Τα πλεονεκτήματα της Τράπεζας Κύπρου, όπως είναι το ισχυρό franchise, καταγράφει ο οίκος αξιολόγησης Moody’s, επισημαίνοντας ωστόσο και τις προκλήσεις που έχει μπροστά του το Συγκρότημα.
Ο οίκος προχώρησε σε αναβάθμιση των μακροπρόθεσμων αξιολογήσεων καταθέσεων της Τράπεζας Κύπρου κατά μία βαθμίδα σε A3 από Baa1, αλλάζοντας τις προοπτικές σε σταθερές από θετικές.
Σε αναλυτική του έκθεση για την τράπεζα, που εκπονήθηκε μετά την αναβάθμισή της στις 6 Μαΐου, ο οίκος σημειώνει το πιστωτικό προφίλ της Τράπεζας Κύπρου και βλέπει στα δυνατά σημεία το ισχυρό εγχώριο franchise της τράπεζας, το προφίλ χρηματοδότησης από καταθέσεις και τα ισχυρά συνολικά οικονομικά θεμελιώδη μεγέθη, συμπεριλαμβανομένων των ισχυρών επιπέδων ρευστότητας και κεφαλαίου.
Η αξιολόγηση αντικατοπτρίζει επίσης τις προσδοκίες ότι η τράπεζα θα διατηρήσει τις πρόσφατες βελτιώσεις στην ποιότητα του ενεργητικού και την ισχυρή κερδοφορία, αν και εκτιμάται να μειωθεί εν μέσω ομαλοποιημένου περιβάλλοντος επιτοκίων.
Η κερδοφορία παραμένει ιδιαίτερα ευαίσθητη στις κινήσεις των επιτοκίων, εκτιμά ο οίκος, με μια πτώση των επιτοκίων κατά 100 μονάδες βάσης, να οδηγεί σε αρνητικό αντίκτυπο περίπου 30 μονάδων βάσης στον δείκτη καθαρών κερδών προς ενσώματα πάγια της Τράπεζας Κύπρου.
Αναμένεται ότι η Τράπεζα Κύπρου θα διατηρήσει τις πρόσφατες βελτιώσεις στην ποιότητα του ενεργητικού, υποστηριζόμενες από τις σταθερές μακροοικονομικές συνθήκες της Κύπρου, τα χαμηλότερα επιτόκια δανεισμού και τις επιλεκτικές πρακτικές δανεισμού της τράπεζας (το 99% των νέων δανείων στην Κύπρο από το 2016 είναι εξυπηρετούμενα). Η τράπεζα συνεχίζει επίσης να εργάζεται για την αντιμετώπιση των παλαιών ΜΕΔ, με περισσότερα από το ένα τρίτο να είναι εξυπηρετούμενα.
Οι δυσκολίες
Όσον αφορά τις προκλήσεις, ο οίκος υπογραμμίζει ότι το πιστωτικό προφίλ της Τράπεζας Κύπρου παραμένει περιορισμένο από τον μικρό, κορεσμένο τραπεζικό τομέα της Κύπρου, με υψηλό υπερβολικό χρέος στην οικονομία, περιορίζοντας τις μακροπρόθεσμες ευκαιρίες επιχειρηματικής ανάπτυξης και την αξιοποίηση του κεφαλαίου και της ρευστότητάς της.
Οι υπολειπόμενοι κίνδυνοι ποιότητας του ενεργητικού παραμένουν, ειδικά ένα σημαντικό απόθεμα περιουσιακών στοιχείων, αν και αναμένεται ότι αυτοί θα συνεχίσουν να μειώνονται υποστηριζόμενοι από την ισχυρή αγορά ακινήτων της Κύπρου.
Όπως παρατηρεί ο οίκος, οι κίνδυνοι για τα κεφάλαια της Τράπεζας Κύπρου έχουν υποχωρήσει μετά τη σημαντική μείωση των παλαιών ΜΕΔ στον ισολογισμό της τράπεζας, την ολοκλήρωση του μεγαλύτερου μέρους των προγραμμάτων εθελούσιας αποχώρησης προσωπικού της τράπεζας και τη βελτιωμένη εσωτερική δημιουργία κεφαλαίου καθώς ενισχύεται η κερδοφορία.
Ωστόσο, υποδεικνύει, τα συσσωρευμένα ακίνητα αντιπροσωπεύουν ακόμη το 32% του πρωτοβάθμιου κεφαλαίου (CET1).
Η βαθμολογία κεφαλαίου προσαρμόζεται προς τα κάτω ώστε να αντικατοπτρίζει τους υπολειπόμενους κινδύνους σε ένα δυσμενές σενάριο, παρά τις βελτιώσεις.
Η Τράπεζα Κύπρου θα διατηρήσει ισχυρή κερδοφορία, αν και μειωμένη από τα πρόσφατα υψηλά.
