Του Δημοσθένη Στεφανίδη
Η ελευθερία της τέχνης και της καλλιτεχνικής έκφρασης και δημιουργίας, υπό την οδοτόμο επισήμανση ότι «Η σχέση τέχνης και θρησκείας παραμένει δύσκολη και τη σύγχρονη εποχή, ενώ η τέχνη πλέον έχει πάρει και τον δικό της δρόμο χωρίς να τίθεται στην υπηρεσία των θρησκειών, παρά μόνον κατόπιν επιλογής [16]» (Ε. Τροβά, Τέχνη και Δίκαιο, Η ιδιαιτερότητα της τέχνης και της σχέσης της με το δίκαιο, ΕφημΔΔ 1/2025.67) δεν είναι ασύδοτη, ανεπιφύλακτη και απεριόριστη αλλά, υπό στάθμιση των εκατέρωθεν συμφερόντων, έχει όρια ανεκτικότητας και συμβατότητας, με γνώμονα, στη συγκεκριμένη περίπτωση, όχι ασφαλώς τον προληπτικό ή κατασταλτικό μονολιθικό κοινωνικοτυπικό παρεμβατισμό άβατης, αναχρονιστικής και παρωχημένης θρησκοληψίας ή στερεότυπα ποιοτικά κριτήρια υψηλής στάθμης πολιτιστικού αγαθού του έργου τις «κόκκινες γραμμές» της «θρησκευτικής ειρήνης» των πιστών, αντανακλαστικά, όχι του καθενός ξεχωριστά, ως ατόμου, αλλά ως κοινωνικού συνόλου, καθώς «η προσβολή του προστατευτέου αυτού εννόμου αγαθού, που έχει άϋλο χαρακτήρα και εμπίπτει, ασφαλώς και αναμφισβητήτως στην έννοια του δημοσίου συμφέροντος, δεν θίγει αμέσως τα άτομα, τα οποία βιώνουν το αγαθό αυτό, γιατί τα ίδια υφίστανται εμμέσως και εξ αντανακλάσεως την προσβολή)» (Απόφαση 298/2002 του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου, Ε΄ Ποινικό Τμήμα σε Συμβούλιο, Νομικό Βήμα, 2002, Τόμος 50, σελ. 2064).
Θα πρέπει να επισημανθεί ότι «Ένας καλός πρακτικός κανόνας είναι ότι αν μπορείς να τοποθετήσεις το έργο τέχνης σε μια γκαλερί, τότε ισχύει το δίκαιο της τέχνης» (Α. Τσαούση, Δίκαιο και Τέχνη: Μια κοινωνιολογική και οικονομική ανάλυση, σε: Νομική Σχολή Πανεπιστημίου Αθηνών, Τιμητικός Τόμος Νικολάου Κ. Κλαμαρή, τόμ. 1, 2016, 2. Δίκαιο και Τέχνη, σελ. 1206) και ότι, απερίφραστα, όπως απαράμιλλα απορρέει από την εύγλωττη αρχετυπική προσέγγιση και διάσταση, ότι «Πρώτον, θα πρέπει να δοθεί ένας ορισμός της τέχνης, τη στιγμή που αυτή είναι αδύνατον να ορισθεί. Είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικός ο τίτλος ενός βιβλίου που κυκλοφόρησε στη Γερμανία («Τι είναι τέχνη; 1080 ορισμοί δίνουν 1080 απαντήσεις»), όπως επίσης είναι χαρακτηριστικό ότι όταν ρώτησαν τον Πικάσσο τι είναι τέχνη, αυτός απάντησε αφοπλιστικά ότι δεν το γνωρίζει, αλλά και εάν το γνώριζε θα το κρατούσε μυστικό [3]» (Σ. Βλαχόπουλος, Τέχνη και θρησκεία. Η αμοιβαία ανεκτικότητα ως τρόπος επίλυσης συνταγματικών συγκρούσεων, ΔτΑ 67/2016.45-54).
