Παρακολούθησα με πολύ ενδιαφέρον την πρόσφατη συζήτηση περί ευθανασίας στην Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Βουλής. Η βουλευτής Ειρήνη Χαραλαμπίδου, που κατέθεσε πρόταση νόμου για τη νομιμοποίηση της ευθανασίας, έθεσε τον δάκτυλον επί τον τύπον των ήλων αναφερόμενη στην περίπτωση της μητέρας της. Είπε επί λέξει: «Έχασα τη μητέρα μου στην Αροδαφνούσα. Είχε κρυοβλάστωμα. Την έβλεπα στο κρεβάτι να λιώνει. Της πήρα τον γιο μου να τον δει. Τυφλώθηκε, δεν τον έβλεπε. Μετά χάλασαν τα νεφρά, μετά οι πνεύμονες και μετά σταμάτησε η καρδιά της. Η μητέρα μου έπρεπε να έχει το δικαίωμα να πει “ώς εδώ”. Δεν της το δώσαμε». Δυστυχώς, τέτοια συγκλονιστικά γεγονότα είναι αρκετά και γι' αυτό είναι επιβεβλήμένο να εγκύψουμε στο θέμα της ευθανασίας που, oμολογουμένως, είναι ένα αμφιλεγόμενο και πολύπλοκο θέμα, με ηθικά, νομικά και φιλοσοφικά ζητήματα που διακυβεύονται.
Το αδιαμφισβήτητο γεγονός είναι ότι ένας αυξανόμενος αριθμός χωρών τάσσεται υπέρ της πρόσβασης στην ιατρική βοήθεια στον θάνατο. Αυτό συμβαίνει διότι αναγνωρίζεται, τουλάχιστον στη Δυτική Ευρώπη, ότι τα επιχειρήματα υπέρ της ευθανασίας είναι τόσο ισχυρά που επισκιάζουν τυχόν επιφυλάξεις για την υιοθέτησή της. Δεν χρειάζονται ειδικές γνώσεις ή έρευνα να συλλάβει κάποιος τα προτερήματα της ευθανασίας.
Βέβαια είναι απαραίτητο να ρυθμιστεί η ευθανασία από αυστηρή νομοθεσία, η οποία θα εγγυάται την πρόσβαση σε αυτή την πρακτική μόνο σε ασθενείς που τη ζητούν και πληρούν συγκεκριμένα κριτήρια. Όπως τόνισε η κ. Χαραλαμπίδου, «μόνο ο ασθενής ο οποίος είναι ενήλικας με σώας τας φρένας μπορεί να αποφασίσει για τον εαυτό του αφού πρώτα εξεταστεί από εξειδικευμένα ιατροσυμβούλια». Με άλλα λόγια, θα υπάρχει σεβασμός της ατομικής αυτονομίας διότι η ευθανασία θα επιτρέπει στους ασθενείς να λάβουν μια ενημερωμένη απόφαση για το τέλος της ζωής τους, σύμφωνα με τις αξίες και τις πεποιθήσεις τους.
Το μεγαλύτερο, ίσως, προτέρημα της ευθανασίας είναι αυτό που συζητάμε σχεδόν καθημερινά, τουτέστιν, η ανακούφιση από τον πόνο: επιτρέποντας έναν ήπιο και γρήγορο θάνατο, η ευθανασία θα μπορούσε να ανακουφίσει τους ασθενείς από ανυπόφορο σωματικό και ψυχολογικό πόνο. Κάτι άλλο, στο οποίο νομίζω όλοι θα συμφωνούν, είναι το δικαίωμα σε αξιοπρεπή θάνατο. Αν συμφωνήσουμε ότι αυτό το δικαίωμα είναι θεμελιώδες -και, επομένως, συμβατό με τα ανθρώπινα δικαιώματα- τότε η ευθανασία είναι ένας τρόπος άσκησής του. Οι πολέμιοι του νόμιμου δικαιώματος στον θάνατο αρέσκονται να λένε ότι η ελευθερία έχει τα όριά της. Ωστόσο, το γεγονός ότι η ελευθερία έχει τα όριά της δεν σημαίνει ότι το δικαίωμα στον θάνατο ξεπερνά αυτά τα όρια. Όταν ένα άτομο κρίνει ότι η ζωή δεν αξίζει πλέον να ζει, τότε η λήψη μέτρων που εμποδίζουν το άτομο αυτό να αποκτήσει βοήθεια για να πεθάνει επιβάλλει μια πολύ σοβαρή βλάβη. Αν και η κοινωνία μπορεί να περιορίσει την ελευθερία ενός ατόμου για να αποτρέψει την πρόκληση βλάβης σε άλλους, είναι πολύ δύσκολο να δικαιολογηθεί ο περιορισμός της ελευθερίας ενός ατόμου όταν ο περιορισμός αυτός θα έχει ως αποτέλεσμα μια τεράστια προσωπική βλάβη. Τέλος, υπάρχει και ένα άλλο ατράνταχτο επιχείρημα που προβάλλουν οι οικονομολόγοι, εκείνο της καλύτερης δυνατής χρήσης των πόρων. Αποφεύγοντας τις παρατεταμένες και δαπανηρές θεραπείες για τους ασθενείς στο τέλος της ζωής τους, η ευθανασία θα μπορούσε να απελευθερώσει ιατρικούς πόρους για άλλους ασθενείς που θα οδηγούσαν στην παράταση του όρου ζωής τους και άρα, όσο παράδοξο κι αν ακούγεται, στη μείωση του ποσοστού θανάτων.
