Καις την ψυχή μου Κύπρος, όμως σήμερα την καις πιο πολύ. Γυρίζεις, περιπλανιέσαι, ασκητεύεις και ύστερα αρχίζεις να εκπορνεύεσαι. Δεν αντέχω πια να σε βλέπω όπως μια Γαλλίδα πόρνη, η οποία μοιράστηκε το κρεβάτι της με έναν Ναζί αξιωματικό. Εδώ και χρόνια πλαγιάζεις με τον κατακτητή σου. Λυπάμαι τα γιασεμιά που έβαλες στο στήθος σου. Πότε θα γίνεις μια αξιοπρεπής οντότητα; Κάθισα και σκέφτηκα εκείνους που σε σκότωσαν κάποτε. Όχι, μην ασχολείσαι άδικα, δεν μπορείς να με πείσεις ακόμα ότι είσαι αγνή και καθαρή σαν την Παναγία. Είσαι μια παρθένα που πέρασαν από πάνω της χίλιοι άνδρες; Ερωτεύτηκες και τον Καίσαρα, ο οποίος σε θεώρησε τόσο φθηνή ώστε να σε προσφέρει στην Κλεοπάτρα ως δώρο γενεθλίων; Όποιος ήρθε σε πούλησε. Όποιος έφυγε σε πούλησε. Κάθισες και κοίταξες το φως του φεγγαριού στη χρυσή αμμουδιά με τον Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο; Ιδού, σε πούλησε και αυτός στους Ναΐτες. Δεν ντράπηκες καθόλου να παραδώσεις στον Οθωμανό πασά τον Βραγαδίνο, ο οποίος σε αγαπούσε σαν τρελός; Καημένε Βραγαδίνο! Τον έγδαραν και τον γέμισαν με άχυρο. Και όταν σε βαρέθηκε, ο Οθωμανός πασάς σε πούλησε και εκείνος στους Άγγλους για μια βέργα χρυσού. Πες μου. Είσαι παλλακίδα των σαραγιών ή αιχμάλωτη που πουλήθηκε στα σκλαβοπάζαρα; Πες μου. Ποιοι είναι οι ναυτικοί που πήρες στην αγκαλιά σου τώρα; Από πού στον διάολο ήρθαν; Από τη Νέα Υόρκη; Από το Τέξας; Από την Καλιφόρνια; Δεν ξέρω και πολύ εκείνα τα μέρη. Όμως εκείνοι ξέρουν αυτά εδώ τα μέρη. Αλλά είσαι μια μικρή κουκκίδα σε αυτόν τον χάρτη. Το μαξιλάρι σου μυρίζει φούλι. Τα μαλλιά σου μυρίζουν φύκια. Αν πιάσω τα χέρια σου βουρκώνουν τα μάτια σου. Θυμάσαι πώς καθόμασταν μαζί σε μια ακροθαλασσιά και μοιραζόμασταν τα ντέρτια μας; Φιλούσα τα μαλλιά σου, τα χείλη σου, τα πόδια σου. Πάντα σε αγαπούσα. Δεν είμαι εγώ που επέδειξα αγνωμοσύνη. Να σου περιγράψω πώς κοίταγα τον ουρανό και σε νοσταλγούσα σε ένα αχανές δάσος της αχανούς Σιβηρίας από το οποίο δεν ήξερα πώς να βγω. Δεν απέμεινε κανείς άλλος σε αυτόν τον κόσμο να μου διηγείται την παιδική μου ηλικία εκτός από εσένα. Μόνο εσύ ξέρεις πόσες φορές πέρασα μπροστά από το σπίτι της αγαπημένης μου με το ποδήλατό μου σε εκείνο το στενό σοκάκι. Τη χαρά που μου χάριζε ο Έλληνας βιολιστής, ο οποίος ερχόταν στην πόρτα μας τις χριστουγεννιάτικες νύκτες. Μόνο εσύ ξέρεις και τα γράμματα που έγραψα για την αγαπημένη μου αλλά δεν της τα έδωσα. Εκείνα πέρασαν σαν άνεμος. Εσύ ήσουν η πραγματική μου αγαπημένη. Η αιώνια αγαπημένη μου. Όμως, ξέρεις τι γουρούνι είσαι εσύ; Δεν έμεινε τίποτα που δεν έκανες για να με τρελάνεις. Τώρα με κάνεις να μαραζώνω ακόμα και να σε σκέφτομαι στα χέρια ενός ναυτικού από το Μαϊάμι. Αν σε βαρέσω, θα με βαρέσω. Αν σε μαχαιρώσω, θα με μαχαιρώσω. Δέχομαι την τιμωρία σου.
Καις την ψυχή μου Κύπρος, την καις πιο πολύ από κάθε άλλη φορά. Ο Ιούλιος είναι ένας ματωμένος Ιούλιος, ο Αύγουστος είναι ένας πιο ματωμένος Αύγουστος από τον Ιούλιο. Είδες πώς δολοφονήθηκαν μετά οι πέντε στρατιώτες που τους άναψαν τσιγάρο οι εισβολείς στρατιώτες; Είδες εκείνες τις γυναίκες που δολοφονήθηκαν με τα βρέφη τους στην αγκαλιά τους; Είδες εκείνους που έλιωσαν το κεφάλι του Ισαάκ από τα χτυπήματα; Τα πάντα μου φαίνονται κάποτε σαν ένα βάρος το οποίο δεν θα μπορέσω να σηκώσω. Εκπλήττομαι εσύ πώς αντέχεις. Όμως τι υπάρχει για να εκπλήττεται κανείς σε αυτό; Ούτε τους πραξικοπηματίες σου τιμώρησες ούτε τους κατακτητές σου. Συγχώρησες ακόμα και εκείνους που καυχήθηκαν για το πόσες ζωές αφαίρεσαν. Ακόμα και τα λεμόνια και τα πορτοκάλια ντράπηκαν γι' αυτό και εσύ δεν ντράπηκες. Τώρα κοιτάζεις το καράβι γεμάτο αεροπλάνα στο λιμάνι μια ζεστή αυγουστιάτικη βραδιά και είσαι ευτυχισμένη; Ε εσύ μπελαλίδικη γόησσα της Μεσογείου. Τώρα για πόσα χρήματα σε πούλησαν; Πλέον ούτε οι θεοί της φωτιάς ούτε οι θεοί του έρωτα θα σε συγχωρήσουν. Θα κάψω τα πρώτα γράμματα που σου έγραψα και δεν σου τα έστειλα. Αυτή η φωτιά θα κάψει και εσένα παλιοθήλυκο αγαπημένη μου. Δεν λέω να πας στην κόλαση. Είσαι αμαρτωλή. Και είσαι στην κόλαση ούτως ή άλλως!