Η εικόνα που παρουσιάζουν τα τελευταία στοιχεία της Eurostat και οι μαρτυρίες συνταξιούχων στην Κύπρο είναι ανησυχητική: συντάξεις που ξεκινούν από τα €412 και φτάνουν μέχρι τα €1.000, με το όριο φτώχειας να έχει παραμείνει αμετάβλητο από το 2012, ενώ το κόστος ζωής έχει εκτοξευθεί. Περίπου 100.000 συμπολίτες μας, δηλαδή ένας σημαντικός αριθμός του πληθυσμού, ζουν με απολαβές που δεν επαρκούν ούτε για τα βασικά. Η εικόνα αυτή δεν είναι απλώς στατιστική –είναι βαθύτατα κοινωνική και ηθική. Σε μια κοινωνία που επαίρεται για την οικονομική της πρόοδο και την ευρωπαϊκή της ταυτότητα, η φτώχεια των ηλικιωμένων αποτελεί τραγική αντίφαση. Δεν μπορούμε να μιλούμε για ανάπτυξη όταν οι γηραιότεροι πολίτες μας, οι οποίοι δούλεψαν για δεκαετίες, καταλήγουν να ζουν με επιδόματα φτώχειας.
Το πρόβλημα είναι πολυεπίπεδο. Καταρχάς, ο δείκτης αναπλήρωσης συντάξεων στην Κύπρο είναι μόλις 42%, έναντι ευρωπαϊκού μέσου όρου 58%. Αυτό σημαίνει ότι η μετάβαση από την εργασία στη σύνταξη συνοδεύεται από σημαντική μείωση του βιοτικού επιπέδου. Επιπλέον, το 1/3 των Κυπρίων συνεχίζει να εργάζεται μετά τη συνταξιοδότηση και μάλιστα οι δύο στους τρεις από αυτούς το κάνουν λόγω οικονομικής ανάγκης –το υψηλότερο ποσοστό στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η Πολιτεία δεν μπορεί να κλείνει άλλο τα μάτια. Η απουσία ανεξάρτητης εποπτικής Αρχής για τις συντάξεις και τις ασφαλίσεις είναι αδιανόητη για κράτος μέλος της ΕΕ. Η ανάγκη για δημιουργία ενός ενιαίου και ανεξάρτητου εποπτικού φορέα, όπως προτείνουν ειδικοί, είναι επιτακτική. Μια τέτοια Αρχή θα μπορούσε να διασφαλίσει τη βιωσιμότητα του συστήματος, την ορθολογική διαχείριση των πόρων και την προστασία των δικαιωμάτων των συνταξιούχων. Ταυτόχρονα, απαιτείται αναθεώρηση του «πέναλτι» του 12% για όσους αφυπηρετούν στα 63, πολιτική που τιμωρεί τους εργαζόμενους που επιθυμούν να απολαύσουν έστω λίγα χρόνια ξεκούρασης μετά από δεκαετίες εισφορών. Το σημερινό πλαίσιο λειτουργεί αποτρεπτικά, αγνοώντας τόσο την πραγματικότητα της εργασιακής φθοράς όσο και τις κοινωνικές ανάγκες.
Η Κύπρος πρέπει επίσης να αναθεωρήσει το όριο φτώχειας. Όταν το ελάχιστο όριο παραμένει στα €794 για ένα άτομο, την ώρα που οι τιμές των αγαθών έχουν αυξηθεί κατακόρυφα, είναι προφανές ότι απαιτείται άμεση αναπροσαρμογή. Η πραγματική φτώχεια δεν είναι λογιστικό μέγεθος -είναι ανθρώπινη εμπειρία και αξιοπρέπεια.
Η μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος δεν είναι πλέον επιλογή αλλά εθνική αναγκαιότητα. Αν θέλουμε ένα κράτος πρόνοιας με ευρωπαϊκή ταυτότητα, οφείλουμε να διασφαλίσουμε ότι οι άνθρωποι που έθεσαν τα θεμέλια της κοινωνίας μας θα μπορούν να ζουν με αξιοπρέπεια. Όχι επαιτώντας αλλά δικαιωματικά.
*Καθηγητής-ανθρωπολόγος στο Philips University, πρώην πρύτανης