Κρίνοντας από τη συζήτηση για την ευθανασία στη Βουλή και στα ΜΜΕ, οι πλείστοι βουλευτές, λόγω συντηρητικότητας ή ατολμίας ή θρησκευτικών πεποιθήσεων, διάκεινται επιφυλακτικά έναντι της ευθανασίας. Θα τους κατέτασσα σε τρεις κατηγορίες. Η πρώτη μας λέει ότι πρώτα θα πρέπει να εξασφαλίσουμε «ανακουφιστική φροντίδα» προτού να εισαχθεί νομοθεσία για την ευθανασία. Η ειρωνεία είναι ότι το θέμα της ευθανασίας αφορά τους ασθενείς που δεν μπορούν να ανακουφιστούν!
Η δεύτερη κατηγορία βουλευτών είναι επηρεασμένη από την Ορθόδοξη Εκκλησία που είναι σαφώς κατά της ευθανασίας. Όμως οι νόμοι ενός σύγχρονου κράτους δεν θα πρέπει να επηρεάζονται από κανένα θρήσκευμα. Άλλωστε, η Εκκλησία της Κύπρου είναι εναντίον του πολιτικού γάμου και εναντίον της αποποινικοποίησης της ομοφυλοφιλίας. Θεωρεί, δε, την αντισύλληψη ότι είναι πάντα ανήθικη, ανεξάρτητα από τις προθέσεις των εμπλεκομένων, τις συνθήκες της κατάστασης ή τις συνέπειες της πράξης. Είμαι πεπεισμένος ότι αυτές οι θέσεις δεν εκφράζουν την πλειοψηφία των Κυπρίων.
Η τρίτη κατηγορία προβάλλει το επιχείρημα ότι ένα τέτοιο δικαίωμα θα γίνει αντικείμενο κατάχρησης και ότι καμία νομική εγγύηση δεν μπορεί να αποτρέψει αυτή την κατάχρηση. Έτσι, για παράδειγμα, έχει ειπωθεί ότι όπου η γραπτή εκούσια συγκατάθεση για ευθανασία αποτελεί νομική απαίτηση, η συγκατάθεση αυτή δεν θα λαμβάνεται πάντοτε. Το πρόβλημα με αυτό το επιχείρημα είναι ότι η παράθεση παραδειγμάτων κατάχρησης ενός νόμιμου δικαιώματος δεν αρκεί για να δικαιολογήσει την παρακράτηση του δικαιώματος αυτού. Αν η πιθανότητα κατάχρησης θεωρείτο λόγος για την παρακράτηση ενός δικαιώματος, τότε θα έπρεπε να απαγορευτούν πολύ περισσότερα από την ευθανασία. Η οδήγηση αυτοκινήτων, για παράδειγμα, θα έπρεπε να απαγορευτεί με το σκεπτικό ότι το δικαίωμα αυτό γίνεται κατάχρηση και ότι καμία από τις διασφαλίσεις που έχουμε κατά της κατάχρησης αυτής δεν είναι απολύτως αποτελεσματική. Οι άνθρωποι οδηγούν γρηγορότερα από ό,τι θα έπρεπε. Οδηγούν με κόκκινο στα φώτα τροχαίας, αλλάζουν λωρίδα χωρίς προειδοποίηση, οδηγούν αυτοκίνητα χωρίς άδεια, ασφάλεια ή MOT κ.λπ. Η κατάχρηση του νόμιμου δικαιώματος οδήγησης έχει συχνά θανατηφόρες συνέπειες και, επομένως, δεν διαφέρει από την ευθανασία ως προς τη σοβαρότητα του αποτελέσματος της κατάχρησης. Είπε όμως κανένας ότι η οδήγηση πρέπει να απαγορευτεί;
*Οικονομολόγος, κοινωνικός επιστήμονας