Πριν λίγες μέρες μας πήραν οι έφηβες κόρες μας αναστατωμένες από τη δικοινοτική κατασκήνωση στην οποία συμμετείχαν. Βγήκαν για βόλτα σε ορεινό χωριό του Τροόδους με Τουρκοκύπριους φίλους τους - μιλάμε για παιδιά δεκαπέντε και δεκάξι ετών - και στο κέντρο που κάθισαν δεν είχε παγωτό για τους Τουρκοκύπριους. Είχε μόνο για τους Ελληνοκύπριους. Πήγαινε ένας Τουρκοκύπριος να ζητήσει τάβλι και δεν είχε τάβλι. Πήγαινε ένας Ελληνοκύπριος και του έδιναν. Επίσης, οι Τουρκοκύπριοι πέρασαν από ανάκριση. «Από πού είναι;» «Γιατί λένε πως είναι από την Κύπρο;», «Πού γεννήθηκαν οι γονείς τους;» Τα παιδιά, βαθιά στεναχωρημένα, πήραν τους φίλους τους και έφυγαν. Κάθισαν αλλού που ευτυχώς τους σέρβιραν όλους, χωρίς να τους περνούν από γενεές δεκατέσσερις. Τα κορίτσια στο τηλέφωνο με ρωτούσαν απορημένες «γιατί τόση κακία, τι τους εκάμαν και δεν τους έδιναν τάβλι να παίξουν;» Ενώ έχουμε συζητήσει πολλές φορές ζητήματα εθνικισμού και διακρίσεων, τις σχέσεις ΕΚ και ΤΚ, την ιστορία του Κυπριακού, είναι πολύ διαφορετικό για έναν έφηβο να βιώνει έμπρακτα την αδικία και τη διάκριση και μάλιστα εις βάρος φίλων του.
Παρότι έχω μεγάλη εμπειρία πλέον από τέτοιες ιστορίες, με ενόχλησε τόσο πολύ το περιστατικό που αποφάσισα να μην το αφήσω έτσι. Η πρώτη μου αντίδραση ήταν να διαδώσω το περιστατικό στο διαδίκτυο με μια λογική «name and shame». Έκανα δεύτερες σκέψεις και αποφάσισα πως αυτό θα ήταν λάθος. Θα εκτονωνόμουν για λίγο μαζί με τους ομοϊδεάτες μου. Δεν θα άλλαζε τίποτε. Πήρα λοιπόν το αυτοκίνητό μου και ανηφόρησα στο βουνό, κάθισα στο κέντρο και προσκάλεσα τον ιδιοκτήτη να έρθει να πιούμε καφέ. Είχα προετοιμαστεί να είμαι ήρεμη ό,τι κι αν άκουγα. Το πολύ - πολύ να με πετούσε έξω με τις κλοτσιές. Του εξήγησα ποια είναι αυτά τα παιδιά, του εξήγησα λίγο το ιστορικό πλαίσιο της Κύπρου και ότι τους πίκρανε πολύ η συμπεριφορά του. Του μετέφερα τα ερωτήματά τους. «Τι να τους πω;» τον ρώτησα. Ευτυχώς ήθελε να το συζητήσει. Είπε: «Εκάμαν μας τόσα οι Τούρτζοι τζιαι τωρά τα κοπελλούθκια τους γυρίζουν ποδά ελεύθερα». Ξανά συζήτηση για τη διάκριση ανάμεσα σε Τούρκους πολίτες και τους ΤΚ, οι Τουρκοκύπριοι είναι Κυπραίοι, όπως οι κόρες μου και οι γιούδες σου, ξανά πως η εισβολή, ναι, ήταν άδικη, κι εμένα με έκανε πρόσφυγα, αλλά προηγήθηκαν συγκρούσεις, πραξικόπημα, ξανά ότι έχουμε εμείς τα δίκια μας αλλά πρέπει να βλέπουμε και τις αλήθειες των άλλων, ξανά να διακρίνουμε τις εποχές και τα πλαίσια, άλλο η εποχή πολέμου, άλλο το πολιτικό πλαίσιο και άλλο και το ανθρώπινο. Είπαμε κάμποσα. Νομίζω ντρεπόταν και λίγο για τη συμπεριφορά του για αυτό ήθελε να το συζητήσει. «Το παρελθόν δεν αλλάζει», του είπα στο τέλος. «Το μέλλον όμως είναι στα χέρια αυτών των παιδιών». Τι αποφασίσαμε τελικά; Να βάλω τους μιτσιούς μέσα στο αυτοκίνητο και να τους πάω απάνω από βδομάδας. Θα τους κεράσει παγωτό. Θα μάθει τα ονόματά τους. Θα παίξει και μια παρτίδα τάβλι μαζί τους. Αυτό υποσχέθηκε.
