Η «προφορική γνωμάτευση» που δόθηκε από τη Νομική Υπηρεσία στο Υπουργείο Παιδείας, για τη διαβίβαση φακέλου υπόθεσης σεξουαλικής παρενόχλησης προς την επίτροπο Διοικήσεως και το Τμήμα Εργασίας, χάθηκε κάπου ανάμεσα σε τηλεφωνικές συνομιλίες, emails και διοικητικές παρερμηνείες, με τους βουλευτές της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων να ζητούν όπως γίνει έρευνα για το ποιος λειτουργός ή αξιωματούχος του ΥΠΑΝ αγνόησε, εσκεμμένα ή θελημένα, τη θέση της ΝΥ.
Το «σπασμένο τηλέφωνο» μεταξύ ΥΠΑΝ και Νομικής Υπηρεσίας έφερε στην επιφάνεια ένα πλέγμα διαδικαστικών στρεβλώσεων και γραφειοκρατικής σύγχυσης που σήμερα προκαλεί πολιτικές και θεσμικές αναταράξεις. Η υπόθεση, που απασχόλησε εκ νέου χθες την Επιτροπή, αφορά υψηλόβαθμο στέλεχος του Υπουργείου Παιδείας το οποίο σήμερα τελεί υπό διαθεσιμότητα, αφού έχει καταχωρισθεί εναντίον του ποινική υπόθεση για σεξουαλική παρενόχληση υφισταμένων του -με μία εκ των καταγγελιών να αφορά περίοδο που η καταγγέλλουσα ήταν ανήλικη. Παρά το γεγονός ότι σε πειθαρχικό επίπεδο ο λειτουργός είχε δικαιωθεί και στη συνέχεια προαχθεί, η Δικαιοσύνη σήμερα εξετάζει την υπόθεση ποινικά.
Η συζήτηση στην Επιτροπή επικεντρώθηκε στο γιατί το Υπουργείο Παιδείας δεν παρέδωσε εγκαίρως τον φάκελο στην επίτροπο Διοικήσεως, όπως όφειλε. Από τη μία πλευρά, η Νομική Υπηρεσία υποστηρίζει ότι υπήρξε ξεκάθαρη οδηγία –έστω και προφορικά– ότι τα στοιχεία μπορούσαν να δοθούν, από την άλλη όμως το υπουργείο επιμένει ότι δεν υπήρξε γραπτή τοποθέτηση και πως χωρίς αυτή δεν μπορούσε να ενεργήσει. Η λειτουργός της Νομικής Υπηρεσίας Ζωή Κυριακίδου ανέφερε πως η Εισαγγελία «προφορικά ξεκαθάρισε» στους λειτουργούς του υπουργείου ότι ο φάκελος μπορούσε να δοθεί αλλά το υπουργείο ζήτησε επιβεβαίωση γραπτώς, η οποία δεν ήρθε ποτέ. Αντίθετα, η τελική τοποθέτηση της Νομικής Υπηρεσίας διαβιβάστηκε μόλις στις 9 Οκτωβρίου, δηλαδή μήνες μετά τη λήξη της πειθαρχικής έρευνας, με σαφή οδηγία να δοθούν τα στοιχεία «μετά την ολοκλήρωση της έρευνας».
Καμία συγκάλυψη
Η υπουργός Παιδείας, Αθηνά Μιχαηλίδου, υποστήριξε ότι δεν υπήρξε πρόθεση συγκάλυψης, επισημαίνοντας πως «όλα τα στοιχεία διαβιβάστηκαν στην Αστυνομία από την πρώτη στιγμή». Παραδέχθηκε, ωστόσο, ότι «δεν είναι όλα τόσο ξεκάθαρα στη νομοθεσία» και πως το υπουργείο, για να μην εκτεθεί νομικά, ζητούσε διαρκώς τη συμβουλή της Νομικής Υπηρεσίας. «Ως πολιτική προϊστάμενος, δεν δέχομαι τίποτε τηλεφωνικά», ξεκαθάρισε χαρακτηριστικά, δείχνοντας προς την πλευρά της Εισαγγελίας. Ο γενικός διευθυντής του υπουργείου, Γιώργος Παντελή, εξήγησε ότι, κατά τη διάρκεια της πειθαρχικής διαδικασίας, η Νομική Υπηρεσία είχε εισηγηθεί να μην δοθεί ο φάκελος, θέση που το υπουργείο ακολούθησε πιστά. Όταν ωστόσο ολοκληρώθηκε η έρευνα, η Νομική Υπηρεσία –όπως είπε– έδωσε διαφορετική καθοδήγηση, οδηγώντας σε σύγχυση και καθυστερήσεις.
