Η ύπαρξη ενός σταθερού χρηματοπιστωτικού συστήματος αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους μηχανισμούς στήριξης και σταθερότητας της οικονομίας. Πέρα από την αποταμίευση και τη διαχείριση ρευστότητας, αποτελεί το εργαλείο μέσω του οποίου διοχετεύονται επενδύσεις, δημιουργούνται θέσεις εργασίας και ενισχύεται η παραγωγική δραστηριότητα.
Οι εξελίξεις των τελευταίων δεκαετιών και ιδιαίτερα της τελευταίας δεκαετίας, έχουν αλλάξει ριζικά τον χαρακτήρα του συστήματος, σηματοδοτώντας τη μετάβασή του από ένα βαρύ, γραφειοκρατικό και φυσικό μοντέλο λειτουργίας σε ένα ευέλικτο, ψηφιακό και περισσότερο διαφανές πλαίσιο.
Φυσικά, υπάρχουν πολλά που πρέπει να γίνουν για να υπάρξει πλήρης ευθυγράμμιση με τις βέλτιστες διεθνείς πρακτικές αλλά και με συγκεκριμένες ενέργειες που αφορούν ειδικά άτομα τρίτης ηλικίας που δεν είναι τόσο εξοικειωμένα με την τεχνολογία.
Ένα από τα πιο καθοριστικά γεγονότα της περιόδου μετά την οικονομική κρίση, υπήρξε η συρρίκνωση του αριθμού των τραπεζικών οργανισμών μέσω συγχωνεύσεων και εξαγορών. Αυτό δεν ήταν απλώς μια επιχειρηματική στρατηγική, αλλά μια αναγκαστική διαδικασία εξυγίανσης.
Με τη συγκέντρωση των δραστηριοτήτων και τη μείωση των λειτουργικών εξόδων, οι τράπεζες απέκτησαν ισχυρότερη κεφαλαιακή βάση και κατάφεραν να αντιμετωπίσουν τις πιέσεις των προηγούμενων ετών. Η απομάκρυνση από πρακτικές υψηλού ρίσκου και η σταδιακή εκκαθάριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων οδήγησαν σε μια σταθερότερη και πιο ευέλικτη τραπεζική αγορά.
Ιδιαίτερα κρίσιμη υπήρξε η στρατηγική αντιμετώπισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, τα οποία αποτελούσαν βαρίδι για τους ισολογισμούς των τραπεζών και εμπόδιο για την ανάπτυξη της οικονομίας. Η μεταβίβαση προβληματικών χαρτοφυλακίων σε εξειδικευμένες εταιρείες διαχείρισης ή η ρύθμιση μέσω ανταλλαγών με περιουσιακά στοιχεία επέτρεψαν στις τράπεζες να επαναπροσανατολιστούν στις βασικές τους λειτουργίες, δηλαδή στη χρηματοδότηση της παραγωγής και των επιχειρήσεων. Η αποξένωση των ΜΕΔ όμως, δεν σημαίνει και λύση των προβλημάτων των νοικοκυριών ή των επιχειρήσεων που ήταν υπερχρεωμένα.
Η εμπειρία της κρίσης έδειξε ότι ο ανεξέλεγκτος δανεισμός χωρίς επαρκή τεκμηρίωση μπορεί να προκαλέσει βαθιές ανισορροπίες. Έτσι, στη σημερινή εποχή, οι τράπεζες έχουν υιοθετήσει πολύ αυστηρότερα κριτήρια αξιολόγησης πριν την έγκριση δανείων. Είτε πρόκειται για ιδιώτες είτε για επιχειρήσεις, απαιτείται πλήρης τεκμηρίωση της οικονομικής κατάστασης του αιτούντος, ανάλυση εισοδημάτων και εξόδων, επιχειρηματικά σχέδια και μελέτες βιωσιμότητας.
Αυτό το πλαίσιο δεν στοχεύει στον περιορισμό της ρευστότητας, αλλά στην εξασφάλιση ότι η χρηματοδότηση θα διοχετεύεται σε παραγωγικές και βιώσιμες δραστηριότητες, μειώνοντας τον κίνδυνο δημιουργίας νέων «κόκκινων» δανείων. Για τις επιχειρήσεις, ο δανεισμός παραμένει ζωτικής σημασίας, καθώς αποτελεί βασικό εργαλείο επέκτασης, εκσυγχρονισμού και κάλυψης προσωρινών χρηματοδοτικών κενών, ειδικά σε περιόδους μεταβατικής οικονομικής αβεβαιότητας.