Ερμηνεύεται η παραπάνω αρχική συμπεριφορά; Ναι. Συνδέεται κυρίως με δύο δεδομένα: τη βιτριολική και μόνιμη μισαλλόδοξη ρητορική δεκαετιών εναντίον όλων ανεξαιρέτως Τούρκων και ΤΚ, χωρίς καμία διάκριση και την έλλειψη πραγματικής επαφής ανάμεσα στους ανθρώπους της Κύπρου. Είδαμε και τι έγινε προχθές με την αντικατοχική εκδήλωση του Δήμου Αμμοχώστου. Δεν κατανοήσαμε ότι οι Τ/Κ που θα λάβουν μέρος είναι σύμμαχοί μας! Σίγουρα με την κατάσταση που επικρατεί στα κατεχόμενα θα είναι δαχτυλοδειχτούμενοι και «εθνικά ανεπιθύμητοι». Κι όμως, το τόλμησαν. Κάποια στιγμή, πριν περάσει ένας ολόκληρος αιώνας, πρέπει να καταλάβουμε ορισμένα πράγματα. Οι δικοί μας που τους κάλεσαν οφείλουν να σταθούν στον πούντο τους! Κανεί με τους ξύλινους πολιτικούς λόγους που ακούγονται σαν χαλασμένη κασέτα του '80. Κανεί με τους δήμους κι αν είναι ξεχωριστοί ή όχι. Το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας (άρθρο 173) προνοεί πέντε χωριστούς δήμους στις πέντε μεγαλύτερες πόλεις της Κύπρου. Ο Μακάριος μονομερώς πήγε να αλλάξει το Σύνταγμα. Αλλά πραγματικά τόσα χρόνια μετά, κανεί πια με αυτές τις συζητήσεις της εποχής των δεινοσαύρων. Μπουχτίσαμε.
Μακάρι οι πολιτικοί που θα παραστούν στην εκδήλωση να μιλήσουν αληθινά, να μοιραστούν το βάσανο των Βαρωσιωτών, τον κίνδυνο επιβίωσης του κυπριακού Ελληνισμού αλλά ταυτόχρονα να αναγνωρίσουν τους Τ/Κ ως ισότιμους συμπολίτες, που με τη σειρά τους κάνουν υπερβάσεις, αναγνωρίζουν τον πόνο μας, αγαπούν εξίσου τον τόπο τους και θέλουν, επιτέλους, προοπτική και ειρήνη. Μακάρι να μη δράσουν υπό τον φόβο των αντιδραστικών.
Σκεφτείτε επίσης τη γελοιότητα της κατάστασης αντιστρέφοντάς την. Να πηγαίνει δικός μας δήμαρχος σε επετειακή εκδήλωση για την ίδρυση του ψευδοκράτους και οι Τουρκοκύπριοι να του λένε: «Μην έρθεις. Δεν σε θέλουμε. Δεν αναγνωρίζουμε την Κυπριακή Δημοκρατία». Ορισμένες φορές δεν ξέρεις αν είμαστε για γέλια ή για κλάματα σε αυτόν τον τόπο.
Σημείωση: Το κείμενο γράφτηκε πριν την απόφαση των Τ/Κ, συμπεριλαμβανομένων και των παιδιών της χορωδίας, να μην παραστούν στην εκδήλωση. Τελικά, για κλάματα είμαστε μόνο.