«Τρεις οι καταγγέλλουσες»
Η ασυνεννοησία αυτή άνοιξε νέο κύκλο ερωτημάτων στη Βουλή. Βουλευτές όλων των κομμάτων ζήτησαν να διερευνηθεί ποιος λειτουργός ή αξιωματούχος του ΥΠΑΝ ενημερώθηκε για τη γνωμάτευση και αν υπήρξε σκόπιμη καθυστέρηση ή συγκάλυψη. Όπως ανέφερε η πρόεδρος της Επιτροπής, Ειρήνη Χαραλαμπίδου, η έλλειψη πειθαρχικής εξέλιξης οδήγησε μία από τις τρεις καταγγέλλουσες να αποσύρει την καταγγελία της.
Δαιδαλώδεις διαδικασίες
Στη συνεδρίαση παρευρέθηκαν και εκπρόσωποι του Υπουργείου Εργασίας, επισημαίνοντας ότι το θεσμικό πλαίσιο διερεύνησης τέτοιων υποθέσεων παραμένει χαοτικό. Η Ελένη Κουζούπη, εκ μέρους της Επιτροπής Ισότητας, ανέφερε ότι πολλά θύματα χάνουν τα δικαιώματά τους επειδή δεν γνωρίζουν πού να απευθυνθούν. Παρότι η Επιτροπή παρέχει δωρεάν νομική στήριξη, «το κονδύλι μένει αχρησιμοποίητο επειδή δεν φτάνουν καταγγελίες», σημείωσε. Από την πλευρά του Τμήματος Εργασίας, η Αλεξία Χατζηκουμή ανέφερε ότι υπήρξε άμεση ανταπόκριση όταν κατατέθηκε η σχετική καταγγελία, όμως «η δυστοκία του Υπουργείου Παιδείας να παραθέσει στοιχεία» οδήγησε σε αδιέξοδο. Το τελικό πόρισμα, όπως είπε, κατέληξε στο ότι «δεν μπορούν να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα». Η εικόνα που διαμορφώθηκε στη Βουλή ήταν αυτή ενός κατακερματισμένου και ανεπαρκούς συστήματος διερεύνησης, όπου οι υπηρεσίες λειτουργούν απομονωμένα, χωρίς ενιαίο πρωτόκολλο και χωρίς σαφείς οδηγίες για το πώς πρέπει να προχωρούν υποθέσεις σεξουαλικής παρενόχλησης στον δημόσιο τομέα.
«Δεν είναι όλα ξεκάθαρα»
Η ίδια η υπουργός Παιδείας αναγνώρισε ότι «οι νομοθεσίες δεν είναι πάντα σαφείς» και ότι «ένα μικρό λάθος μπορεί να ρίξει μια υπόθεση στο δικαστήριο». Υποσχέθηκε ότι το υπουργείο θα προχωρήσει σε διορθωτικές κινήσεις, «όπου εντοπίζονται στρεβλώσεις». Παράλληλα, οι βουλευτές κάλεσαν την κυβέρνηση να αποστείλει εγκύκλιο προς όλα τα υπουργεία με οδηγίες για τη διαχείριση τέτοιων καταγγελιών, ώστε να μην επαναληφθούν φαινόμενα «διοικητικής τύφλωσης».
Η βουλευτής του ΔΗΣΥ Ρίτα Σούπερμαν χαρακτήρισε την κατάσταση «προβληματική και δαιδαλώδη», επισημαίνοντας την έλλειψη μηχανισμών πρόληψης και προστασίας των θυμάτων. «Μειώσαμε την ορατότητα του αδικήματος, κάνοντάς το πειθαρχικό αντί ποινικό», είπε χαρακτηριστικά. Η ανεξάρτητη βουλευτής Αλεξάνδρα Ατταλίδου επέκρινε την κρατική αδράνεια, λέγοντας πως οι αρμόδιοι, «αντί να προστατεύσουν τις καταγγέλλουσες, δημιούργησαν ένα εχθρικό κλίμα με απειλές για κάθαρση». Ο βουλευτής του ΑΚΕΛ Γιώργος Κουκουμάς τόνισε ότι το ζητούμενο πλέον είναι «τα θύματα να έχουν εμπιστοσύνη ότι το κράτος θα τους σταθεί αρωγός, όχι εμπόδιο».