Πρωτόγνωρη για το ημεδαπό δίκαιο ήταν μια συγκλονιστική υπόθεση που αφορούσε εξώθηση στην επαιτεία δύο κοριτσιών με ελαφρά νοητική υστέρηση από τη μητέρα και τον αδελφό τους, η οποία συνοδευόταν ενίοτε από βάναυση κακοποίηση. Η δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας Μαριλένα Μηλιώτου, που εκδίκασε την υπόθεση, δεν εντόπισε κάποια αυθεντία στην κυπριακή νομολογία που θα μπορούσε να θεωρηθεί πανομοιότυπη ή έστω παραπλήσια με την υπό κρίση περίπτωση ώστε να λάβει καθοδήγηση, έτσι χρειάστηκε να δημιουργήσει η ίδια δεδικασμένο κρίνοντας ως αρμόζουσα ποινή αυτήν της 15μηνης φυλάκισης και για τους δύο κατηγορούμενους.
Χωρίς να παραλείψει να χαρακτηρίσει τη συμπεριφορά μάνας και γιου (ηλικίας 45 και 24 ετών αντίστοιχα) εγκληματική και απάνθρωπη, η δικαστής στην επιμέτρηση της ποινής έλαβε υπόψη το καθαρό ποινικό τους μητρώο, αλλά και την ανέχεια που βίωνε όλη η οικογένεια, σε σημείο που όταν κάποια στιγμή βρέθηκαν στην Ελλάδα, ώστε να υπηρετήσει ο γιος τη στρατιωτική του θητεία, χρειάστηκε ο ίδιος και η μητέρα του να φιλοξενηθούν σε κέντρο αστέγων. Και τα τρία παιδιά ήταν επίσης μάρτυρες κακοποίησης της μητέρας τους από τον πατέρα τους, ο οποίος δεν εργαζόταν και τα όποια χρήματα έμπαιναν στο σπίτι προέρχονταν από τη γεωργική εργασία που περιστασιακά εκτελούσε η μητέρα.
Τα αδικήματα για τα οποία κρίθηκαν ένοχοι ήταν συνοπτικά η εμπορία ενήλικου και η εμπορία ανήλικου προσώπου (η μία από τις αδελφές ήταν 15 ετών και η άλλη 21 όταν το 2012, βάσει των κατηγοριών, στρατολογήθηκαν στην επαιτεία), η κοινή επίθεση και η επίθεση με πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης. Κατηγορούμενος ήταν και 53χρονος που αντιμετώπιζε την κατηγορία της εκμετάλλευσης προσώπου στην εργασία, η οποία συνίστατο στο ότι για 2 χρόνια εργοδοτούσε την ενήλικη αδελφή περίπου ως καθαρίστρια στην μπιραρία που διατηρούσε και της έδινε ελάχιστη αμοιβή. Σε αυτόν το δικαστήριο επέβαλε ποινή προστίμου ύψους 5 χιλιάδων ευρώ. Αρχικά και οι τρεις κατηγορούμενοι αντιμετώπιζαν και την κατηγορία της εξώθησης στην πορνεία της ενήλικης, καθώς και άλλες κατηγορίες, οι οποίες όμως στην πορεία αποσύρθηκαν.
Με καυτή κουτάλα
Η υπόθεση καταγγέλθηκε στην Αστυνομία τον Ιανουάριο του 2015, όταν για μια ακόμα φορά οι αδελφές εθεάθησαν από τον ιερέα του χωριού όπου διέμεναν να είναι κακοποιημένες. Στις καταθέσεις που ακολούθως έδωσαν, η ενήλικη ανέφερε πως όταν ήρθαν στην Κύπρο από τη Γερμανία η μητέρα της της βρήκε δουλειά σε συγκεκριμένη μπιραρία, με σύσταση από τον ιδιοκτήτη ότι πρέπει να «κάμνει ποτά» με πελάτες. Της είπε επίσης ότι άλλες κοπέλες έκαναν σεξ είτε στις τουαλέτες είτε σε τροχόσπιτο που βρισκόταν πίσω από την μπιραρία. Η ίδια δεν ήθελε να πηγαίνει με πελάτες και έτσι ο Ε/Κ ιδιοκτήτης την ανάγκαζε υπό καθεστώς εκφοβισμού να πλένει τα πιάτα, ενώ Ρουμάνα που εργαζόταν επίσης στην μπιραρία την τραβούσε από τα μαλλιά και τη χαστούκιζε όταν εξέφραζε την ίδια άρνηση.
Τα χρήματα τελικά που της έδιναν ήταν 5-10 ευρώ τη νύχτα και όταν πήγαινε στο σπίτι με αυτά τα λεφτά, η μάνα της θύμωνε, την έβριζε ότι είναι άχρηστη, την κτυπούσε με χαστούκια στο πρόσωπο και την τραβούσε από τα μαλλιά. Μάλιστα περιέγραψε συγκεκριμένο περιστατικό όταν η μητέρα της την κτύπησε με καυτή κουτάλα στο κεφάλι προκαλώντας της αιμορραγία, αλλά κανένας δεν την πήγε στον γιατρό. Όλα αυτά γίνονταν στην παρουσία του αδελφού και της ανήλικης αδελφής της, η οποία επίσης δεχόταν κτυπήματα και μαλλιοτραβήγματα όταν επιχειρούσε να υπερασπιστεί την αδελφή της. Το τελευταίο περιστατικό βίας σε βάρος της πρώτης κοπέλας, που οδήγησε και στην καταγγελία, συνέβη τον Ιανουάριο του 2015. Ο αδελφός της, όπως είπε, την έπιασε από τον λαιμό και την κρατούσε καθώς η μάνα την κτυπούσε με μπουνιές και την έβριζε με τη φράση «άχρηστη, πάλι δεν έφερες λεφτά».
Στη δική της κατάθεση η ανήλικη ανέφερε ότι εξανάγκαζαν και την ίδια να βγαίνει στους δρόμους και να ζητιανεύει και, όταν αρνείτο να το κάνει, την απειλούσαν ότι θα την πετάξουν στον δρόμο.