Του Χριστόφορου Τριανταφύλλου*
Η επιστροφή της ψηφιακής υπόσχεσης «όλα θα αποφασίζονται από εσάς, τώρα, και από το κινητό» συναντά τα παλιά αδιέξοδα της συλλογικής δράσης, της θεσμικής αδράνειας και της ιδεολογικής ασυνέχειας.
Με μία μύτη του κλόουν για να τραβά τα βλέμματα, επιστρέφει η υπόσχεση ότι «όλα θα αποφασίζονται άμεσα από εσάς μέσω ενός app». Από το ιταλικό Movimento Cinque Stelle (M5S) και την πλατφόρμα Rousseau έως τους Podemos και τις εκδοχές «υγρής δημοκρατίας» των Πειρατών, το μοτίβο είναι κοινό: Η ψηφιακή πλειοψηφία ανάγεται σε κομματική βούληση, λες και η διαδικτυακή υποδομή αρκεί αυτή καθαυτή για να παραγάγει πολιτική συνοχή.
Θεωρητικά η υπόσχεση είναι γοητευτική. Απο-μεσολάβηση, άμεση συμμετοχή, ταχύτητα λήψης αποφάσεων. Στην πράξη, όμως, επανεμφανίζονται οι κλασικές παθολογίες της συλλογικής δράσης όπως η ετερογένεια προτιμήσεων που δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί σε συνεκτικό πρόγραμμα, ασυμμετρία πληροφόρησης ανάμεσα στους λίγους υπερ-ενεργούς και στους πολλούς παθητικούς, και το γνώριμο φαινόμενο της κυριαρχίας υπερ-κινητοποιημένων μειοψηφιών πάνω στη σιωπηρή πλειοψηφία. Η ψηφιακή συμμετοχή δεν εξαφανίζει αυτές τις τάσεις και συχνά μάλιστα, τις εντείνει.
Κρίσιμος είναι και ο ρόλος της ίδιας της πλατφόρμας καθώς δεν είναι απλώς μια ουδέτερη σωλήνωση αλλά καθίσταται πολιτικός πρωταγωνιστής. Αναδύεται μια ιδιότυπη «πλατφορμοκρατία» στην οποία, όποιος ελέγχει το διακομιστικό σκέλος, άρα και τις ρυθμίσεις πρόσβασης και ορατότητας, καθορίζει την ατζέντα, πλαισιώνει το ερώτημα, και τελικά επηρεάζει τη νομιμοποίηση του αποτελέσματος. Η λογοδοσία αυτή δεν θεραπεύεται με καλαίσθητα μενού και εμπειρίες χρήστη, αλλά με σκληρούς θεσμούς ανεξάρτητου ελέγχου, διαφάνεια κώδικα και διαδικασιών, σαφείς κανόνες σύγκρουσης συμφερόντων, ισχυρή ταυτοποίηση ψηφισάντων. Όταν αυτά απουσιάζουν, οι φύλακες της «πύλης» μετατρέπονται σε de facto ρυθμιστές πρόσβασης που δεν λογοδοτούν πολιτικά.
Το υποσχόμενο «ψηφιακό δημοψήφισμα» καταλήγει να παράγει διακεκομμένη εντολή, η οποία αποτελείται από αποσπασματικές αποφάσεις χωρίς ιδεολογικό κορμό. Έτσι γεννιέται η προγραμματική ασυνέχεια και ο ιδεολογικός αχταρμάς. Συγκεκριμένα η ημερήσια μέτρηση εντυπώσεων υποκαθιστά την κυβερνησιμότητα και την ικανότητα σύνθεσης αντιτιθέμενων προτιμήσεων. Στο επίπεδο της θεωρίας επιλογής, αυτό μεταφράζεται σε αδυναμία σταθερής συναθροίσεως προτιμήσεων σε πολυδιάστατες ατζέντες. Πιο απλά, οι «πλειοψηφίες της στιγμής» είναι ευμετάβλητες, παράγουν κύκλους και οδηγούν σε χρονική ασυνέπεια. Σήμερα Α, αύριο Β, αλλά και τις δύο μέρες με ίση επίκληση της λαϊκής βούλησης.
Τα συγκριτικά παραδείγματα είναι εύγλωττα. Το Movimento Cinque Stelle (M5S) στην Ιταλία απογειώθηκε εκλογικά στηριζόμενο στην ψηφιακή διαβούλευση. Βυθίστηκε όμως λίγο αργότερα στις έριδες για τον έλεγχο της πλατφόρμας, σε θεσμικό φορμαλισμό χωρίς ουσία, και σε κυβερνητικές μεταμορφώσεις που αποξήλωσαν το αρχικό του «δέσιμο» με τις ηλεκτρονικές εντολές. Στην Ισπανία, οι εκτεταμένες ηλεκτρονικές διαβουλεύσεις των Podemos δεν υποκατέστησαν την οργάνωση πεδίου. Στα κρίσιμα σημεία δέσμευσης του ποιος δεσμεύεται, πότε και υπό ποιον έλεγχο, η διαδικτυακή συμμετοχή αποδείχθηκε ανεπαρκής για να παράγει σταθερή εσωκομματική θεσμοποίηση. Οι Πειρατές, με την «υγρή δημοκρατία» των αναθέσεων, έθρεψαν ένα νέο τεχνικό ελιτισμό, στον οποίο η γνώση του εργαλείου και η πρόσβαση στην ψηφιακή σκηνή μετατράπηκαν σε πολιτικό κεφάλαιο, δημιουργώντας άτυπους πυλωρούς που δεν λογοδοτούν δημοκρατικά. Το Partido de la Red, με την «δια αντιπροσώπου» ψήφο των αιρετών βάσει πλατφόρμας, προσέκρουσε στο διαχρονικό πρόβλημα συναθροίσεως προτιμήσεων. Όσο πιο πολυδιάστατη γίνεται η ατζέντα, τόσο πιο ασταθείς και αντιφατικές καθίστανται οι online πλειοψηφίες.
