Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πρέπει να γίνουν αλλαγές στο σύστημα αξιολόγησης των εκπαιδευτικών για να γίνει δικαιότερο, προωθώντας τους εκπαιδευτικούς που πραγματικά αξίζουν και να βοηθά αυτούς που χρειάζονται συμβουλές να ανεβάσουν το επίπεδό τους. Όταν ακόμη εκτελούσα τα καθήκοντα του επιθεωρητή, πάντα πίστευα σε αυτές τις αλλαγές και πολλές φορές σε συνεδριάσεις με τον υπουργό εισηγούμαστε ένα νέο σύστημα για το καλό της παιδείας μας. Ξεψαχνίζοντας τα άρθρα μου τω καιρώ εκείνω βρήκα μια εισήγηση της οποίας μέρος αναδημοσιεύω σήμερα και είμαι πολύ χαρούμενος και δικαιωμένος επειδή σε γενικές γραμμές ταυτίζεται με το προτεινόμενο από το ΥΠΑΝ. Σε συνέχεια του προηγούμενου άρθρου μας «Μεταρρυθμιστικά βήματα» και επειδή στα της εν Κύπρω εκπαίδευσης υπάρχει μεγάλη αγωνία σχετικά με την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού, επανερχόμεθα σήμερα με μια εισήγηση, αρκετών χρόνων πριν, αποφεύγοντας την πολυπλοκότητα ενός συστήματος που δεν θα οδηγήσει πουθενά ανοίγοντας τον ασκό του Αιόλου στα εκπαιδευτικά μας. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το εδώ και δεκαετίες σύστημα αξιολόγησης των εκπαιδευτικών έχει ταυτίσει τον επιθεωρητισμό με τη δεσποτεία επιφέροντας πολλά δεινά στην παιδεία του τόπου «παθητικοποιώντας» άξιους εκπαιδευτικούς που θα μπορούσαν να προσφέρουν τα μέγιστα στους νέους μας. Έχουμε πολλάκις ασχοληθεί με την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών και αυτό κάνουμε και σήμερα μπροστά, κατά την άποψή μας, στον κίνδυνο διολισθήσεων της παιδείας μας. Σίγουρα, όμως, το παρόν σύστημα μπορεί με τις κατάλληλες αλλαγές να αποδειχθεί κατά παρασάγγας καλύτερο με γνώμονα το καλό της παιδείας μας. Είμαστε σίγουροι ότι το παρόν σύστημα με νέα φιλοσοφία μπορεί να αποδειχθεί δικαιότερο και πιο αποτελεσματικό. Είναι γενικά παραδεκτό και αυτό πρέπει να λέγεται, ότι η αξιολόγηση ανθρώπων περιέχει πολλές δυσκολίες πόσω μάλλον όταν γίνεται με αριθμητική βαθμολογία που βασίζεται στην κρίση ενός προσώπου, του επιθεωρητή. Εκτός τούτου το έργο ενός εκπαιδευτικού δεν μπορεί να αξιολογείται κάθε δύο χρόνια αλλά με διαρκή αξιολόγηση που πρέπει να περιλαμβάνει, πιστεύω, και την εμπλοκή του διευθυντή διά νόμου του οποίου η αναφορά να έχει μεγάλο βάρος γιατί είναι αυτός που ουσιαστικά γνωρίζει τις πραγματικές δυνατότητες του καθηγητή σε όλους τους τομείς της σχολικής εργασίας και δραστηριότητας. Θα πρόσθετα εδώ ότι επιβάλλεται και η εμπλοκή του β.δ.-συντονιστή που ηγείται του κάθε τμήματος π.χ. ελληνικού, αγγλικού κ.λπ. που μαζί με άλλα καθήκοντα που θα επωμισθεί θα είναι και αυτό της αξιολόγησης των καθηγητών στο τμήμα του. Με αυτό το σύστημα ο καθηγητής θα αξιολογείται από τον συντονιστή του, τον διευθυντή του και τον επιθεωρητή του ή τους επιθεωρητές του των οποίων οι αναφορές θα φέρουν ανάλογο βάρος ούτως ώστε η μεγάλη δύναμη και εξουσία που έχει δοθεί στους επιθεωρητές να περιοριστεί για το καλό των ιδίων που θα συγκεντρώσουν περισσότερο την προσοχή τους στην καθοδήγηση των καθηγητών και για το καλό των καθηγητών, που θα τους βλέπουν πιο ανθρώπινους, μια και θα γνωρίζουν ότι η αξιολόγησή τους θα είναι πιο δίκαιη, επειδή δεν θα εξαρτάται μόνο από τους επιθεωρητές αλλά θα στηρίζεται σε τρεις αναφορές. Μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί και η αυτοαξιολόγηση των εκπαιδευτικών. Επίσης θα μπορεί ο εκπαιδευτικός να προσφεύγει σε δευτεροβάθμια επιτροπή αν διαφωνεί με τη βαθμολογία του. Θα υπάρξουν σίγουρα αντιδράσεις στην εμπλοκή του διευθυντή και βοηθού διευθυντή-συντονιστή στην αξιολόγηση των καθηγητών με τη δικαιολογία ότι ο διευθυντής και βοηθός διευθυντής-συντονιστής θα είναι ευάλωτοι σε πιέσεις - και ότι τα σχολεία θα γεμίσουν με κόλακες που θα υποκλίνονται συνεχώς δουλικά στους ανώτερούς τους για μια καλή βαθμολογία.