Ένα από τα πιο εμφανή χαρακτηριστικά της νέας εποχής, είναι η δραστική μείωση των φυσικών καταστημάτων και η μεταφορά σχεδόν όλων των βασικών υπηρεσιών στο ψηφιακό περιβάλλον. Αυτή η μετάβαση δεν είναι μόνο θέμα κόστους, είναι στρατηγική επιλογή για την αύξηση της ταχύτητας εξυπηρέτησης, την καλύτερη διαχείριση δεδομένων και την ενίσχυση της ασφάλειας. Οι συναλλαγές πραγματοποιούνται πλέον κυρίως μέσω διαδικτυακών πλατφορμών, εφαρμογών και αυτοματοποιημένων συστημάτων.
Μια από τις σημαντικότερες αλλαγές που τίθενται αφορά τον τρόπο με τον οποίο πραγματοποιούνται οι διατραπεζικές μεταφορές χρημάτων. Οι συναλλαγές πλέον ολοκληρώνονται σε πραγματικό χρόνο και μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, ενώ ταυτόχρονα ενεργοποιείται μηχανισμός υποχρεωτικής επαλήθευσης στοιχείων παραλήπτη.
Πρακτικά, όταν κάποιος πραγματοποιεί μια μεταφορά, το σύστημα ελέγχει εάν το όνομα που εισήχθη, ταιριάζει με αυτό που τηρεί η τράπεζα του παραλήπτη:
- Σε περίπτωση πλήρους αντιστοιχίας, η συναλλαγή εγκρίνεται άμεσα.
- Αν εντοπιστεί μερική διαφορά, ο αποστολέας ενημερώνεται και έχει την επιλογή να συνεχίσει ή να διορθώσει τα στοιχεία.
- Σε περίπτωση πλήρους ασυμφωνίας, εμφανίζεται ισχυρή προειδοποίηση για αυξημένο κίνδυνο λάθους ή πιθανής απάτης.
Αυτό το σύστημα, γνωστό ως Verification of Payee (VoP), ενισχύει θεαματικά την ασφάλεια και μειώνει τα περιστατικά λανθασμένων μεταφορών ή κακόβουλων ενεργειών. Οι πληρωμές πλέον δεν εξαρτώνται από χρονοβόρες διαδικασίες, τραπεζικές ώρες λειτουργίας ή διακοπές. Η πίστωση των χρημάτων στον λογαριασμό του παραλήπτη είναι άμεση, οποιαδήποτε ώρα της ημέρας, με τις ίδιες χρεώσεις που ίσχυαν και στις παραδοσιακές μεταφορές.
Η εφαρμογή του νέου πλαισίου δεν ενισχύει μόνο την ταχύτητα αλλά και την προστασία των πολιτών από ηλεκτρονικές απάτες. Πολλές περιπτώσεις οικονομικής απάτης βασίζονται σε εσφαλμένες καταχωρίσεις ή παραπλανητικά στοιχεία δικαιούχων. Με τον μηχανισμό VoP, τέτοια περιστατικά εντοπίζονται πριν ολοκληρωθεί η συναλλαγή, αποτρέποντας σημαντικές οικονομικές απώλειες.
Παράλληλα, το νέο πλαίσιο δημιουργεί τις βάσεις για επόμενες καινοτομίες, όπως οι πληρωμές μέσω τηλεφωνικού αριθμού αντί για IBAN. Έτσι, ο χρήστης θα μπορεί να στέλνει χρήματα σε φυσικά πρόσωπα και επιχειρήσεις χωρίς να χρειάζεται να θυμάται ή να πληκτρολογεί πολύπλοκους αριθμούς λογαριασμών. Αυτή η λειτουργία αναμένεται να επιταχύνει περαιτέρω τη μετάβαση σε ένα πιο απλό και φιλικό περιβάλλον τραπεζικών συναλλαγών.
Η μετάβαση αυτή δεν είναι μια προσωρινή αλλαγή· σηματοδοτεί τη διαμόρφωση ενός νέου χρηματοπιστωτικού οικοσυστήματος. Οι τράπεζες δεν περιορίζονται πλέον στον ρόλο του διαμεσολαβητή καταθέσεων και χορηγήσεων εξελίσσονται σε τεχνολογικούς παρόχους χρηματοοικονομικών υπηρεσιών.