Σκόπιμη κρίνεται η αναφορά ότι «Ειδικά για το θρησκευτικό συναίσθημα επισημαίνεται ότι προστατευόμενη έκφανση της προσωπικότητας είναι, εν προκειμένω, η θρησκευτική συγκρότηση του πιστού ως προσώπου που αξιώνει από τους συμπολίτες του μια ελάχιστη ειρηνική μεταχείριση ως προς τη «θρησκευτική τιμή» του [13]. Εξάλλου, ελαφρώς αποκλίνουσα άποψη υποστηρίζει ότι η εθνική ή θρησκευτική συνείδηση ως στοιχεία της ταυτότητας του προσώπου είναι και προστατευόμενα στοιχεία της προσωπικότητάς του, διότι στην ουσία η ταυτότητα αντικατοπτρίζει μια συναισθηματική σχέση του προσώπου με την πατρίδα και τη θρησκεία [14] (Γ.-Α. Γεωργιάδης, Έργα τέχνης και προσβολή προσωπικότητας, 2. Ο ψυχικός ή συναισθηματικός κόσμος ως αυτοτελώς προστατευόμενη έκφανση της προσωπικότητας; Αρμ 3/2025.315) και ότι «Tο θρησκευτικό συναίσθημα αποτελεί έκφανση του εσωτερικού κόσμου του προσώπου [321] (Ε. Αλαφραγκής, Σύγκρουση του δικαιώματος στην προσωπικότητα με το ηθικό δικαίωμα του δημιουργού έργου πνευματικής ιδιοκτησίας, 2011, §1, Το θρησκευτικό συναίσθημα ως έκφανση του δικαιώματος στην προσωπικότητα, σελ. 326) υπό την κατωτέρω άκρως χρηστική ειδοποιό παράμετρο στο ίδιο σύγγραμμα (σελ. 335):
«Πέμπτον, θα πρέπει να παρατηρηθεί, ότι για την άρση της σύγκρουσης δημοσίευσης - θρησκευτικού συναισθήματος έχει προταθεί ως εναλλακτική διέξοδος η πρακτική εναρμόνιση των δύο δικαιωμάτων με τη δημοσίευση των προσβλητικών έργων για τα θρησκευτικά συναισθήματα υπό τη συνοδεία εμφανούς ειδικής προειδοποίησης, ότι ενδέχεται να προσβληθούν τα θρησκευτικά συναισθήματα, όσων αποφασίσουν να δουν τα έργα αυτά, να τα ακούσουν, ή να τα διαβάσουν. Αν μάλιστα πρόκειται για έκθεση έργων τέχνης, προτείνεται η έκθεσή τους σε ξεχωριστή αίθουσα [369].
…………………………………………………………………………………..
[369]. Συνήγορος του Πολίτη, Σύνοψη Διαμεσολάβησης, Απομάκρυνση εικαστικού έργου από έκθεση ως προσβλητικού για τα θρησκευτικά συναισθήματα, www.sinigoros.gr, Ιούνιος 2005, σ. 4.
Συμπλέουσα και συμβάλλουσα επί της κρίσιμης παραμέτρου της συνθήκης πρόσβασης στη θέαση γνώσης του καλλιτεχνικού έργου είναι η ατόφια ανθρώπινης φύσης πραγματιστική οπτική, ανάλυση και θεώρηση στο Άρθρο του Κ. Φουντεδάκη, Η σχέση του δικαιώματος στην προσωπικότητα με τις ελευθερίες της τέχνης και της επιστήμης, ΕλλΔνη 5/2013.1271-1285, στο οποίο, υπό τον τίτλο «γ. Ειδικότερα οι «μη εξατομικευμένες προσβολές», αναπτύσσονται τα κατωτέρω:
«Ανεξάρτητα από την κριτική που ορθά ασκείται στην άποψη του ΑΠ περί αξιολογικής ιεράρχησης των συνταγματικών δικαιωμάτων και αγαθών [73], ενδιαφέρον είναι να ερευνηθεί αν στις εξεταζόμενες περιπτώσεις είναι πράγματι δυνατό, και πότε ειδικότερα, να γίνει δεκτό ότι υπάρχει παράνομη προσβολή της προσωπικότητας. Εφόσον πρόκειται για μη εξατομικευμένες προσβολές, τίθεται το ερώτημα αν μπορεί να γίνει δεκτή η ύπαρξη προσβολής, όταν ο φορέας του αγαθού που (κατά την άποψή του) προσβάλλεται έχει τη δυνατότητα και την επιλογή να αποφύγει την επαφή του με το προσβλητικό έργο τέχνης. Πρόκειται για μια όψη του προβληματισμού στην οποία, νομίζω, δεν δίνεται συνήθως η προσήκουσα σημασία: Στην πραγματικότητα ο βαθμός της υποχρεωτικής ή αναπόφευκτης ή μη αποτρέψιμης χωρίς σημαντική θυσία έκθεσης του θιγομένου στο έργο τέχνης που τον ενοχλεί είναι ένα λογικό κριτήριο για το αν θα γίνει δεκτή ή όχι προσβολή της προσωπικότητάς του [74]. Σχετικά μπορούν να διακριθούν περισσότερες περιπτώσεις:
α) Το πρόσωπο εκτίθεται «αναπόφευκτα» στην προσβολή, επειδή δεν είχε καμία (ή είχε εσφαλμένη) πληροφόρηση ή προειδοποίηση σχετικά με το περιεχόμενο έργου τέχνης ανοιχτού στο κοινό (λ.χ. συνοδεύω τον ανήλικο γιο μου στην παρακολούθηση κινηματογραφικής ταινίας με τη σήμανση «κατάλληλο», αλλά είτε η ίδια η ταινία είτε τα πριν από αυτή trailers προσεχών προβολών περιέχουν σκηνές που προσβάλλουν τον ψυχικό κόσμο του παιδιού· ο θρησκευόμενος Χ επισκέπτεται μεγάλη συλλογική έκθεση ζωγραφικής, όπου απροειδοποίητα αντικρίζει έναν ιδιαίτερα βλάσφημο πίνακα). Εδώ η ύπαρξη προσβολής της προσωπικότητας μπορεί να γίνει δεκτή, αφού τελικά υπάρχει εξατομικευμένη διατάραξη της σφαίρας της προσωπικότητας. Αν η προσβολή κριθεί και παράνομη, το πρόσωπο θα μπορεί να ζητήσει τη χρηματική ικανοποίηση της ηθικής του βλάβης, αν αυτή είναι σημαντική [75], όχι όμως και άρση της προσβολής (που εκ των πραγμάτων δεν είναι δυνατή) ή την παράλειψή της στο μέλλον (αφού το πρόσωπο μπορεί από μόνο του να αποφύγει νέα προσβολή, με το να μην έχει επαφή με το έργο). Εξάλλου σχετικά με την ηθική βλάβη θα πρέπει να συνεκτιμηθεί και η συμπεριφορά του προσώπου μετά την προσβολή, δηλ. το αν συνέχισε να παραμένει εκτεθειμένο στο «προσβλητικό» έργο (στο προηγούμενο παράδειγμα, αν, παρά τις πρώτες «ακατάλληλες» σκηνές, παρέμεινα μαζί με το γιο μου μέχρι το τέλος της ταινίας)».