Είναι εδώ που θα ήθελα να τονίσω ότι οι κόλακες δρούσαν, δρουν και θα δρουν με τον ίδιο τρόπο κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες. Εναπόκειται στους αξιολογητές να αντιμετωπίζουν τον κάθε καθηγητή έντιμα και σταράτα, να του υποδεικνύουν τις αδυναμίες του και να επιβραβεύουν τις αρετές του με τρόπο που δεν θα αφήνει την παραμικρή υπόνοια για αδικία. Το γεγονός ότι η αξιολόγηση θα διεκπεραιώνεται από τρεις αξιολογητές θα διευκολύνει πολύ την αποδοχή των αποφάσεων από μέρους τους που φυσιολογικά πρέπει να ταυτίζονται σε μεγάλο βαθμό. Τονίζουμε και πάλι τη δυσκολία αξιολόγησης ανθρώπων αλλά πιστεύω ακράδαντα ότι οι εκπαιδευτικοί της Κύπρου είναι αρκετά ώριμοι να δεχθούν ευχαρίστως και με το χαμόγελο στα χείλη τη βαθμολογία τους όταν ξέρουν ότι αυτή γίνεται έντιμα και όχι ισοπεδωτικά με πρώτο κριτήριο την αρχαιότητα. Μήπως θα βλάψει την παιδεία μας αν ένας εκπαιδευτικός δικαιούται βαθμολογία έναν χρόνο μετά τη μονιμοποίησή του και αν πράγματι το αξίζει να βαθμολογηθεί με 37 -επιβάλλεται και η αλλαγή του 1-40 στο 1-100 για πιο δίκαιη αξιολόγηση- για να μπορέσει σε ηλικία που η προσφορά του θα είναι ουσιαστική και ανεκτίμητη να υπηρετήσει την παιδεία αυτού του δύσμοιρου τόπου; Είναι μήπως ανάρμοστο για έναν νέο 28 χρόνων να γίνει υποδιευθυντής και στα 33 του διευθυντής που με νέες ιδέες και ενθουσιασμό θα υπηρετήσει το σχολείο του και την εκπαίδευση; Έφθασε, πιστεύω, ο καιρός να αλλάξει το σύστημα αξιολόγησης των τόσων προβλημάτων με την εμπλοκή του διευθυντή και βοηθού διευθυντή-συντονιστή στη διαδικασία αξιολόγησης για καλύτερες μέρες στην παιδεία του τόπου μας. Τα αρνητικά στοιχεία που υπάρχουν στο παρόν σύστημα αξιολόγησης πρέπει να εξαλειφθούν για να υπάρξει μια ατμόσφαιρα κατανόησης και αλληλοσεβασμού. Οι επιθεωρητές, πρέπει να σταματήσουν να θεωρούνται ως τα «μάτια και αφτιά του Υπουργείου Παιδείας» αλλά σαν φίλοι των καθηγητών, «ιεραπόστολοι» που επισκέπτονται σχολεία, αποκτούν καινούργιες γνώσεις που μεταδίδουν στους καθηγητές και στους συναδέλφους τους. Δεν είναι ακόμη αργά για αλλαγές που θα αποβούν για το καλό της παιδείας μας. Τελειώνουμε με τα σοφά λόγια του Matthew Arnold ο οποίος περιγράφει τους επιθεωρητές σαν «άνδρες και γυναίκες των οποίων το προνόμιο είναι να μεταδίδουν παντού γλυκύτητα και φως». Επιτέλους αλλάξτε το! Ας ελπίσουμε αυτή τη φορά να γίνει το θαύμα.
*ΒΑ, ΜΑ, PhD πρώην επιθεωρητή και πρώτου λειτουργός Εκπαίδευσης, Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού