Με αφορμή τον λανθασμένο χειρισμό της υπουργού Παιδείας του θέματος του ναζιστικού χαιρετισμού από μαθητές στο σχολείο τους, θα ασχοληθώ σήμερα με την ακροδεξιά. Ασφαλώς παιδιά στην ηλικία των εν λόγω μαθητών είναι σύνηθες να επιδίδονται σε πράξεις επιπόλαιες και απερίσκεπτες. Όμως για πράξεις που εμπεριέχουν σοβαρούς συμβολισμούς απαιτείται και η ανάλογη αντίδραση. Διαφορετικά η χαλαρή αντίδραση εκλαμβάνεται ως ανοχή και ως σιωπηρή σύμπλευση. Σε μια εποχή που η φασίζουσα ακροδεξιά και οι όπου της γης θαυμαστές του Χίτλερ, κρυφοί και φανεροί, βρίσκονται σε ραγδαία άνοδο, η ανοχή σε τέτοιου είδους συμπεριφορές είναι επιεικώς απαράδεκτη. Στις μέρες τούτες, που τα προβλήματα στην Ευρώπη συσσωρεύτηκαν και ο κόσμος πλέει σε πελάγη απογοήτευσης εξαιτίας της κυριαρχίας της οικονομίας πάνω στην κοινωνία και που το μοντέλο της κατανάλωσης, που επιβλήθηκε, έχουν ως συνέπεια αυτό που υποστηρίζει ο Πασκάλ Μπρούκνερ, «Ο αχαλίνωτος καταναλωτισμός έγινε το υπέρτατο ιδεώδες του δυτικού πολιτισμού και ο πλούτος έχει μετατραπεί σε μια ανελέητη θεότητα», η ανοχή σε πράξεις που «νομιμοποιούν» τον φασισμό είναι εξαιρετικά επικίνδυνη.
Και γίνεται εγκληματική αν τα κίνητρα πίσω από αυτή την ανεκτική συμπεριφορά είναι οι ψήφοι του ΕΛΑΜ στις επόμενες προεδρικές εκλογές και/ή οι σχέσεις με τον Αρχιεπίσκοπο.... Στους καιρούς τούτους που οι «καρποί του καπιταλισμού» δεν είναι μόνο μοιρασμένοι άδικα αλλά ταυτόχρονα και δηλητηριώδεις. Που ένα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού της Γης πεθαίνει «για λίγο νερό, λίγο ψωμί και λίγα φάρμακα». Που το 0,1% του πληθυσμού της Γης κατέχει τόσα όσα κατέχει το 99,9%. Και που σ’ έναν τόπο σαν τον δικό μας, όπου χιλιάδες άνθρωποι τα φέρνουν βόλτα με μεγάλες δυσκολίες αλλά και όπου ο λαός ολόκληρος ζει εδώ και 50 χρόνια σε μια ημικατεχόμενη πατρίδα, εξαιτίας της ανοχής σε παρόμοιες συμπεριφορές από τους τότε κυβερνώντες, η ανοχή που επέδειξε υπουργός Παιδείας δεν μπορεί παρά να επικριθεί και να επικριθεί όσο πιο έντονα γίνεται. Γιατί, μεταξύ άλλων, συμβάλλει έμμεσα αλλά ουσιαστικά στη νομιμοποίηση των απαράδεκτων συμπεριφορών της ακροδεξιάς στον τόπο μας. Αυτό το μόρφωμα που χρησιμοποιεί με περίτεχνο τρόπο την προπαγάνδα, με την ανοχή της κυβέρνησης και όλων των δημοκρατικών κομμάτων, εκτός του ΑΚΕΛ -που και αυτού οι αντιδράσεις είναι πρόχειρες και αναποτελεσματικές- επιτυγχάνει να εξασφαλίζει τη συμπάθεια πολλών ανυποψίαστων και όχι καλά ενημερωμένων πολιτών. Το επιτυγχάνει γιατί ανενόχλητο καταφεύγει σε διακηρύξεις και πράξεις που διεγείρουν συγκινήσεις, συναισθήματα και πάθη και, ταυτόχρονα, οδηγούν στην αδρανοποίηση της ελεύθερης και κριτικής σκέψης του πολίτη. Όλα τα δημοκρατικά κόμματα και η κυβέρνηση παρακολουθούν, χωρίς ουσιαστική αντίδραση, το ΕΛΑΜ να επιδίδεται στη χειραγώγηση και στον επηρεασμό των συναισθημάτων των απλών ανθρώπων (π.χ. φόβος, ανασφάλεια) και των προσδοκιών τους μέσω ψευδών πληροφοριών, της απόκρυψης και διαστρέβλωσης των πληροφοριών, των μισών αληθειών, των φορτισμένων συναισθηματικά λέξεων και συνθημάτων, των διφορούμενων εννοιών και προτάσεων. Το πιο κραυγαλέο παράδειγμα αυτής της μη αντίδρασης είναι οι «παράνομοι» μετανάστες. Σύμφωνα με επίσημα στατιστικά στοιχεία, οι ξένοι που εισήλθαν στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας διά ξηράς ή θαλάσσης παράνομα/λαθραία, ας πούμε από τα κατεχόμενα ή με ψαρόβαρκες, είναι ελάχιστοι συγκριτικά με εκείνους που εισήλθαν εντελώς νόμιμα αλλά παρέμειναν στην Κύπρο μετά τη λήξη της άδειας εισόδου που τους χορηγήθηκε. Και πολλοί από τους τελευταίους είναι πολίτες χωρών που έχουν πολύ πιο υψηλό βιοτικό επίπεδο από αυτό της Κύπρου, όπως για παράδειγμα η Μεγάλη Βρετανία.
