Αν θα μπορούσε κάποιος να κωδικοποιήσει, αξιόπιστα, τα όσα συμβαίνουν γύρω μας στη «διασταύρωση» οικονομίας και πολιτικής διεθνώς, θα διαπίστωνε ότι τα κράτη βρίσκονται ένα βήμα πριν από ένα νέο οικονομικό ψυχρό πόλεμο πολλαπλών πόλων και επιπέδων. Δηλαδή πολύ μακριά από τον στόχο που είχαν βάλει πριν 30 σχεδόν χρόνια. Οι ΗΠΑ, η ΕΕ, η Κίνα, η Ρωσία και κάποια άλλα κράτη με διεθνές αποτύπωμα, καθώς και μια ομάδα επίδοξων περιφερειακών δυνάμεων, είναι ενώπιον μιας ανοικτής εμπορικής και πολιτικής αντιπαράθεσης που αν δεν τύχει της απαραίτητης διαχείρισης το συντομότερο κινδυνεύει να οδηγήσει την παγκόσμια οικονομία, και κατά συνέπεια τις τοπικές αγορές και κοινωνίες, σε περιβάλλον αβεβαιότητας και ανασφάλειας, αν όχι και σύγκρουσης.
Η πρόσφατη πρόθεση της αρμόδιας επιτροπής του Κογκρέσου να προωθήσει απόφαση για ανάκληση του καθεστώτος προνομιακού εμπορικού εταίρου της Κίνας, γεγονός που θα δημιουργήσει σοβαρό πρόβλημα στον ήδη δεινοπαθούντα Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, σίγουρα θα οδηγήσει την Κίνα σε λήψη αντιποίνων και θα ανοίξει διάπλατα, το ήδη ανοικτό κουτί της Πανδώρας του προστατευτισμού και του λαϊκισμού. Αντίστοιχα, η συζήτηση μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ στις Βρυξέλλες, τις αμέσως προηγούμενες μέρες, για τις πιθανές επιδιώξεις της επικείμενης διακυβέρνησης Τραμπ στον τομέα των διεθνών εμπορικών συναλλαγών και οι επιπτώσεις τους τόσο στη διατλαντική ατζέντα όσο και στη σχέση Κίνας - ΕΕ, αλλά και όσον αφορά την εμπορική σχέση ΕΕ με τις χώρες της Νοτίου Αμερικής, καταδεικνύει τον βαθμό της ανησυχίας που έχει δημιουργηθεί.
Η πολυπλοκότητα αυτών των σχέσεων, από την άλλη, δεν μένει μόνο στο αμιγώς εμπορικό κομμάτι, αφού πλέον διαπλέκεται με το φάσμα των επιδιώξεων στην εξωτερική πολική και στην πολιτική ασφάλειας, καθώς και με εκείνο της εκκόλαψης της νέας τεχνολογικής επανάστασης που συντελείται, λόγω της διάστασης μεταξύ των συστημάτων αξιών που χαρακτηρίζει έκαστο δρώντα, και των πολιτικοϊδεολογικών ποιοτικών τους χαρακτηριστικών.