Προσέτι, ως προς την προβληματική του ζητήματος, σημειώνω ότι «Ωστόσο, δεν πρέπει να παραβλέψουμε ότι το θρησκευτικό συναίσθημα έχει μια ιδιαιτερότητα: Αφορά την αντίληψη περί θείου, τη βαθύτερη πτυχή της προσωπικότητας του ανθρώπου. Αφορά τον Θεό, τον οποίο ο πιστός ταυτίζει με την ίδια του την ύπαρξη. Κατ’ επέκταση, το θρησκευτικό συναίσθημα αποτελεί κάτι ιδιαίτερο και αξιώνει μεγαλύτερη προστασία από τα υπόλοιπα «πιστεύω» του ανθρώπου» (Σ. Βλαχόπουλος, Τέχνη και θρησκεία. Η αμοιβαία ανεκτικότητα ως τρόπος επίλυσης συνταγματικών συγκρούσεων, IV. Η προστασία του θρησκευτικού συναισθήματος από καλλιτεχνικές προσβολές, ΔτΑ 67/2016.45-54) όπως και ότι «Μάλιστα, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ΑΠ 1298/2002 [25], η οποία διατυπώνει την κρίση ότι το έννομο αγαθό της θρησκευτικής ειρήνης περιλαμβάνει στην έννοιά του και τα αγαθά της θρησκείας, του θρησκευτικού συναισθήματος, του συναισθήματος ευλάβειας και της θρησκευτικής ελευθερίας [26]» (Γ. Ανδρουτσόπουλος, Η προστασία της Θρησκείας κατά τον Ποινικό Κώδικα. Συμβολή στην ερμηνεία των άρθρων 198 και 199, Νομοκανονικά 1/2017.27).
Παραθέτω και την πραγμάτευση στα πιο κάτω αποσπάσματα από το σύγγραμμα του Γ. Ανδρουτσόπουλου, Οι ανεξάρτητες αρχές για ζητήματα θρησκείας, 2018, §3. Θρησκεία και Τέχνη, σελ. 19:
«Η σύγχρονη τάση, πάντως, είναι να διευρύνονται όλο και περισσότερο τα όρια της κοινωνικής ανοχής, χάριν της ανεμπόδιστης και της εκ του Συντάγματος ανεπιφύλακτης [7] ασκήσεως της ελευθερίας της Τέχνης. Και τούτο, όχι μόνο ενόψει της συνταγματικώς κατοχυρωμένης (άρθρο 13 Σ.) ελευθερίας των θρησκευτικών πεποιθήσεων και του καλλιτέχνη που βάλλει κατά του Θεού ή ορισμένης θρησκευτικής πίστεως, αλλά και της κοινωνικοτυπικά ισχύουσας παραδοχής ότι το έργο ενός συγγραφέα ή γενικότερα πνευματικού δημιουργού, που καταπιάνεται με ένα τόσο υψηλής πνευματικής στάθμης θέμα, θα έχει συνήθως και το αντίστοιχο αισθητικό επίπεδο, ενώ και ο ίδιος ο καλλιτέχνης δεν θα κινείται από κίνητρο ταπεινό […]. Εάν όμως το έργο […] είναι χαμηλού επιπέδου, ο δε καλλιτέχνης […] επιδιώκει με αυτό τη χονδροειδή επίδειξη περιφρονήσεως προς την πίστη των άλλων ή την πρόκληση θορύβου γύρω από το όνομά του, ώστε στην ελεεινή ποιότητα του έργου του να προστίθεται και η κακοβουλία του, οι θιγόμενοι στο θρησκευτικό τους συναίσθημα θα μπορούν αναμφίβολα […] να ζητήσουν τη δικαστική απαγόρευση της εκτελέσεως ή κυκλοφορίας του έργου [8]».






