Με αφορμή τη δημοσιοποίηση στην εφημερίδα «Ο Φιλελεύθερος» ενός άρθρου της προσφιλούς κυρίας Θ. Θειοπούλου, ημερ. 23 Οκτωβρίου 2025, με κάποια εκ των συμπερασμάτων μιας αξιολογικής μελέτης πολιτικής (policy brief) των κ.κ Milda Valentinaite, Egle Ceponyte, Ingars Zustrups με τίτλο «Taxing Bank Windfall Profits: Lessons from the Baltics», ημερ. 16 Οκτωβρίου 2025 που βρίσκεται αναρτημένη στο μέρος των επιστημονικών εργασιών της Διεύθυνσης Οικονομικών και Δημοσιονομικών Υποθέσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το ΑΚΕΛ, με δηλώσεις του στελέχους του, Χάρη Πολυκάρπου, επιχείρησε να ξανανοίξει τη συζήτηση για τη φορολόγηση των λεγόμενων υπερκερδών των τραπεζών, υποστηρίζοντας ότι η συγκεκριμένη επιλογή πολιτικής το δικαιώνει, λόγω των συμπερασμάτων αυτής της συγκεκριμένης μελέτης.
Ας δούμε, λοιπόν, κάποια δεδομένα σε σχέση με αυτή τη μελέτη:
Πρώτο, το υπό αναφορά policy brief δεν αποτελεί έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, όπως ίσως αφέθηκε να νοηθεί, αλλά αυτόνομη εργασία των συγγραφέων της μελέτης, η οποία, μάλιστα, δεσμεύει μόνο τους συντάκτες της, όπως άλλωστε, αναφέρεται ρητά και στο disclaimer (δήλωση αποποίησης ευθύνης), στο τέλος της σχετικής καταχώρισης στην ιστοσελίδα της συγκεκριμένης έκδοσης στη διεύθυνση https://economy-finance.ec.europa.eu/publications/taxing-bank-windfall-profits-lessons-baltics_en
Δεύτερο, η μελέτη, έκτασης 26 σελίδων, αξιολογεί, ανάμεσα σε άλλα, και τις διαφορές μεταξύ των τριών υπό αναφορά κρατών της Βαλτικής με τα υπόλοιπα κράτη της ευρωζώνης, όσον αφορά στις, επί των πρώτων, επιπτώσεις, της νομισματικής περιστολής στα επιτόκιά τους, καθώς και τη διάσταση των δανειακών και αποταμιευτικών επιτοκίων τους, που επίσης ήταν μεγαλύτερη σε σχέση με τα κράτη της ευρωζώνης.
Τρίτο, η μελέτη ξεκαθαρίζει ότι οι τρεις χώρες της Βαλτικής, ήτοι Λιθουανία, Λετονία, Εσθονία εφάρμοσαν τρεις διαφορετικές μεταξύ τους πολιτικές χρέωσης των υπερκερδών.
Τέταρτο, οι συντάκτες της μελέτης διαπιστώνουν ότι οι συγκεκριμένες πολιτικές δεν επηρέασαν τη σταθερότητα των τραπεζών, αλλά ενέτειναν, από την άλλη, το αίσθημα δικαιοσύνης και στρέβλωσης στην οικονομία.
Με τα πιο πάνω υπόψη, αξίζει, επίσης να σημειωθεί ότι στην ΕΕ δεν εφαρμόζεται καμιά ενιαία πολιτική φορολόγησης υπερκερδών, και την τελευταία φορά που επιχειρήθηκε κάτι τέτοιο, αλλά όχι ακριβώς, ήταν το 2022 με την «εισφορά αλληλεγγύης» για την αντιμετώπιση του ενεργειακού κόστους που απέτυχε παταγωδώς.