Στην αρχή του κύματος της παγκοσμιοποίησης, και στο πλαίσιο ενός κάποιου συμφεροντολογικού ρεαλισμού και της επιδίωξης ότι το αμοιβαίο οικονομικό όφελος θα επικρατούσε των εθνικιστικών πολιτικών λόγω της διασύνδεσης ανθρώπων και οικονομιών, οι μεγάλες χώρες του κόσμου ανέχονταν τις μεταξύ τους ιδιομορφίες και ιδιαιτερότητες σε επίπεδο διαφορετικών πολιτικών συστημάτων και αξιακών πλαισίων τους, υιοθετώντας, κατά κάποιο τρόπο, την αρχή του «τέλους της Ιστορίας». Η αποτυχία, όμως, των εθνικών πολιτικών στις δυτικές δημοκρατίες να αντιμετωπίσουν τις εσωτερικές οικονομικές και πολιτικές πιέσεις που προέκυψαν λόγω μιας κακώς εφαρμοσμένης μεταρρύθμισης που οδήγησε στη χρηματοπιστωτική κρίση, στο μεταναστευτικό και στην αδυναμία δημιουργίας συνθηκών ομαλότερης μετάβασης στο νέο μείγμα της εσωτερικής οικονομικής παραγωγής, και η απουσία βούλησης αξιακής αλλαγής από τις υπόλοιπες χώρες, όπως Κίνα και Ρωσία, οδήγησαν στο αντίθετο αποτέλεσμα. Η εδραίωση του νεορεβιζιονισμού και η ιμπεριαλιστική προσέγγιση λιγότερο δημοκρατικών και πλουραλιστικών κρατών, σε συνάρτηση με την έξαρση του λαϊκισμού, της διαφθοράς και του εθνικισμού στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη, ανέτρεψαν το υπό οικοδόμηση σύστημα. Κατά βάση, η αποτυχία είναι σύμπτωμα ελλιπούς παιδείας και προεργασίας διεθνώς, αφού η δημοκρατία, ο πλουραλισμός, η διαφάνεια, ο αλληλοσεβασμός, η ανεκτικότητα, η λογοδοσία, η κοινωφέλεια διδάσκονται στα σχολεία. Και σε αυτό απέτυχε η πολιτική και οι πολιτικοί διεθνώς, αφού ο περιβόητος «τρίτος δρόμος» των αρχών του 21ου αιώνα, δεν εφαρμόστηκε με τον τρόπο που έπρεπε, και οι ΗΠΑ και η Ευρώπη απέτυχαν να διαχειριστούν τη σχέση τους με τη νέα Ρωσία του Γιέλτσιν και τη νέα Κίνα του Τσιάνγκ Τσεμίν.
Σήμερα, οι διεθνείς εμπορικές σχέσεις σε τεχνολογίες όπως αυτές που αφορούν την τεχνητή νοημοσύνη και την πληροφορική, σε προσπάθειες που αφορούν την ενεργειακή μετάβαση και την αειφορία, και στα πλαίσια διαχείρισης ροών ανθρωπίνων πόρων και κεφαλαίων, αντί να ενώνουν τον κόσμο, τον διχάζουν.
Είναι έως και αν η παγκοσμιοποίηση γύρισε «ανάποδα» και αντί οι πολιτικές ηγεσίες να εγκύψουν με τη δέουσα σοβαρότητα και επιμέλεια στην αντιμετώπιση των κοινών δυσοίωνων προκλήσεων, δυναμιτίζουν ακόμα περισσότερο το βεβαρημένο κλίμα, πιστεύοντας πως με τη στάση τους ικανοποιούν την κοινή γνώμη και τους ψηφοφόρους τους. Που και εκείνοι με τη σειρά τους, εντείνουν την αποστροφή τους προς αυτούς, αναζητούν απελπισμένα λύσεις και απαντήσεις εκτός του ορθολογικού πλαισίου και σπρώχνονται, nolens volens, από τους τυχοδιώκτες και τους δημαγωγούς, στον γκρεμό της ιδεολογικής ριζοσπαστικοποίησης και της αναπόφευκτης σύγκρουσης που αυτή θα προκαλέσει με αποτέλεσμα την καθολική δυστυχία και καταστροφή. Γι’ αυτό, η Ευρώπη και η δη η Ένωση, θα πρέπει να πρωτοστατήσει στην προσπάθεια αποφυγής αυτού του ενδεχομένου και η «γραφειοκρατία» της χρειάζεται να παρέμβει, σε συνεννόηση με τη γραφειοκρατία των ΗΠΑ καθώς και της Ρωσίας αλλά ακόμα και αυτής της Κίνας, πριν όλοι και όλα παρασυρθούν εντελώς από τις «σειρήνες» του λαϊκισμού και των εκπροσώπων του, που ενεργούν δήθεν στο όνομα της λαϊκής βούλησης…