Στο κυπριακό πείραμα της «άμεσης δημοκρατίας» μέσω εφαρμογής, η ρητορική της ριζοσπαστικότητας, στολισμένη με την κόκκινη μύτη του Φειδία Παναγιώτου, σαγηνεύει γιατί υπόσχεται επιστροφή της πολιτικής στον «καθαρό λαό». Όμως χωρίς σαφές ιδεολογικό περίγραμμα, κανόνες δεσμευτικότητας που να είναι γνωστοί εκ των προτέρων και τυπικά ενσωματωμένοι στο καταστατικό, ισχυρή ταυτοποίηση σε επίπεδο που να αντέχει νομικό έλεγχο και ανεξάρτητο έλεγχο των διαδικασιών, το αποτέλεσμα τείνει να είναι ανακύκλωση των ίδιων αδιεξόδων. Πλειοψηφίες της στιγμής, μεταβλητή νομιμοποίηση, διάχυση ευθύνης. Κοντολογίς, ένα κόμμα που θεμελιώνεται στο app κινδυνεύει να μην ξέρει ποτέ τι ακριβώς εκπροσωπεί την Δευτέρα και τι εκπροσωπεί την Τρίτη. Ένα τέτοιο κόμμα είναι καταδικασμένο να μην μπορεί να κυβερνήσει ούτε τον εαυτό του.
Πέρα από τα τεχνικά, υπάρχει και το οργανωτικό παράδοξο. Η ιστορία των κομμάτων διδάσκει ότι καμιά συλλογικότητα δεν επιβιώνει δίχως θεσμούς μεσολάβησης. Οι διαδικασίες επιλογής στελεχών, τα σταθερά όργανα, οι μηχανισμοί διατύπωσης και ιεράρχησης πολιτικών προτάσεων δεν μπορούν να απουσιάζουν. Αντίθετα με το λαϊκό ένστικτο, λίγη «οργάνωση» δεν είναι εχθρός της δημοκρατίας αλλά προϋπόθεσή της. Η «Άμεση Δημοκρατία» υπόσχεται να αντικαταστήσει τη μεσολάβηση με «καθαρή» βούληση. Στην πράξη, απλώς αλλάζει τους μεσολαβητές από τα κομματικά όργανα στους διαχειριστές πλατφορμών, στους σχεδιαστές αλγορίθμων, στους συντονιστές κοινοτήτων. Χωρίς θεσμικά αντίβαρα, το αποτέλεσμα είναι μια νέα ολιγαρχία με ψηφιακό προσωπείο.
Έπειτα έρχονται τα κάπως πιο πεζά, αλλά καθοριστικά. Νομιμότητα δεδομένων, προστασία ιδιωτικότητας, ανθεκτικότητα σε bots, ελάχιστα όρια συμμετοχής και απαρτίας, διακριτοί κανόνες για το τι είναι δεσμευτικό και τι είναι συμβουλευτικό. Διαφορετικοί κανόνες πρέπει να διέπουν τις συντακτικές αποφάσεις και τις «καθημερινές πολιτικές αποφάσεις. Χωρίς αυτή τη διάκριση, το κόμμα καταλήγει να αναθεωρεί το καταστατικό του κάθε εβδομάδα επειδή «έτσι ψήφισε η πλατφόρμα».
Παρόλα αυτά η ουσία είναι πολιτική, όχι τεχνική. Η τεχνολογία επιταχύνει διαδικασίες αλλά δεν αντικαθιστά τη θεσμική αρχιτεκτονική, την προγραμματική συνοχή και την ικανότητα διαμεσολάβησης που καθιστούν την πολιτική πράξη βιώσιμη. Όταν οι εκ προοιμίου ανομοιογενείς ιδέες δεν μετασχηματίζονται σε συνεκτική γραμμή μέσα από θεσμικά φίλτρα και υπεύθυνη ηγεσία, η «άμεση δημοκρατία» μετατρέπεται σε άμεσο αχταρμά.
Αν πράγματι επιθυμούμε ουσιαστική συμμετοχή, ο δρόμος είναι γνωστός και δύσκολος. Μια ιδεολογική πυξίδα που να οργανώνει τις προτιμήσεις σε πρόγραμμα. Αλλιώς, θα ξαναδούμε την ίδια παράσταση πολύχρωμα εικονίδια στην οθόνη, κόκκινη μύτη στο κάδρο, και στο τέλος σιωπή εκεί όπου θα έπρεπε να υπάρχει πολιτική.
*Ο Χριστόφορος Τριανταφύλλου είναι Γραμματέας Κυπριακού και Δικοινοτικών Σχέσεων της Νεολαίας του Δημοκρατικού Συναγερμού (ΝΕΔΗΣΥ)