Η δραματική πτώση των αμερικανικών μετοχών πυροδοτεί φόβους για ακόμη πιο δυσάρεστα σενάρια για την αγορά, καθώς οι επενδυτές σταθμίζουν το ενδεχόμενο ενός παρατεταμένου παγκόσμιου εμπορικού πολέμου και τις πολύ θολότερες προοπτικές των εταιρικών κερδών.
Οι μετοχές δέχθηκαν ισχυρότατες πιέσεις τη Δευτέρα, με τον S&P 500 να υποχωρεί πολύ πάνω από 4% σε ένα σημείο, καθώς οι επενδυτές συνέχισαν να αντιμετωπίζουν την αβεβαιότητα που προκαλούν οι σαρωτικοί δασμοί του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, οι οποίοι οδήγησαν στη μεγαλύτερη εβδομαδιαία πτώση της χρηματιστηριακής αγοράς από την έναρξη της πανδημίας πριν από πέντε χρόνια.
Παρά την άνοδο σήμερα Τρίτη 8/4, με τόσα πολλά ασαφή δεδομένα σχετικά με το πού θα οδηγήσει ο εμπορικός πόλεμος, οι στρατηγικοί αναλυτές της Wall Street αναλογίζονται πόσο περισσότερη πίεση θα μπορούσαν να αντέξουν οι μετοχές, συμπεριλαμβανομένου του ότι ο S&P 500 θα μπορούσε να πέσει σχεδόν στο μισό από το ιστορικό υψηλό της 19ης Φεβρουαρίου.
Ο Μάθιου Μάλεϊ, επικεφαλής στρατηγικός αναλυτής αγοράς της Miller Tabak, δήλωσε ότι μια πτώση του S&P 500 τους επόμενους μήνες έως τις 4.300 μονάδες είναι «πολύ πιθανή» και ότι μια πτώση έως τις 4.000 μονάδες ή και χαμηλότερα δεν αποκλείεται. Πέρα από την εμπορική αναταραχή, όπως ανέφερε, οι αγορές ήταν υπερβολικά αισιόδοξες για τις βραχυπρόθεσμες δυνατότητες κέρδους από την τεχνητή νοημοσύνη και δεν είχαν λάβει σωστά υπόψη τους την εξασθένηση της καταναλωτικής συμπεριφοράς.
Τα χειρότερα σενάρια ορισμένων αναλυτών προβλέπουν πως ο S&P 500 θα πέσει έως και περίπου 50% από το ιστορικό του υψηλό, κάτι που θα ήταν παρόμοιο με τα επακόλουθα του σκασίματος της φούσκας των dot-com το 2000.
Η συνδυασμένη πτώση του S&P 500 κατά 10,5% την περασμένη Πέμπτη και την Παρασκευή ήταν η τέταρτη μεγαλύτερη διήμερη πτώση του δείκτη από το 1950, σύμφωνα με τον Κιθ Λέρνερ, της Truist Advisory Services. Οι μεγαλύτερες διήμερες πτώσεις σημειώθηκαν τον Μάρτιο του 2020, όταν χτύπησε η πανδημία, τον Νοέμβριο του 2008, κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης και το 1987, το διήμερο που περιλάμβανε τη «Μαύρη Δευτέρα» της Wall Street.
Παρά τις άγριες διακυμάνσεις της Δευτέρας, ο S&P 500 έκλεισε με πτώση μόλις 0,2%. Παρά ταύτα, ο δείκτης μεταβλητότητας Cboe κατέγραψε το υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων πέντε ετών.

Οι στρατηγικοί αναλυτές της JPMorgan περιέγραψαν το στόχο του S&P 500 μέχρι το τέλος του έτους στις περίπου 4.000 μονάδες ως «σενάριο bear».
Η Evercore ISI προσέφερε ένα αντίστοιχο σενάριο «bear» στις 4.500 μονάδες για τον S&P 500 και μια «SuperBear» περίπτωση των 3.100 μονάδων, η οποία θα ήταν μια πτώση σχεδόν 50% από το υψηλό του Φεβρουαρίου. Το σενάριο SuperBear περιλαμβάνει μια ύφεση που μειώνει τα ετήσια εταιρικά κέρδη κατά περίπου 15%, καθώς και διαταραχή στις πιστωτικές αγορές και δυσκολία στην αύξηση του ανώτατου ορίου χρέους.
Ο Μάικλ Πούρβες, διευθύνων σύμβουλος της Tallbacken Capital Advisors, δήλωσε ότι ένας συνδυασμός «συρρίκνωσης των κερδών» θα μπορούσε να ωθήσει τον δείκτη κάτω από τις 4.000 μονάδες.
Όπως και ο Πούρβες, οι επενδυτές επεσήμαναν δύο πιθανούς λόγους που δημιουργούν το ενδεχόμενο περαιτέρω αδυναμίας των μετοχών: τις περιορισμένες αποτιμήσεις και την πιθανότητα πιο σοβαρών περικοπών στις εκτιμήσεις για τα κέρδη.
Ο μελλοντικός δείκτης τιμής προς κέρδη για τον S&P 500 μειώθηκε από 22,4 φορές τα αναμενόμενα κέρδη 12 μηνών τον Φεβρουάριο, σε 18,4 την Παρασκευή, σύμφωνος με τον μέσο όρο του δείκτη P/E των τελευταίων 10 ετών, σύμφωνα με την LSEG Datastream.
Ο μακροπρόθεσμος μέσος όρος του δείκτη P/E 40 ετών είναι 15,8, 14% χαμηλότερα από το επίπεδο της Παρασκευής. Ο δείκτης P/E βυθίστηκε στο 15,3 μόλις το 2022, όταν η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ αύξανε τα επιτόκια για να μειώσει τον ραγδαίο πληθωρισμό.
Οι τρέχουσες αποτιμήσεις βασίζονται επίσης σε προσδοκίες κερδών που πολλοί επενδυτές υποστηρίζουν ότι δεν αντανακλούν επαρκώς την πιθανή οικονομική ζημία από τους δασμούς.
Τα κέρδη του S&P 500 εξακολουθούν να αναμένεται να αυξηθούν κατά 10,4% το 2025, σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση της LSEG IBES. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της ύφεσης, τα κέρδη μειώνονται με μέσο ετήσιο ρυθμό 24%, σύμφωνα με τη Ned Davis Research.
«Εάν η πιθανότητα ύφεσης είναι 50%, πρέπει να εξετάσουμε άλλη μια πτώση 20%-25% στις μετοχές από εδώ και πέρα», δήλωσε ο Κόλιν Γκρέιχαμ, της Robeco.
Παρ’ολα αυτά, όπως τονίζει το Reuters, ακόμη και οι επενδυτές που φοβούνταν απότομη πτώση για τις μετοχές δεν πίστευαν ότι αυτά ήταν τα πιο πιθανά σενάρια.
Οι στρατηγικοί αναλυτές της Evercore, για παράδειγμα, έθεσαν φετινή τιμή-στόχο τις 5.600 μονάδες για τον S&P 500, ή κέρδη 10% από τα τρέχοντα επίπεδα, ακόμη και όταν περιέγραφαν πιο αρνητικά πιθανά αποτελέσματα.
Οι αγορές θα μπορούσαν επίσης να είναι έτοιμες να σημειώσουν ράλι σε οποιαδήποτε είδηση για πιθανή ανακούφιση των δασμών.
Πηγή: protothema.gr