Η απονομή της δικαιοσύνης δεν ήταν ποτέ εύκολη υπόθεση, ιδιαίτερα όταν στο επίκεντρο βρίσκονται ανήλικοι μάρτυρες και θύματα. Η πρώην δικαστής του Κακουργιοδικείου και νυν Επίτροπος για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Παιδιού, Δέσπω Μιχαηλίδου, μίλησε στο ραδιόφωνο του «Π» και την εκπομπή «Δεύτερη Ματιά» για τις δυσκολίες που αντιμετώπισε κατά τη διάρκεια της θητείας της, καθώς έχει διατελέσει Δικαστής Κακουργιοδικείου, και τις βελτιώσεις που έχουν γίνει στο νομικό σύστημα για την προστασία των παιδιών.
Οι προκλήσεις του παρελθόντος
Ενδεικτικά, σύμφωνα με την Επίτροπο, «όταν ήμουν πρόεδρος του Κακουργιοδικείου, οι διαδικασίες ήταν πολύ πρωτόγονες όσον αφορά την εξέταση υποθέσεων κακοποίησης ανηλίκων» αφού τότε, δεν υπήρχαν ειδικές μονάδες για τη διαχείριση τέτοιων υποθέσεων, ούτε κατάλληλοι χώροι για την κατάθεση των παιδιών. Οι ανήλικοι μάρτυρες έπρεπε να καταθέσουν με φυσική παρουσία στο δικαστήριο, γεγονός που συχνά τους έφερνε αντιμέτωπους με τον κατηγορούμενο. «Είχαμε περιπτώσεις παιδιών νηπιαγωγείου που έπρεπε να καταθέσουν, φοβισμένα και απροετοίμαστα», σημειώνει η Επίτροπος Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού, αναφερόμενη στην εποχή που ήταν Δικαστής.
Σε μια προσπάθεια προστασίας των ανηλίκων, η Δέσπω Μιχαηλίδου είχε ζητήσει από το νοσοκομείο της Πάφου να παραχωρήσει στο Δικαστήριο ένα παραβάν, προκειμένου τα παιδιά να μην έρχονται σε οπτική επαφή με τον κατηγορούμενο κατά την είσοδό τους στην αίθουσα.
Οι σύγχρονες συνθήκες
Σήμερα, η διαδικασία έχει εξελιχθεί σημαντικά. «Υπάρχει πλέον η ειδική μονάδα για σεξουαλικά εγκλήματα, καθώς και το “Σπίτι του Παιδιού”, όπου εξειδικευμένοι ψυχολόγοι λαμβάνουν τις καταθέσεις των παιδιών μέσω τηλεδιάσκεψης», εξηγεί η Επίτροπος. Αυτό σημαίνει ότι οι ανήλικοι δεν χρειάζεται πλέον να βρίσκονται με φυσική παρουσία στο δικαστήριο, αποφεύγοντας έτσι την ψυχολογική επιβάρυνση της άμεσης αντιπαράθεσης με τον θύτη.
Οι καταθέσεις βιντεοσκοπούνται και αξιολογούνται από ειδικούς, διασφαλίζοντας τόσο την ακρίβεια των δηλώσεων όσο και την προστασία του ανήλικου μάρτυρα. «Είναι ευλογία για τον τόπο μας η ύπαρξη του “Σπιτιού του Παιδιού”, καθώς ελάχιστες χώρες στην Ευρώπη διαθέτουν τέτοιες δομές», τονίζει.
Η συναισθηματική επιβάρυνση του δικαστή
Οι δικαστές που ασχολούνται με τέτοιες υποθέσεις έρχονται συχνά αντιμέτωποι με έντονα συναισθήματα. «Δεν ήταν εύκολο. Πολλές φορές είχα έναν κόμπο στο λαιμό, και μέσα μου ένιωθα θυμό, όχι μόνο προς τους κατηγορούμενους, αλλά και προς τους δικηγόρους που εξευτέλιζαν τα παιδιά και τα θύματα», αποκαλύπτει.
Το έργο ενός δικαστή δεν σταματά μόνο στην προστασία των θυμάτων. Πολλές φορές πρέπει να πάρει δύσκολες αποφάσεις και για ανήλικους παραβάτες, όταν δεν υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις πέραν της φυλάκισης. «Είχα έναν ανήλικο που προερχόταν από κακοποιητικό περιβάλλον και είχε διαπράξει σοβαρά αδικήματα. Παρότι του είχαν δοθεί ευκαιρίες με αναστολή, η κλιμάκωση των πράξεών του με οδήγησε στη δύσκολη απόφαση να τον στείλω στη φυλακή», ανέφερε.