Στην επίδραση της νομισματικής πολιτικής και της μακροπροληπτικής πολιτικής στα επιτόκια εταιρικών δανείων στην ευρωζώνη, αναφέρεται η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Η ΕΚΤ εξέτασε τη σχετική σημασία της νομισματικής πολιτικής και της μακροπροληπτικής πολιτικής στην προσφορά τραπεζικών πιστώσεων στη ζώνη του ευρώ κατά τη διάρκεια μιας περιόδου άνευ προηγουμένου νομισματικής σύσφιξης και ταυτόχρονων αυξήσεων των ποσοστών αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας από πολλές εθνικές αρχές. Χρησιμοποίησε δεδομένα για εταιρικά δάνεια από το πιστωτικό μητρώο της ζώνης του ευρώ (AnaCredit) με στοιχεια εποπτικών τραπεζών, καλύπτοντας περίπου 16 εκατομμύρια νέα δάνεια σε 15 χώρες κατά την περίοδο 2019-2023.
Σε έγγραφο εργασίας που υπογράφουν οι Tobias Herbst, Jan Hannes Lang και Marek Rusnák, αναφέρεται ότι η νομισματική πολιτική έχει μεγαλύτερη επίδραση στα επιτόκια τραπεζικών δανείων από ό,τι η μακροπροληπτική πολιτική. Διαπιστώνεται ότι ο αντίκτυπος της νομισματικής πολιτικής στα επιτόκια τραπεζικών δανείων είναι σημαντικά ασθενέστερος όταν τα επιτόκια πολιτικής είναι κοντά ή κάτω από το μηδέν.
Τα αποτελέσματα δείχνουν επίσης ότι ο αντίκτυπος της μακροπροληπτικής πολιτικής στα επιτόκια δανεισμού εξαρτάται από το κεφαλαιακό περιθώριο πάνω από τις απαιτήσεις κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας.
Συγκεκριμένα, διαπιστώνεται ότι ο αντίκτυπος μιας αλλαγής στη μακροπροληπτική πολιτική για μια τράπεζα που πλησιάζει τους κανονιστικούς περιορισμούς σχετίζεται με την αντίδραση των επιτοκίων δανεισμού που είναι 50% μεγαλύτερη από ό,τι για μια τράπεζα με μέσο κεφαλαιακό περιθώριο.
Τέλος, όσον αφορά τις επιπτώσεις στην πολιτική, τα αποτελέσματα υποδηλώνουν ότι, δεδομένου του άνετου κεφαλαιακού περιθωρίου των τραπεζών της ζώνης του ευρώ και της ισχυρής κερδοφορίας που επιτρέπει στις τράπεζες να αυξήσουν το περιθώριο χωρίς να εκδώσουν νέο μετοχικό κεφάλαιο, μια πιθανή περαιτέρω αυστηροποίηση των απαιτήσεων μακροπροληπτικού αποθέματος ασφαλείας είναι απίθανο να έχει μεγάλο αρνητικό αντίκτυπο στην προσφορά τραπεζικών δανείων και στα επιτόκια τραπεζικών χορηγήσεων.
Επιπλέον, η πιθανή απελευθέρωση των απαιτήσεων μακροπροληπτικού αποθέματος ασφαλείας στην τρέχουσα συγκυρία, όπου οι τράπεζες έχουν άφθονο κεφαλαιακό περιθώριο, δεν θα είχε ουσιαστικό αντίκτυπο στην προσφορά τραπεζικών δανείων και στα επιτόκια δανεισμού.