Ο οίκος αξιολόγησης DBRS αναβάθμισε τις μακροπρόθεσμες αξιολογήσεις ξένου και εγχώριου νομίσματος της Κυπριακής Δημοκρατίας από BBB (υψηλό) σε A (χαμηλό).
Η τάση σε όλες τις μακροπρόθεσμες αξιολογήσεις παραμένει θετική. Ταυτόχρονα, ο οίκος επιβεβαίωσε τις βραχυπρόθεσμες αξιολογήσεις ξένου και εγχώριου νομίσματος της Κύπρου στο R-1 (χαμηλό). Η τάση σε όλες τις βραχυπρόθεσμες αξιολογήσεις παραμένει σταθερή.
Όπως αναφέρεται σε ανακοίνωση του οίκου, η αναβάθμιση και η θετική τάση αντικατοπτρίζουν την απότομη μείωση της επιβάρυνσης του δημόσιου χρέους τα τελευταία χρόνια και την προσδοκία ότι οι μετρήσεις του δημόσιου χρέους θα συνεχίσουν να βελτιώνονται ουσιαστικά τα επόμενα χρόνια.
Ο δείκτης του χρέους της γενικής κυβέρνησης προς το ΑΕΠ μειώθηκε από 96,5% τον Δεκέμβριο του 2021 σε 69,7% τον Σεπτέμβριο του 2024, λόγω των μεγάλων δημοσιονομικών πλεονασμάτων και των υψηλών ρυθμών αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ.
Όσον αφορά το μέλλον, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβλέπει ότι το χρέος της γενικής κυβέρνησης θα μειωθεί στο 56,7% του ΑΕΠ το 2026, καθώς οι οικονομικές και δημοσιονομικές εξελίξεις αναμένεται να παραμείνουν ευνοϊκές.
Τονίζεται ότι η οικονομική ανάπτυξη είναι πιθανό να συνεχίσει να επωφελείται από την ισχυρή ιδιωτική κατανάλωση, τις αυξανόμενες εξαγωγές υπηρεσιών και τις ισχυρές κατασκευαστικές επενδύσεις τα επόμενα χρόνια.
Υποδεικνύεται ότι ενώ, όπως και άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), οι προοπτικές εκτίθενται σε καθοδικούς κινδύνους, όπως η κλιμάκωση των γεωπολιτικών και παγκόσμιων εμπορικών εντάσεων, η κυπριακή οικονομία είναι λιγότερο ευάλωτη στον άμεσο αντίκτυπο των αυξανόμενων δασμών των ΗΠΑ στις εισαγωγές αγαθών της ΕΕ από τις περισσότερες άλλες χώρες της ΕΕ, δεδομένου του σχετικά μικρού μεγέθους του μεταποιητικού τομέα.
Δημοσιονομικές επιδόσεις
Ο οίκος εκτιμά ότι οι δημοσιονομικές επιδόσεις αναμένεται να παραμείνουν πολύ ισχυρές με την ΕΕ να προβλέπει το πλεόνασμα του προϋπολογισμού της γενικής κυβέρνησης στο 2,7% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο το 2025 και το 2026, σε σύγκριση με τα προηγούμενα δημοσιονομικά αποτελέσματα της Κύπρου πριν από την πανδημία.
Όσον αφορά τα βελτιωμένα δημοσιονομικά αποτελέσματα, ο οίκος σημειώνει ότι οι δημοσιονομικοί λογαριασμοί της χώρας επωφελούνται όχι μόνο από ευνοϊκές κυκλικές εξελίξεις αλλά και από διαρθρωτικές βελτιώσεις στην πλευρά των εσόδων τα τελευταία χρόνια.
Αυτό, με τη σειρά του, προσθέτει, θα συμβάλει στην αντιστάθμιση των πιθανών πιέσεων δαπανών που προκύπτουν από την ανάπτυξη του σχεδίου Ενοίκιο Έναντι Δόσης και την υλοποίηση ενεργειακών έργων μεγάλης κλίμακας, καθώς και από τις πιέσεις για αύξηση των αμυντικών δαπανών.
Ακόμη, σημειώνεται ότι το πιστωτικό προφίλ της Κύπρου επωφελείται επίσης από τη βελτιωμένη οικονομική κατάσταση των εγχώριων τραπεζών, καθώς η ισχυρή αύξηση των κεφαλαιακών αποθεμάτων ασφαλείας τα τελευταία δύο χρόνια ενίσχυσε την ανθεκτικότητα των τραπεζών.
Οι βελτιώσεις στα δομικά στοιχεία «Χρέος και Ρευστότητα» και «Νομισματική Πολιτική και Χρηματοπιστωτική Σταθερότητα» είναι οι βασικοί παράγοντες για την αναβάθμιση.
Η αξιολόγηση Α (χαμηλή) της Κύπρου υποστηρίζεται από ένα σταθερό πολιτικό περιβάλλον, τις υγιείς δημοσιονομικές και οικονομικές πολιτικές της κυβέρνησης τα τελευταία χρόνια και από μια μέτρια επιβάρυνση από τόκους.
