Toυ Θανάση Αθανασίου
Η μετάβαση από το μαζούτ σε καθαρότερες πηγές ενέργειας για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας στην Κύπρο είναι ένα θέμα που απασχολεί τον δημόσιο διάλογο εδώ και πολλά χρόνια. Η πορεία, ωστόσο, της μετάβασης της Κύπρου σε πιο καθαρές πηγές ενέργειας, θα μπορούσε να παραλληλιστεί με το ταξίδι του πολυμήχανου Οδυσσέα, με τη διαφορά ότι το ταξίδι του Οδυσσέα κράτησε λιγότερα χρόνια από την «οδύσσεια» του κυπριακού ενεργειακού μείγματος.
Οι σημαντικοί σταθμοί
Αναλυτικότερα, η Κύπρος συζητά και ξανασυζητά για περισσότερα από είκοσι χρόνια την ανάγκη να αλλάξει το ενεργειακό της μείγμα, με στόχο τον απεγκλωβισμό της ΑΗΚ από την ακριβή και ρυπογόνα εξάρτηση από το μαζούτ. Παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες, θεσμικές παρεμβάσεις και επενδυτικά σενάρια, η πραγματικότητα παραμένει πεισματικά ίδια καθώς η ηλεκτροπαραγωγή βασίζεται ακόμη σε υγρά καύσιμα που παράγουν περισσότερους ρύπους
Η πρώτη πολιτική δέσμευση καταγράφεται το 2001, όταν η κυβέρνηση εξήγγειλε τον στόχο για αντικατάσταση του μαζούτ με φυσικό αέριο έως το 2005. Το σενάριο που εξεταζόταν τότε ήταν η πιθανή μεταφορά του αερίου μέσω αγωγού από τη Συρία.
Ενδεικτικά, σύμφωνα με δημοσίευμα του 2001, «η υφιστάμενη χρήση του μαζούτ από φυσικό αέριο για παραγωγή ηλεκτρισμού αναμένεται να γίνει πραγματικότητα μέχρι το 2005 ή το 2006, ανακοίνωσε ο υπουργός Εμπορίου μετά το πέρας της συνάντησής του με τον Αιγύπτιο υπουργό Πετρελαίου. Ο υπουργός Εμπορίου επεσήμανε ότι η κυβέρνηση έχει αποφασίσει όπως η ΑΗΚ αντικαταστήσει το μαζούτ με φυσικό αέριο για παραγωγή ηλεκτρισμού, κάτι το οποίο θα συντελέσει στη μείωση της ρύπανσης του περιβάλλοντος, ενώ ταυτόχρονα συνάδει με το ευρωπαϊκό κεκτημένο για το περιβάλλον. Η χρονική τοποθέτηση της αντικατάστασης οριοθετείται σε 3 ή 4 χρόνια, ενώ παράλληλα θα πρέπει να ολοκληρωθούν και οι εργασίες κατασκευής του υποβρύχιου αγωγού που θα μεταφέρει το φυσικό αέριο από τη Συρία στην Κύπρο». Σύμφωνα με το ίδιο δημοσίευμα του 2001, Κύπρος - Αίγυπτος και Συρία είχαν δρομολογήσει τη σύσταση τριών επιτροπών για μελέτη θεμάτων σχετικά με την ανόρυξη και εκμετάλλευση φυσικού αερίου και πετρελαίου.
Η πρώτη επιτροπή αφορούσε την εξέταση μεταφοράς φυσικού αερίου στην Κύπρο. Η δεύτερη εξέταζε τις λεπτομέρειες της συνθήκης για το Δίκαιο της Θάλασσας το οποίο έχει υπογραφεί μεταξύ Κύπρου και Αιγύπτου από το 1982, ενώ η τρίτη επιτροπή είχε ως στόχο την αξιολόγηση τεχνικών ζητημάτων που άπτονται της γεωφυσικής.
Το σενάριο ωστόσο για πιθανή μεταφορά του αερίου μέσω αγωγού από τη Συρία εγκαταλείφθηκε σχετικά νωρίς λόγω των πολιτικών εξελίξεων στη γειτονική χώρα.
Δύο χρόνια αργότερα, το 2003, η ίδρυση της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας (ΡΑΕΚ, 2003) τοποθέτησε το ζήτημα στον θεσμικό χάρτη, σκοπεύοντας στην εναρμόνιση τη χώρας με την ευρωπαϊκή πολιτική απελευθέρωσης της αγοράς και διαφοροποίησης καυσίμων.