Τα καθαρά κέρδη/ενσώματα περιουσιακά στοιχεία θα μειωθούν από το υψηλό 1,8% που καταγράφηκε το 2024 (σε σύγκριση με 1,1% για τους αντίστοιχους παγκόσμιους ομίλους με παρόμοια αξιολόγηση), αλλά θα παραμείνουν πάνω από 1,3% κατά την άποψη του οίκου, υποστηριζόμενα από τις διατηρήσιμα χαμηλές χρεώσεις προβλέψεων για ζημιές από δάνεια της τράπεζας, τα υψηλά μη χρηματοδοτούμενα έσοδα και τον συνεχιζόμενο ψηφιακό μετασχηματισμό που υποστηρίζει την αποτελεσματικότητα. Τα έσοδα προ προβλέψεων πιθανότατα θα παραμείνουν κοντά στο 2% του μέσου ενεργητικού, μειωμένα από 2,6% κατά το 2024.
Η τράπεζα αναμένει ότι ο δείκτης κόστους προς έσοδα θα παραμείνει περίπου στο 40% το 2025 (34% το 2024). Αυτό είναι εφικτό, αναφέρει ο οίκος, με την υποστήριξη των πρωτοβουλιών μείωσης κόστους της τράπεζας και του συνεχιζόμενου ψηφιακού μετασχηματισμού.
Τα λειτουργικά έξοδα της τράπεζας, επισημαίνεται, έχουν μειωθεί στο 1,5% του ενεργητικού τα τελευταία χρόνια, από πάνω από 2% το 2019. Ωστόσο, τονίζεται, τα λειτουργικά έξοδα προς τα περιουσιακά στοιχεία παραμένουν υψηλότερα από τις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές τράπεζες, αντανακλώντας το μικρότερο μέγεθος της τράπεζας και την υψηλότερη βάση σταθερού κόστους.
Ο Moody’s βλέπει και διαρθρωτικές ακαμψίες στην Κύπρο, συμπεριλαμβανομένης μιας ισχυρής συντεχνίας εργαζομένων, κάτι που οδηγεί σε άκαμπτο κόστος εργασίας, με υψηλές αυξήσεις σταθερού ετήσιου κόστους για όλους τους εργαζομένους και προσαρμογές μισθών που συνδέονται με τον πληθωρισμό.
Πρωτοβουλίες για αύξηση μη επιτοκιακών εσόδων
Η Τράπεζα Κύπρου αναπτύσσει πρωτοβουλίες για την ανάπτυξη νέων και υφιστάμενων επιχειρηματικών τομέων και τη διαφοροποίηση των εσόδων. Αυτές θα υποστηρίξουν τα μη επιτοκιακά έσοδα, τα οποία αναμένεται ότι θα συνεχίσουν να καλύπτουν περίπου το 70% των λειτουργικών εξόδων εξαιρουμένων των εισφορών και των φόρων.
Η Τράπεζα Κύπρου έχει ήδη ένα σχετικά υψηλό μερίδιο μη επιτοκιακών εσόδων που αντιπροσωπεύει το 1,0% του ενεργητικού, υψηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο του 0,9% (σύμφωνα με την τράπεζα). Τα μη επιτοκιακά έσοδα είναι σχετικά διαφοροποιημένα μεταξύ των επιχειρηματικών τομέων, υποστηριζόμενα από τις θυγατρικές ασφαλιστικές εταιρείες (15% των μη επιτοκιακών εσόδων κατά τη διάρκεια του 2024) και τις λύσεις καρτών και πληρωμών (13% των μη επιτοκιακών εσόδων κατά τη διάρκεια του 2024).
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του οίκου, η Τράπεζα Κύπρου θα συνεχίσει να χρηματοδοτείται κυρίως από καταθέσεις λιανικής, υποστηριζόμενη από το ισχυρό της franchise ως κορυφαία κυπριακή τράπεζα, με μερίδιο αγοράς καταθέσεων 37% και με περισσότερα από τα τέσσερα πέμπτα των Κυπρίων να έχουν ενεργό λογαριασμό στην τράπεζα. Οι καταθέσεις λιανικής αντιπροσώπευαν το 61% των συνολικών καταθέσεων τον Δεκέμβριο του 2024, με το 55% των συνολικών καταθέσεων να εμπίπτει στο σύστημα εγγύησης καταθέσεων.
Πιο ασταθείς οι συνθήκες
Σύμφωνα με τον οίκο, οι καταθέσεις από τη μονάδα εξυπηρέτησης για διεθνείς επιχειρήσεις (IBU) έχουν μειωθεί από περίπου το ένα τρίτο των συνολικών καταθέσεων πριν από λίγα χρόνια, ωστόσο παραμένουν σημαντικές, περίπου στο ένα πέμπτο των συνολικών καταθέσεων.
Ως αποτέλεσμα, οι σταθερές καταθέσεις της Τράπεζας Κύπρου (όπως αναφέρονται στον υπολογισμό του Δείκτη Κάλυψης Ρευστότητας, LCR) είναι χαμηλότερες στο 33% τον Δεκέμβριο του 2024, σε σύγκριση με τον παγκόσμιο μέσο όρο τραπεζών με αξιολόγηση baa3, περίπου 43%. Σημειώνεται, ωστόσο, ότι περίπου το 20% των καταθέσεων της τράπεζας έχει διάρκεια άνω του ενός μήνα, επομένως δεν αποτελούν μέρος των σταθερών καταθέσεων στο πλαίσιο του LCR.