Επιπλέον, αν και οι δείκτες διακυβέρνησης έχουν αποδυναμωθεί τα τελευταία χρόνια, ο οίκος συνεχίζει να θεωρεί την ένταξη της χώρας στην ΕΕ ως σημαντική βάση για τη θεσμική ποιότητα.
Από την άλλη πλευρά, οι αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας της Κύπρου εξακολουθούν να περιορίζονται από το μικρό μέγεθος της οικονομίας της που βασίζεται στις υπηρεσίες, που την καθιστά ευάλωτη σε εξωτερικούς κραδασμούς, το σχετικά χαμηλό επίπεδο παραγωγικότητας εργασίας της οικονομίας και το μεγάλο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών της οικονομίας εκτός τωνοντοτήτων ειδικού σκοπού.
Ισχυρή προβλέπεται η δυναμική ανάπτυξης
Όσον αφορά το μέλλον, η δυναμική της οικονομικής ανάπτυξης προβλέπεται να παραμείνει ισχυρή. Η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου (ΚΤΚ) προβλέπει αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 3,2% το 2025 και κατά 3,1% το 2026, λόγω της ισχυρής εγχώριας ζήτησης. Η ιδιωτική κατανάλωση είναι πιθανό να επωφεληθεί από την περαιτέρω, αν και επιβραδύνουσα, αύξηση των πραγματικών μισθών και τη συνεχιζόμενη αύξηση των επιπέδων απασχόλησης.
Επιπλέον, η επενδυτική δραστηριότητα προβλέπεται να υποστηριχθεί από πολλά μεγάλα επενδυτικά έργα, ιδίως στους τομείς του τουρισμού και των οικιστικών ακινήτων και αυξανόμενες εισροές κεφαλαίων της ΕΕ Επόμενης Γενιάς.
Όπως και σε άλλες χώρες, οι οικονομικές προοπτικές εκτίθενται σε καθοδικούς κινδύνους, όπως η κλιμάκωση των γεωπολιτικών εντάσεων. Μια πιθανή ευρεία αύξηση των δασμών των ΗΠΑ σε εισαγωγές αγαθών από χώρες της ΕΕ είναι πιθανό να έχει μικρότερο άμεσο αντίκτυπο στην Κύπρο από ό,τι σε πολλές άλλες χώρες της ΕΕ λόγω της φύσης της κυπριακής οικονομίας που βασίζεται στις υπηρεσίες.
Τονίζεται ακόμη ότι ένα μεγάλο παγκόσμιο εμπορικό σοκ αγαθών πιθανότατα θα επηρεάσει την οικονομία με έμμεσο τρόπο, επιβαρύνοντας την εξωτερική ζήτηση από τις οικονομίες εμπορικών εταίρων για τις εξαγωγές του κυπριακού τομέα υπηρεσιών.
Σε γενικές γραμμές, ωστόσο, οι αξιολογήσεις της Κύπρου συνεχίζουν να περιορίζονται από το μικρό μέγεθος της οικονομίας της που βασίζεται στις υπηρεσίες, γεγονός που την καθιστά ευάλωτη σε εξωτερικούς κραδασμούς.
Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τον τουρισμό και τις μεγάλες εισροές κεφαλαίων, καθώς οι τελευταίες αποτελούν βασικό μοχλό της επενδυτικής δραστηριότητας που σχετίζεται με τις κατασκευές τα τελευταία χρόνια λόγω του συγκριτικά χαμηλού ποσοστού αποταμίευσης της οικονομίας.
Η ακαθάριστη προστιθέμενη αξία στον τομέα της τεχνολογίας πληροφοριών και επικοινωνιών (ΤΠΕ) έχει αυξηθεί απότομα από το 2016, καθώς αρκετές ξένες εταιρείες ΤΠΕ μετέφεραν τις δραστηριότητές τους στην Κύπρο, κυρίως λόγω διαφορετικών μέτρων πολιτικής (π.χ. φορολογικά κίνητρα).
Ενώ, ωστόσο, το μερίδιο του τομέα ΤΠΕ στη συνολική ακαθάριστη προστιθέμενη αξία υπερδιπλασιάστηκε από 4,8% σε 11,1% μεταξύ 2015 και 2024, η αύξηση της απασχόλησης στον τομέα των ΤΠΕ ήταν πολύ λιγότερο έντονη, αντιπροσωπεύοντας το 4,2% της συνολικής εγχώριας απασχόλησης το 2024, από μερίδιο 2,15% του μέσου όρου παραγωγικότητας της οικονομίας της ΕΕ. παρά την έντονη δυναμική οικονομικής ανάπτυξης τα τελευταία χρόνια, η οποία μπορεί εν μέρει να αποδοθεί στη σημασία των βιομηχανιών έντασης εργασίας όπως ο τουρισμός.
Σύμφωνα με τη Eurostat, το επίπεδο του ονομαστικού ΑΕΠ ανά απασχολούμενο στην Κύπρο ανήλθε μόνο στο 89,2% του μέσου όρου της ΕΕ των 27 το 2023.