Μια έντονη αύξηση της αβεβαιότητας στις παγκόσμιες πολιτικές εμπορίου, άμυνας, διεθνούς συνεργασίας και ρυθμιστικών πολιτικών, θα μπορούσε να αποδειχθεί πρόκληση για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, σύμφωνα με την Επισκόπηση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας του Μαΐου 2025, που δημοσιεύθηκε την Τετάρτη από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ).
Όπως επισημαίνεται, οι συχνές μετατοπίσεις και ανατροπές στην δασμολογική πολιτική, παράλληλα με τις σημαντικές αλλαγές στο γεωπολιτικό περιβάλλον, θα μπορούσαν να έχουν σημαντικές οικονομικές και χρηματοπιστωτικές επιπτώσεις. Ενώ οι παγκόσμιες μακροοικονομικές ανισορροπίες παραμένουν ένα μακροχρόνιο ζήτημα στη συζήτηση πολιτικής, δεν είναι σαφές ότι οι δασμοί είναι το καταλληλότερο πολιτικό μέσο για την αντιμετώπισή τους.
«Οι αυξανόμενες εμπορικές τριβές και οι σχετικοί κίνδυνοι καθοδικής πορείας για την οικονομική ανάπτυξη επηρεάζουν αρνητικά τις προοπτικές για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα», δήλωσε ο Αντιπρόεδρος της ΕΚΤ, Λουίς ντε Γκίντος.
Σημειώνεται ότι η σημαντική αύξηση της αβεβαιότητας στην εμπορική πολιτική και των εμπορικών τριβών προκάλεσε μεγάλες αυξήσεις στην αστάθεια των χρηματοπιστωτικών αγορών και αύξησε τον κίνδυνο οικονομικής επιβράδυνσης.
«Οι χρηματοπιστωτικές αγορές σε όλο τον κόσμο ξεπουλήθηκαν με ανησυχητική ταχύτητα στις αρχές Απριλίου και οι χρηματοπιστωτικές συνθήκες έγιναν αισθητά πιο σφιχτές. Ενώ τα επικίνδυνα περιουσιακά στοιχεία είχαν ανακτήσει πλήρως τις αρχικές τους απώλειες μέχρι τα μέσα Μαΐου, οι αγορές εξακολουθούν να είναι ιδιαίτερα ευαίσθητες σε νέα που σχετίζονται με τους δασμούς. Οι αγορές μετοχών ειδικότερα παραμένουν ευάλωτες σε αιφνίδιες και απότομες προσαρμογές, καθώς οι αποτιμήσεις εξακολουθούν να είναι υψηλές και οι ανησυχίες σχετικά με τις συγκεντρώσεις κινδύνου επιμένουν. Σε ένα περιβάλλον αυξημένης αστάθειας της αγοράς, θα μπορούσαν να αποκαλυφθούν αδυναμίες ρευστότητας και μόχλευσης των μη τραπεζικών οργανισμών της ζώνης του ευρώ, ενισχύοντας τους κραδασμούς της αγοράς», τονίζεται.
Σύμφωνα με τις αναφορές της ΕΚΤ, οι εταιρείες και τα νοικοκυριά της ζώνης του ευρώ έχουν δει τους ισολογισμούς τους να βελτιώνονται τα τελευταία χρόνια, αλλά οι εμπορικές εντάσεις και οι ασθενέστερες προοπτικές ανάπτυξης υποδηλώνουν μελλοντικές αντιξοότητες. «Η ευρωζώνη είναι μια πολύ ανοιχτή οικονομία και οι εμπορικές τριβές θα επηρεάσουν τις εταιρείες που βασίζονται στο εξωτερικό εμπόριο, με πιθανές αλυσιδωτές επιπτώσεις για τα νοικοκυριά εάν εκτεθούν οι ευπάθειες των εταιρειών που σχετίζονται με το εμπόριο και οδηγήσουν σε απολύσεις. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, η έκθεση σε πιστωτικό κίνδυνο μπορεί να αυξηθεί για τις τράπεζες και τους μη τραπεζικούς οργανισμούς της ζώνης του ευρώ, αν και η ικανότητα των τραπεζών να απορροφήσουν περαιτέρω επιδείνωση της ποιότητας των περιουσιακών στοιχείων θα πρέπει να υποστηριχθεί από ισχυρή κερδοφορία και σημαντικά αποθέματα κεφαλαίου και ρευστότητας», υποδεικνύεται.
Παράλληλα, σημειώνεται ότι ενώ οι δείκτες δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ στη ζώνη του ευρώ έχουν μειωθεί σημαντικά μετά την απότομη άνοδο κατά τη διάρκεια της πανδημίας, τα δημοσιονομικά θεμελιώδη μεγέθη παραμένουν εύθραυστα σε ορισμένες χώρες. «Τα σχέδια για την αύξηση των αμυντικών δαπανών έχουν τη δυνατότητα να ενισχύσουν την οικονομική ανάπτυξη εάν επικεντρωθούν σε παραγωγικές επενδύσεις, αλλά θα μπορούσαν επίσης να δημιουργήσουν κινδύνους δεδομένων των υψηλότερων αναγκών έκδοσης σε μια εποχή αυξανόμενου κόστους χρηματοδότησης. Αυτές οι υψηλότερες αμυντικές δαπάνες, σε συνδυασμό με την ασθενέστερη ανάπτυξη και άλλες διαρθρωτικές προκλήσεις, όπως αυτές που θέτουν η κλιματική αλλαγή, η ψηφιοποίηση και η γήρανση του πληθυσμού, θα μπορούσαν να επιδεινώσουν τις ήδη τεταμένες δημοσιονομικές θέσεις ορισμένων κυβερνήσεων της ζώνης του ευρώ», εκτιμά η ΕΚΤ.
Καταλήγοντας, η ΕΚΤ υποστηρίζει ότι στο τρέχον εξαιρετικά αβέβαιο μακροοικονομικό και πολιτικό περιβάλλον, η διατήρηση και η ενίσχυση της ανθεκτικότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος είναι καθοριστικής σημασίας. Σε αυτό το πλαίσιο, προσθέτει, οι μακροπροληπτικές αρχές θα πρέπει να διατηρήσουν τις υφιστάμενες απαιτήσεις κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας και τα μέτρα που βασίζονται στους δανειολήπτες, ώστε να διασφαλίσουν υγιή κριτήρια δανεισμού. Επιπλέον, το αυξανόμενο αποτύπωμα της αγοράς και η διασύνδεση των μη τραπεζικών οργανισμών απαιτούν ένα ολοκληρωμένο σύνολο μέτρων πολιτικής που θα αυξήσουν την ανθεκτικότητα του μη τραπεζικού τομέα χρηματοπιστωτικής διαμεσολάβησης. Μια τέτοια ανθεκτικότητα σε ολόκληρο τον τομέα θα βοηθούσε επίσης στην προώθηση της ολοκλήρωσης των κεφαλαιαγορών της ζώνης του ευρώ.