτε μελέτη που να δεικνύει ότι η προτεινόμενη μεταρρύθμιση που προωθείται στον θεσμό του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας θα λειτουργήσει αποτελεσματικότερα και/ή ότι θα επιλυθούν τα προβλήματα που η κυβέρνηση στοχεύει να επιλύσει.
● Δεν έχει παρουσιαστεί εκτίμηση του μακροπρόθεσμου κόστους αυτής της μεταρρύθμισης για το κράτος, ζήτημα που πρέπει να απασχολήσει.
● Θα μπορούσαν να προταθούν εναλλακτικές προτάσεις και/ή λύσεις, οι οποίες δεν θα άφηναν περιθώρια για συνταγματικές επιφυλάξεις.
Αναφορικά με το ζήτημα της συνταγματικότητας των προωθούμενων νομοθετικών αλλαγών, ο Εισαγγελέας υποστηρίζει ότι με την προτεινόμενη συνταγματική τροποποίηση, η Δημοκρατία επιβαρύνεται με μια επιπρόσθετη ανασφάλεια, εάν ο νέος θεσμός του Γενικού Δημόσιου Κατήγορου και του Βοηθού Γενικού Δημόσιου Κατήγορου που θα λαμβάνουν τις αποφάσεις των ποινικών διώξεων είναι εντός του πλαισίου του Συντάγματος. «Η όποια συνταγματική τροποποίηση δεν θα πρέπει να επηρεάζει βασικές δομές/θεσμούς του Συντάγματος που αγγίζουν και/ή επηρεάζουν θεμελιώδη δικαιώματα και/ή την κρατική υπόσταση. Η συνταγματική τροποποίηση για το ζήτημα του διαχωρισμού των εξουσιών του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, με τον τρόπο που προτείνεται, είναι δραστική. Μια τέτοια τροποποίηση δυνατόν να θίγει τον πυρήνα και τη βάση του Συντάγματος του 1960, όπως αυτό συντάχθηκε. Το θεμελιώδες Άρθρο 112.1 του Συντάγματος προνοεί μόνο δύο αξιωματούχους, αμφότεροι στη θέση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, όχι όμως για να μοιράζουν μεταξύ τους τις νομικές αρμοδιότητες που απαριθμούνται σε μη θεμελιώδη άρθρα, αλλά για να υπάρχει ένας εξ εκάστης κοινότητας λόγω του δικοινοτικού χαρακτήρα που υπάρχει στο Σύνταγμα, αμφότεροι όντες αρμόδιοι επί όλων των καθοριζόμενων αρμοδιοτήτων», σημειώνει.
Εκφράζει επίσης την θέση ότι, με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις, επηρεάζεται ο πυρήνας του νοήματος του κειμένου του Συντάγματος με τρόπο που ουσιαστικά αντικαθιστά τον συντακτικό νομοθέτη και αλλάζει τη βούλησή του. «Το Δίκαιο της Ανάγκης αποτελεί ύστατο μέτρο για την αντιμετώπιση καταστάσεων που καθιστούν αντικειμενικά αδύνατη τη συνέχιση της λειτουργίας των οργάνων της Πολιτείας κατά τρόπο ασύμφωνο με τις συνταγματικές διατάξεις, σε καμία όμως περίπτωση δεν συνιστά μέτρο παράκαμψης των προνοιών του Συντάγματος, ούτε διέξοδο από τις περιοριστικές του διατάξεις. Σε κάθε περίπτωση, το Δίκαιο της Ανάγκης δεν επιτρέπει άμεση ή έμμεση τροποποίηση θεμελιωδών άρθρων, διότι εφαρμόζεται για να υποστυλώσει το Σύνταγμα όχι για να το ανατρέψει», επισημαίνει.