Το 2007, το Εθνικό Σχέδιο Κατανομής για το Σύστημα Εμπορίας Ρύπων κατέδειξε με αριθμούς το κόστος των βαρεών καυσίμων, όπως είναι το μαζούτ (και κάθε υγρό καύσιμο παράγωγο του πετρελαίου), ενώ την ίδια χρονιά η σύσταση της ΔΕΦΑ (Δημόσια Επιχείρηση Φυσικού Αερίου Κύπρου) και η συζήτηση στη Βουλή για τερματικό φυσικού αερίου, φάνηκαν να ανοίγουν τον δρόμο για την αλλαγή. Παράλληλα, ξεκίνησε η προετοιμασία για την «ενδιάμεση λύση» προμήθειας φυσικού αερίου, με στόχο τη μείωση της εξάρτησης από υγρά καύσιμα.
Το 2012 προκηρύχθηκε ο πρώτος διαγωνισμός της ΔΕΦΑ για προσωρινή προμήθεια αερίου έως το 2018, ο οποίος ναυάγησε το 2013, οδηγώντας σε δεύτερο, που επίσης ναυάγησε. Το 2016, η «ενδιάμεση λύση» εγκαταλείφθηκε και η παραγωγή συνεχίστηκε με μαζούτ και ντίζελ. Η ΡΑΕΚ, με την απόφαση 1490/2016, επέβαλε μηχανισμό ανάκτησης του κόστους δικαιωμάτων CO₂ μέσω της ρήτρας καυσίμου, μεταφέροντας το κόστος στους καταναλωτές.
Η «μεγάλη στροφή»
Η μεγάλη στροφή επιχειρήθηκε το 2019 με την ανάθεση του έργου του τερματικού ΥΦΑ και του πλωτού σταθμού αποθήκευσης και επαναεριοποίησης (FSRU) στο Βασιλικό, καθώς και τον διαγωνισμό προμήθειας LNG. Ωστόσο, το έργο μπήκε σε χρονοβόρες περιπέτειες, τις οποίες συνεχίζει να αντιμετωπίζει, μετά και τη διαφωνία που προέκυψε μεταξύ της κυπριακής πλευράς και της κινεζικής κοινοπραξίας που είχε αναλάβει την κατασκευή του τερματικού. Η εν λόγω διαφωνία οδήγησε στη διακοπή του συμβολαίου και των εργασιών υλοποίησης, καθώς και την επαναχάραξη της πολιτικής που αφορά το τερματικό φυσικού αερίου.
Το 2024, το θέμα επανήλθε στη Βουλή, με βουλευτές να υπενθυμίζουν ότι η ΑΗΚ «ζητά φυσικό αέριο εδώ και πάρα πολλά χρόνια», ενώ, παράλληλα, καταγγελίες για ρύπανση στη Δεκέλεια τροφοδότησαν νέο κύκλο αντιπαραθέσεων. Η Κύπρος κινδύνευε πλέον με διαδικασία επί παραβάσει από την Κομισιόν. Το επικαιροποιημένο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα κατέγραψε ρητά ότι η ΑΗΚ εξακολουθεί να προμηθεύεται βαρύ μαζούτ και ντίζελ.
Στις αρχές του 2025, η συζήτηση για τον προϋπολογισμό της ΑΗΚ στη Βουλή ξανάνοιξε τα ζητήματα κόστους και επάρκειας, με την αλλαγή καυσίμου να βρίσκεται και πάλι στο επίκεντρο. Λίγους μήνες αργότερα, η EBRD. σε σχετική της έκθεση για το έργο του τερματικού (και ειδικότερα του FSRU), χαρακτήρισε την απεξάρτηση από το βαρύ καύσιμο ως στρατηγικό στόχο για την ενεργειακή ασφάλεια της χώρας.
Παρά την πληθώρα αποφάσεων, μελετών και εξαγγελιών, το ενεργειακό μείγμα της Κύπρου παραμένει ουσιαστικά ίδιο με εκείνο των αρχών της δεκαετίας του 2000. Οι μηχανές της ΑΗΚ εξακολουθούν να καίνε μαζούτ και ντίζελ, ενώ το φυσικό αέριο, (η υπόσχεση δύο και πλέον δεκαετιών) παραμένει στα χαρτιά. Το ερώτημα που πλανάται είναι αν η επόμενη «προθεσμία» θα είναι η οριστική ή αν θα προστεθεί κι αυτή στον μακρύ κατάλογο των χαμένων ευκαιριών.