Όσον αφορά, δε, την εθνική πολιτική κάθε κράτους μέλους επί του ζητήματος της φορολόγησης των λεγόμενων τραπεζικών υπερκερδών, αξίζει και πάλι, να σημειωθεί ότι η ανομοιογένεια μεταξύ των πολιτικών εκείνων των δέκα χωρών της ΕΕ που εφαρμόζουν ένα κάποιο μέτρο αυτού του είδους, είναι τεράστια, με αποτέλεσμα να προκαλούνται και σοβαρές ανταγωνιστικές και άλλες στρεβλώσεις εντός της κοινής ευρωπαϊκής αγοράς. Για παράδειγμα, η Ισπανία φορολογεί με 4,8% τα υπερκέρδη των τραπεζών της στη βάση του μέσου όρου κερδοφορίας της περιόδου 2023-2025, ενώ η Τσεχία φορολογεί τα υπερκέρδη με 60%. Από πλευράς της, η Ιταλία εισήγαγε για μια μόνο φορά μια χρέωση ύψους 40%, γεγονός που οδήγησε τις ιταλικές τράπεζες στην ενίσχυση της κεφαλαιακής τους επάρκειας αντί στην αύξηση της κερδοφορίας τους, με αποτέλεσμα τη σχεδόν πλήρη αποφυγή καταβολής του υπέρογκου εκείνου φόρου. Ενός φόρου που αποτέλεσε άλλωστε και το «παράδειγμα» που χρησιμοποίησαν πολλοί, ακόμα και εδώ στην Κύπρο, για να καλέσουν την κυβέρνηση να φορολογήσει τα «υπερκέρδη» των τραπεζών.
Και για να μην παρεξηγηθούμε, η στοχευμένη φορολόγηση των όποιων υπερκερδών ενός κλάδου, δεν είναι κατ' ανάγκη αρνητική πολιτική επιλογή. Αλλά πρέπει να είναι στοχευμένη και η στόχευσή της να αφορά τον μετριασμό και την άρση, αν είναι δυνατόν, της όποιας στρέβλωσης προκαλεί στην αγορά και στην οικονομία η όποια καταχρηστική συμπεριφορά ενός οικονομικού δρώντα, είτε αυτός είναι τραπεζικός οργανισμός, είτε ασφαλιστικός, είτε, ακόμα, και μη τραπεζικός χρηματοοικονομικός οργανισμός. Επειδή, στη σημερινή χρηματοοικονομική πραγματικότητα, το ζήτημα της φορολόγησης κερδών και υπερκερδών, δεν σταματά στις τράπεζες, αλλά επεκτείνεται και αφορά και τους άμεσους και έμμεσους ανταγωνιστές τους, αν θέλουμε να είμαστε ακριβείς και δίκαιοι.
Και τούτο, επειδή δεν είναι οικονομικά ορθόδοξο, ούτε και επιθυμητό, να εφαρμόζονται φορολογίες που να καταχρώνται την κατάχρηση (sic), αφού σε τέτοια περίπτωση το κράτος γίνεται, αντί φορέας οικονομικού δικαίου και ισορροπίας, συνεργός στην αδικία. Δύναται, δε, να καταστεί άθελα του, και σε παράγοντα επιδείνωσης της συνολικής οικονομικής στρέβλωσης, όπως άλλωστε καταδεικνύεται και από άλλα παραδείγματα οριζόντιων και αστόχευτων πολιτικών.
Και στην περίπτωσή μας, δηλαδή της Κύπρου, αυτός ο κίνδυνος είναι πολύ πιθανός, δυστυχώς, αφού λόγω του υφιστάμενου ολιγοπωλιακού ανταγωνισμού (ναι τέτοιος είναι στην πραγματικότητα) στον συγκεκριμένο κλάδο, καθώς και του κορπορατιστικού μοντέλου που το διέπει, αλλά και της γενικότερης μονοθεματικής οικονομικής δραστηριότητας του κλάδου (ανάπτυξη γης) και της απουσίας αξιόχρεου γηγενούς πελατολογίου (επίσης γεγονός), η όποια φορολόγηση των όποιων υπερκερδών θα δημιουργήσει ακόμα περισσότερες ανισορροπίες στο ήδη βεβαρημένο σύστημα. Και το αποτέλεσμα, δεν θα είναι η ενίσχυση των πολυαναφερόμενων κοινωνικών πολιτικών στέγασης (άλλο μεγάλο ζήτημα), αλλά η ανακατανομή καταχρηστικά γινόμενου πλούτου από έναν φορέα στρέβλωσης της οικονομίας, δηλαδή των τραπεζών, σε έναν άλλο φορέα στρέβλωσης της οικονομίας, δηλαδή των εργολάβων. Οπότε, το ζητούμενο δεν είναι πώς θα διοχετεύσουμε και άλλα χρήματα στο δημόσιο ταμείο, αλλά πώς θα εισαγάγουμε πολιτικές που επιτέλους θα απελευθερώσουν την Κύπρο από την πεπατημένη φόρμουλα «υποθήκη, δάνειο, ανάπτυξη γης».






