Είχα διαχρονικά δύο απορίες σε σχέση με δύο διαφορετικών τύπων κρατικών αποφάσεων. (α) Πώς γίνεται σε θέματα π.χ. αναπτύξεων γης να υπάρχει τόσος μεγάλος βαθμός διακριτικής ευχέρειας; και (β) Πώς γίνεται σε θέματα προσφορών του Δημοσίου να μην υπάρχει καθόλου διακριτική ευχέρεια; Η χαμηλότερη τιμή κερδίζει.
Όταν προσπαθήσει κάποιος να απαντήσει τα δύο ερωτήματα ξεχωριστά, μπορεί να εντοπίσει επιχειρήματα υπέρ και των δύο θέσεων. Για παράδειγμα, όταν ρώτησα για θέματα δημόσιων προσφορών και το ότι σε συγκεκριμένη περίπτωση αγνοήθηκε ένα ποιοτικό κριτήριο, μου απάντησαν, «ας το κατέγραφαν αυτό που περιγράφεις στους όρους των προσφορών».
Όταν όμως τα βάλεις δίπλα – δίπλα και προσπαθήσει κάποιος να τα απαντήσει μαζί αρχίζουν να χτυπούν καμπανάκια. Ο λόγος (προσωπική μου άποψη) είναι γιατί η ανάγκη ύπαρξης διακριτικής ευχέρειας σε θέματα δημόσιων προσφορών είναι πολύ μεγαλύτερη από ό,τι σε θέματα ανάπτυξης γης. Στο τελευταίο οι παράγοντες που πρέπει να ληφθούν υποψη είναι λιγότεροι και μπορούν να καθοριστούν και να καταγραφούν πολύ πιο εύκολα. Στο πρώτο, όσο και να προσπαθήσεις, ό,τι και να γράψεις στις τεχνικές προδιαγραφές, πάντα θα μείνει ένα ποιοτικό κριτήριο εκτός που θα πρέπει να ληφθεί υπόψη κατά τη λήψη της απόφασης. Εκεί είναι που πρέπει να υπάρχει και να ασκείται η διακριτική ευχέρεια. ‘Όμως, όχι. Κολλήσαμε σε αυτό το μοντέλο.
Έχουμε κτίσει μια κρατική μηχανή που ενθαρρύνει και προωθεί την ευθυνοφοβία και που περιορίζει την ανάληψη πρωτοβουλιών και την καινοτομία. Κάτι που εντείνει τον βαθμό απορίας για τα πιο πάνω.
Μόνο που γράφω αυτό το άρθρο, προκαλώ αντικίνητρο σε κάποιον να αναλάβει πρωτοβουλία και ρίσκο, διότι μπορεί να εκληφθεί ότι αφήνω αιχμές ουσιαστικά σε όλους όσοι θα επιθυμούσαν να αναλάβουν το ρίσκο και την ευθύνη για το δημόσιο συμφέρον. Ποιο, λοιπόν, είναι το αποτέλεσμα αυτής της προσέγγισης; Να αποθαρρύνουμε και να απωθούμε ακόμη περισσότερο τους καλόπιστους. Αν μας μείνει, κάποιος είναι επαναστάτης ή τυχαίο γεγονός.
Αυτό που χρειάζεται, πέραν της επαναξιολόγησης όλων των διαδικασιών, το πού και πότε και σε ποιες θέσεις μπορεί να ασκηθεί διακριτική ευχέρεια, είναι να δούμε πώς επιλέγονται τα άτομα που θα έχουν αυτή την ευθύνη. Όσο συνεχίζουμε με αυτό το μοντέλο, τόσο θα αυξάνονται τα φαινόμενα διαφθοράς και η ζημιά στο κράτος και στον απλό πολίτη. Όταν λοιπόν οι διαδικασίες είναι αναποτελεσματικές και αποτελούν εμπόδιο, δεν τις παρακάμπτεις, αλλά τις αλλάζεις.
Όχι μόνο δεν γίνεται αυτό, αλλά πρόσφατα διάβαζα προτάσεις για έναν νέο νόμο που προωθείται γεμάτο με πρόνοιες που ξεκινούσαν με τη φράση «δύναται». Δηλαδή, που θα επιτρέπουν σε πρόσωπα να παρακάμπτουν τι πρόνοιες του άρθρου (κατά την άποψή μου ) σε αρκετές από αυτές χωρίς να υπάρχει λόγος. Κάλλιστα θα μπορούσε να δοθεί η απάντηση που μου είχε δοθεί πιο πάνω: «Ας το κατέγραφαν αυτό στις πρόνοιες του άρθρου». Ποια νομίζετε θα είναι η κατάληξη;