Οι καταθέσεις από κατοίκους Ρωσίας και Λευκορωσίας αντιπροσώπευαν λιγότερο από το 0,5% του συνόλου των καταθέσεων τον Δεκέμβριο του 2024, ενώ τυχόν εκροές μπορούν να απορροφηθούν από τα σημαντικά αποθέματα ρευστότητας της τράπεζας.
Ο οίκος σημειώνει ότι οι συνθήκες της αγοράς για τις κυπριακές τράπεζες είναι δυνητικά πιο ασταθείς και ευαίσθητες στο αρνητικό κλίμα της αγοράς από ό,τι τα μεγαλύτερα ευρωπαϊκά συστήματα. Ωστόσο, υποδεικνύεται, η διατήρηση ισχυρότερων μεγεθών μπορεί να απαιτηθεί για να συνεχίσουν οι κυπριακές τράπεζες να αντλούν χρηματοδότηση από τις κεφαλαιαγορές με προσιτούς όρους.
Αναμένεται ότι ο καθαρός δείκτης δανείων προς καταθέσεις της τράπεζας θα παραμείνει χαμηλός, κοντά στο 50%, ενώ τόσο τα ρευστά τραπεζικά περιουσιακά στοιχεία της τράπεζας όσο και τα υψηλής ποιότητας ρευστά περιουσιακά στοιχεία (σύμφωνα με τον ορισμό του LCR) θα παραμείνουν γύρω στο 44%, ενσωματώνοντας μια μέτρια αύξηση δανείων περίπου 4% και την προγραμματισμένη αύξηση των επενδύσεων σταθερού εισοδήματος στο 20% του ενεργητικού μεσοπρόθεσμα και στο 18% το 2025, από 16% στο τέλος του 2024.
Τον Δεκέμβριο του 2024, ο δείκτης κάλυψης ρευστότητας του ομίλου ήταν 309% και ο δείκτης καθαρής σταθερής χρηματοδότησης ήταν 162%, και τα δύο σε σύγκριση με ένα ελάχιστο όριο 100%.
Η βαθμολογία Συνδυασμένης Χρηματοδότησης και Ρευστότητας προσαρμόζεται προς τα κάτω για να ενσωματώσει το ακόμη υψηλό μερίδιο των λιγότερο σταθερών καταθέσεων IBU και την αναμενόμενη τάση για ρευστά περιουσιακά στοιχεία.
Υπενθυμίζεται ότι ο οίκος προχώρησε σε αναβάθμιση των μακροπρόθεσμων αξιολογήσεων καταθέσεων της Τράπεζας Κύπρου κατά μία βαθμίδα σε A3 από Baa1, αλλάζοντας τις προοπτικές σε σταθερές από θετικές.
Σύμφωνα με την έκθεση, η αναβάθμιση αντικατοπρίζει τις συνεχιζόμενες βελτιώσεις στην ποιότητα των περιουσιακών στοιχείων της Τράπεζας Κύπρου, την προσδοκία του οίκου για μείωση των υπολειπόμενων κινδύνων περιουσιακών στοιχείων και συγκεκριμένα τη συνεχιζόμενη μείωση του αποθέματος ακινήτων που έχουν κατασχεθεί στην Τράπεζα Κύπρου.
Οι σταθερές προοπτικές αξιολόγησης για τις μακροπρόθεσμες καταθέσεις και το ανώτερο μη εξασφαλισμένο χρέος αντικατοπτρίζουν τις προσδοκίες για συνεχιζόμενη μείωση των υπολειπόμενων κινδύνων περιουσιακών στοιχείων της Τράπεζας Κύπρου και γενικά σταθερές οικονομικές μετρήσεις, υποστηριζόμενες από τις σταθερές μακροοικονομικές συνθήκες της Κύπρου.
Τι θα κρίνει μελλοντικές αξιολογήσεις
Περαιτέρω αναβαθμίσεις για την τράπεζα, θα μπορούσαν να προκύψουν εάν βελτιωθεί η αξιολόγηση για το εγχώριο λειτουργικό περιβάλλον και η τράπεζα μειώσει περαιτέρω τους υπολειπόμενους κινδύνους περιουσιακών στοιχείων και διατηρήσει ισχυρά οικονομικά μεγέθη.
Αντίθετα, οι αξιολογήσεις της Τράπεζας Κύπρου θα μπορούσαν να υποβαθμιστούν εάν το λειτουργικό περιβάλλον αποδυναμωθεί σημαντικά ή εάν τα οικονομικά θεμελιώδη μεγέθη της τράπεζας, και συγκεκριμένα η κερδοφορία και το κεφάλαιό της, αποδυναμωθούν πέρα από τις τρέχουσες προσδοκίες του οίκου.
Οι αξιολογήσεις καταθέσεων της Τράπεζας Κύπρου ενδέχεται να επηρεαστούν αρνητικά από ενδεχομένως χαμηλότερους όγκους πιο κατώτερων χρηματοοικονομικών μέσων, μειώνοντας τα διαθέσιμα αποθέματα για την απορρόφηση ζημιών.