Το ότι η Κύπρος υπήρξε ενιαίο βασίλειο προκύπτει από λίγες σχετικά αναφορές που έχουμε. Κατά τον 14ο π.Χ. αι. γνωρίζουμε, από πινακίδες που βρέθηκαν στην Τελ Ελ Αμάρνα της Αιγύπτου, την ύπαρξη στην Κύπρο ενός βασιλιά – άγνωστο το όνομά του – που αλληλογραφούσε με τον φαραώ Αμένοφιν Δ΄ ή Ακενατόν (1375 – 1358 π.Χ.). Οι πινακίδες, πέραν των 300, πήλινες και με εγχάρακτα κείμενα, ανήκαν στο αρχείο του φαραώ. Επτά από αυτές ήσαν επιστολές ενός Κυπρίου βασιλιά, ενώ η όγδοη ήταν επιστολή κάποιου ανώτατου αξιωματούχου προς Αιγύπτιο ομόλογό του. Μαρτυρούν δε οι επιστολές εκείνες την ύπαρξη τότε πολύ καλών συμμαχικών σχέσεων μεταξύ Κύπρου και Αιγύπτου, αλλά και εκτενείς εμπορικές σχέσεις. Ο Κύπριος βασιλιάς αποκαλεί τον φαραώ «αδελφό του» και γενικά φαίνεται να υπήρχε τότε μια οικειότητα μεταξύ τους. Υπάρχει μάλιστα και η γνώμη (από Γερμανούς επιστήμονες που βασίστηκαν και σε κρανιολογικές μελέτες) ότι πιθανώς να είχαν υπάρξει και συγγενικοί δεσμοί μεταξύ των δυο Οίκων, αφού η σύζυγος του φαραώ Ακενατόν, η περιβόητη Νεφερτίτη, ίσως να ήτανε μια πριγκίπισσα από την Κύπρο.
Μερικούς αιώνες αργότερα, συγκεκριμένα τον 11ο π.Χ. αι., έχουμε μια ακόμη μαρτυρία από την Αίγυπτο, σ’ ένα κείμενο που σώθηκε σε πάπυρο και αποτελούσε αναφορά ενός Αιγυπτίου ιερέα, του Βεναμόν. Ο οποίος, ταξιδεύοντας με καράβι από τη Συρία προς την πατρίδα του, δέχθηκε επίθεση πειρατών και αναγκάστηκε να καταφύγει στην Κύπρο. Εδώ τελικά βοηθήθηκε από μια ντόπια βασίλισσα που αναφέρεται με το όνομα Χετέμπ. Δεν είναι όμως σαφές σε ποια πόλη της Κύπρου είχε φθάσει ο ιερέας Βεναμόν, όπου μάλιστα βασίλευε μια γυναίκα, που χειρίστηκε και το πρόβλημά του. Θα πρέπει να επρόκειτο πλέον για ένα από τα μικρά βασίλεια που είχαν ιδρυθεί στο νησί περίπου τότε ή και κάπως ενωρίτερα, προφανώς ένα από τα παραθαλάσσια. Οπότε, μάλιστα κατά την περίοδο του Τρωικού Πολέμου, η Κύπρος ήτανε ακόμη έναν ενιαίο βασίλειο, με βασιλιά του τον μυθικό Κινύρα. Για τον οποίο υπάρχουν στις αρχαίες πηγές διάφορες και διαφορετικές πληροφορίες. Μια απ’ αυτές θέλει να ήτανε γιος και διάδοχος άλλου Κυπρίου βασιλιά, του Βίαντος ή Θείαντος, ενώ άλλες αναφορές τον θέλουνε να είχε καταγωγή από τη Μικρά Ασία. Στις υπάρχουσες πηγές γίνεται λόγος για αμύθητα πλούτη του Κινύρα, αφού τότε ήδη η Κύπρος εμπορευόταν μεταξύ άλλων και τον πολύτιμο χαλκό της. Ο Κινύρας αναφέρεται ότι είχε βασιλεύσει στα χρόνια του Τρωικού Πολέμου, που χρονικά τοποθετείται στα τέλη του 13ου ή τις αρχές του 12ου π.Χ. αι. Μάλιστα ο Όμηρος περιγράφει και τον περίφημο χάλκινο θώρακα του αρχηγού των Ελλήνων, του Αγαμέμνονα, που ήτανε δώρο του Κινύρα, τον οποίο είχαν επισκεφθεί στο νησί οι Μενέλαος και Οδυσσέας, προκειμένου να ζητούσανε τη συνδρομή του στην εκστρατεία κατά της Τροίας. Ο Κινύρας, αν και είχε υποσχεθεί να βοηθήσει, τελικά δεν το έπραξε.