Κι όμως, γίνεται χαμός καθημερινά για τους παράνομους μετανάστες και κανένα δημοκρατικό κόμμα δεν βρέθηκε να ενημερώσει τους πολίτες αντικειμενικά και με στοιχεία και αριθμούς. Αντίθετα, βουλευτές από κόμματα του δημοκρατικού χώρου γίνονται νεροκουβαλητές του ΕΛΑΜ με το να βγαίνουν σε τηλεοράσεις και να ανεμίζουν φωτοτυπίες επιταγών που έδιδε το Τμήμα Κοινωνικής Ευημερίας σε πολιτικό πρόσφυγα από τη Συρία με 8μελή οικογένεια ο οποίος βρισκόταν στην Κύπρου εντελώς νόμιμα, ως αιτητής πολιτικού ασύλου. Όλα τα κόμματα (και αυτό της αριστεράς) έχουν τεράστιες ευθύνες σε ό,τι αφορά την ενημέρωση των πολιτών, αφού, όπως ορθά έχει παρατήσει ο φίλος μου Κώστας Ιωάννου, σε σχόλιό του στο άρθρο μου του περασμένου Σαββάτου, δεν είχαν στις προτεραιότητές τους τα θεμελιώδη προβλήματα της κοινωνίας, όπως ήταν ο κομματισμός, η σπατάλη, τα ελλείμματα και τα χρέη του κράτους και των νοικοκυριών, η φτώχεια, η παραοικονομία, η παιδεία, οι χαμηλοί μισθοί, οι χαμηλές συντάξεις, το κυκλοφοριακό κ.λπ. Όλες οι επικοινωνιακές και ενημερωτικές τους δράσεις στηρίχθηκαν στη στείρα αντιπολίτευση, στον αρνητισμό και στον λαϊκισμό. Για δεκαετίες, η προπαγάνδα και τα ΜΜΕ αποτέλεσαν τα εργαλεία της πολιτικής εξουσίας για να πείθει τους πολίτες πως οι πολιτικές και οι πρακτικές της εξυπηρετούσαν τον λαό και τα εθνικά συμφέροντα. Για όσες δεκαετίες το Κυπριακό «πουλούσε», το κομματικό σύστημα με πατριωτικές κορώνες και ποικιλόμορφες εξυπηρετήσεις προς τους «πελάτες» κρατούσε τα πρόβατα στο μαντρί. Με τα χρόνια, ο φράκτης ήταν φυσιολογικό να γεράσει και όντας χωρίς τη δέουσα συντήρηση... άρχισε να πέφτει και τα πρόβατα να σκορπίζονται. Ο βοσκός... δεν τα αναζήτησε έγκαιρα με αποτέλεσμα, περιπλανώμενα στα βουνά και στα λαγκάδια, να γίνουν εύκολη τροφή στις αλεπούδες... του ΕΛΑΜ. Κανείς πλέον στην Ευρώπη δεν αμφισβητεί ότι παντού παρατηρείται μια σοβαρή στροφή των πολιτών προς την ακροδεξιά. Η κοινωνική αναισθησία δεν επιτρέπει τη συνειδητοποίηση των κινδύνων της «νέας τάξης πραγμάτων».
Δυστυχώς τόσο οι κυβερνητικές πολιτικές όσο και οι προτάσεις των κομμάτων της αντιπολίτευσης παρουσιάζονται ανίκανες να συνθέσουν μια συνολική στρατηγική αντιμετώπισης της επερχόμενης θύελλας. Οι «συνταγές» εξαντλούνται στη διαχείριση της συμπτωματολογίας, η οποία όμως είναι αδύνατη λόγω της έκτασης που έχουν πάρει τα παθολογικά αίτια. Ακόμη και στις περιπτώσεις σωστών επιμέρους επιλογών και μέτρων, τα αποτελέσματα είναι πενιχρά, λόγω της δυναμικής των φαύλων κύκλων που κυριαρχούν στην πολιτική, οικονομική και κοινωνική ζωή της Ευρώπης. Η άνοδος της ακροδεξιάς δεν είναι πρόβλημα που αφορά έναν συγκεκριμένο πολιτικό χώρο, αυτόν της κεντροδεξιάς. Είναι πρόβλημα ολόκληρου του πολιτικού συστήματος και όλων των πολιτών που πιστεύουν στο δημοκρατικό πολίτευμα. Ή, για να το θέσω αλλιώς, όλους εκείνους που απορρίπτουν τον ναζισμό και τον φασισμό. Τόσο στις κομματικές ηγεσίες όσο και στους πολίτες παρατηρείται αδιαφορία και εφησυχασμός. Πολλοί από εμάς, αντί να επαγρυπνούμε, να παρακολουθούμε και ν’ ανησυχούμε, θέλουμε να πιστεύουμε ότι η άνοδος της ακροδεξιάς δεν θα έχει καταστροφικές συνέπειες. Δεν θέλουμε να δούμε την πραγματικότητα κατάματα. Κι όμως, οι κίνδυνοι είναι τεράστιοι. Και μόνο με αφύπνιση, αυστηρή αυτοκριτική για τα λάθη του παρελθόντος και συλλογική δράση μπορούν να αντιμετωπιστούν.