Την έντονη διαφωνία του σχετικά με την πρόταση για φορολόγηση των παραγωγών και των προμηθευτών ηλεκτρικής ενέργειας από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ), εκφράζει ο Σύνδεσμος Αγοράς Ηλεκτρισμού (ΣΑΗ), τονίζοντας ότι υπονομεύει την ενεργειακή μετάβαση της Κύπρου.
«Η εν λόγω πρόταση βασίζεται σε μια μονοδιάστατη και παραπλανητική απεικόνιση της αγοράς ηλεκτρισμού, αγνοώντας πλήρως την πολυπλοκότητά της. Τα αυξημένα έσοδα που προέκυψαν κατά το 2022 οφείλονται αποκλειστικά σε απρόβλεπτους και εξωγενείς παράγοντες -όπως η γεωπολιτική αστάθεια και η έντονη μεταβλητότητα των τιμών φυσικού αερίου- και δεν αντικατοπτρίζουν την πραγματική ή σταθερή κερδοφορία των παραγωγών και προμηθευτών ΑΠΕ», αναφέρει σε ανακοίνωσή του.
Ως εκ τούτου, υποδεικνύει, η υιοθέτηση μιας μόνιμης ή επαναλαμβανόμενης φορολογικής παρέμβασης βασισμένη σε μια προσωρινή και παρωδική κατάσταση, χωρίς να προηγηθεί ανάλυση των πραγματικών συνθηκών, φέρει υψηλό ρίσκο για την επενδυτική σταθερότητα της αγοράς. Παράλληλα, τονίζει, δημιουργεί κακό προηγούμενο, εντείνει την αβεβαιότητα και αποθαρρύνει νέες επενδύσεις και έργα, ειδικά στον κρίσιμο τομέα της ενέργειας.
«Τη δεδομένη στιγμή, που βρισκόμαστε λίγο πριν το άνοιγμα της Ανταγωνιστικής Αγοράς Ηλεκτρισμού (ΑΑΗ), η προώθηση νομοθετικών παρεμβάσεων που αλλοιώνουν το επενδυτικό περιβάλλον, υπονομεύει τη σταθερότητα της ενεργειακής μετάβασης και τη θεσμική αξιοπιστία της Κύπρου», υπογραμμίζει.
Ιδιαίτερα, συνεχίζει, «όταν η δημόσια συζήτηση περί «υπερκερδών», τείνει να παρουσιάζει εσφαλμένα το κόστος παραγωγής ενέργειας από ΦΒ ως σταθερό και εξαιρετικά χαμηλό (5 σεντς/kWh). Ωστόσο, το πραγματικό κόστος διαφοροποιείται σημαντικά για κάθε ΦΒ πάρκο και προκύπτει βάσει: 1. Του αρχικού επενδυτικού κόστους (CAPEX), 2. Tων όρων και του κόστους χρηματοδότησης (επιτόκια, διάρκεια, εγγυήσεις, δανειακές συμβάσεις), 3. Των εξόδων σύνδεσης με το δίκτυο, 4. Τα λειτουργικά έξοδα, κόστος συντήρησης και ασφάλισης, 5. Τις απώλειες και τις περικοπές ενέργειας από τον Διαχειριστή Συστήματος».
«Το γεγονός ότι οι περικοπές ενέργειας για το 2025 αναμένονται να αγγίξουν ή να ξεπεράσουν το 45%, έχει ως αποτέλεσμα το πραγματικό κόστος να ανεβαίνει σημαντικά, ξεπερνώντας τα 11-12 σεντς/ kWh και σε καμία περίπτωση να μην είναι τόσο χαμηλό όσο παρουσιάζεται δημόσια. Επιπρόσθετα, ένεκα της αυξημένης περικοπής ενέργειας, η τελική τιμή πώλησης επηρεάζεται δυσμενώς και η αποζημιούμενη ποσότητα περιορίζεται σημαντικά, καθιστώντας την οποιαδήποτε οριζόντια φορολόγηση «υπερκερδών» ως αυθαίρετη και άδικη από τη στιγμή που δεν βασίζεται σε οικονομικά δεδομένα», τονίζει.
Επίσης, ο σύνδεσμος εκτιμά ότι δεν υπολογίζεται ότι οι παραγωγοί και προμηθευτές ενέργειας βρίσκονται αντιμέτωποι με σημαντικούς ρυθμιστικούς και τεχνικούς κινδύνους, οι οποίοι πλήττουν άμεσα τη βιωσιμότητα των έργων τους. «Συγκεκριμένα, η ασύμμετρη τιμολόγηση, όπου η περίσσεια ενέργεια αποζημιώνεται στο κόστος αποφυγής ενώ το έλλειμα αγοράζεται στη χονδρική τιμή, οδηγεί σε σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις. Η επενδυτική αβεβαιότητα εντείνεται από τη συνεχή επιβολή του ρυθμιστικού πλαισίου, αλλά και τις ποινές μη συμμόρφωσης όταν η δηλωθείσα και η τελικά παραχθείσα ενέργεια αποκλίνουν πέρα των επιτρεπτών ορίων, παρά το ότι οφείλεται συχνά στην αδυναμία πρόβλεψης των περικοπών και των καιρικών συνθηκών».
Επισημαίνει ακόμη ότι η συγκεκριμένη πρόταση εστιάζει σε ένα πολύ μικρό ποσοστό της αγοράς, περίπου 10%, τη στιγμή που το 90% παραμένει υπό τον έλεγχο της ΑΗΚ. «Οι υψηλές τιμές ρεύματος στην Κύπρο οφείλονται στην έλλειψη ανταγωνισμού και στο πανάκριβο κόστος παραγωγής των παρωχημένων γεννητριών της ΑΗΚ, χωρίς ευελιξία και αποδοτικότητα, εξαιτίας των οποίων οι καταναλωτές υποχρεώνονται να πληρώνουν δικαιώματα ρύπων που αντιστοιχούν σε περισσότερο από 15% στους λογαριασμούς ρεύματος. Ενδεικτικά, μόνο τα τελευταία τέσσερα χρόνια, το κράτος και οι πολίτες έχουν επιβαρυνθεί με πάνω από 1 δισεκατομμύριο ευρώ σε δικαιώματα εκπομπών», αναφέρει.
«Η στοχοποίηση των παραγωγών και των προμηθευτών ΑΠΕ, οι οποίοι προσφέρουν καθαρή ενέργεια, χωρίς ρύπους και χωρίς περιβαλλοντικό κόστος, εκτός του ότι αποπροσανατολίζει τη δημόσια συζήτηση, αποδυναμώνει την εθνική στρατηγική για την ενεργειακή μετάβαση της χώρας μας. Οι παραγωγοί και οι προμηθευτές ενέργειας αποτελούν θεμελιώδεις πυλώνες της πράσινης ανάπτυξης και είναι αυτοί που φέρουν το κύριο βάρος της ενεργειακής μετάβασης. Γι’ αυτό, είναι αναγκαίο και ζωτικής σημασίας να διασφαλίσουμε ένα σταθερό και δίκαιο ρυθμιστικό πλαίσιο, το οποίο θα ενισχύει τη συνέπεια και την επενδυτική εμπιστοσύνη. Ο κύριος στόχος όλων μας οφείλει να είναι η μείωση του κόστους για τους καταναλωτές και αυτός δεν θα επέλθει με τη συγκεκριμένη πρόταση. Η επιβεβλημένη έναρξη της Ανταγωνιστικής Αγοράς Ηλεκτρισμού (ΑΑΗ) είναι αυτή που θα επιφέρει τη φιλελευθεροποίηση της αγοράς και την εξυγίανση των τιμών ηλεκτρισμού, δίνοντας στους καταναλωτές το δικαίωμα να επιλέξουν ελεύθερα τον προμηθευτή της αρεσκείας τους, προάγοντας τα μακροπρόθεσμα συμφέροντά τους», καταλήγει.