Του Χρήστου Πουργουρίδη
Θα έδιδα συνέχεια στο θέμα της ακροδεξιάς, αλλά από σεβασμό προς τη σημερινή μεγάλη για τους χριστιανούς μέρα θα αποφύγω τις επικρίσεις. Στο θέμα θα επανέλθω το επόμενο Σάββατο και θα επιχειρήσω να καταδείξω ποιος είναι σ’ όλες τις σύγχρονες δημοκρατικές χώρες ο κοινά αποδεκτός ορισμός της ακροδεξιάς αλλά και γιατί θεωρείται ως επικίνδυνη για το δημοκρατικό πολίτευμα. Σήμερα θα ασχοληθώ με τα θέματα που έχουν σχέση με την Εκκλησία και τις προσεγγίσεις της πάνω σε καυτά θέματα όπως εκείνο του θανάτου. Θα πρέπει δημόσια να παραδεχθώ ότι όταν ασκώ κριτική σε πρόσωπα ή καταστάσεις, ενίοτε αυστηρή και σε προσωπικό επίπεδο, μετά αρχίζω να προβληματίζομαι μήπως και κάνω λάθος, αφού με κυνηγούν... συνεχώς οι στίχοι του Ευριπίδη για τον Αναξαγόρα, του οποίου ο μεγάλος ποιητής εξυμνεί τις αρετές, και τον ονομάζει όλβιο (καλότυχο), γιατί είχε οικειωθεί το μάθημα της Ιστορίας και γνώριζε πως δεν είχε νόημα να καταφέρεται κάποιος εναντίον συμπολιτών του, ακόμη κι όταν εκείνοι ασχημονούν ασύστολα. Μετά όμως θυμούμαι τα «ουαί υμίν Γραμματείς και Φαρισαίοι» του Ιησού και κάπως μπαίνουν οι σκέψεις μου σε τάξη. Τις μέρες τούτες της περισυλλογής και της μαζικής προσέλευσης στις εκκλησίες αυξάνονται οι προβληματισμοί του νου και της καρδιάς, αναφορικά με τη θέση της Χριστιανικής Εκκλησίας μέσα στον σύγχρονο κόσμο, και ιδίως στον σύγχρονο ελληνοκυπριακό κόσμο. Μεγάλο Σάββατο σήμερα. Σύμφωνα με τη διδασκαλία της χριστιανικής Εκκλησίας, ο Ιησούς, μετά τον θάνατο πάνω στον σταυρό, αναπαύεται στον τάφο. Δεν υπάρχει πιστός που να μη στρέφει τη μέρα αυτή έστω και λίγο τις σκέψεις του στο θέμα του θανάτου. Βέβαια, η ιερότητα της θρησκευτικής πίστης είναι η απάντηση της χριστιανικής Εκκλησίας στην απορία και στην ανησυχία που διακατέχει σχεδόν κάθε άνθρωπο αναφορικά με το μυστήριο του αναπόφευκτου θανάτου. Από την αυγή της ανθρώπινης Ιστορίας, ο άνθρωπος παλεύει να εξιχνιάσει το μυστήριο του θανάτου, άλλοτε εύελπις και άλλοτε απελπισμένος. Στην Οδύσσεια ο Όμηρος εμφανίζει τον Οδυσσέα να κατεβαίνει στον Άδη, όπου πρώτα συναντά την ψυχή της μητέρας του και ακολούθως εμφανίζει τον Οδυσσέα να διηγείται:
Τον Μίνω τότε γνώρισα, γιο ξακουστό του Δία,
σκήπτρο στο χέρι να κρατεί και τους νεκρούς να κρίνει,
κι εκείνοι, γύρω στον κριτή, το δίκιο τους ζητούσαν,
άλλοι όρθιοι και άλλοι καθιστοί, μες στον πλατύπυλο Άδη.
Αυτή την παγερή αντίληψη για τους νεκρούς στον Άδη συναντάμε αρχικά και στην ποίηση του Ευριπίδη. Αργότερα όμως προικοδότησε τους προβληματισμούς μας για τον θάνατο με πιο αισιόδοξη απορία:
Ποιος τάχα να το ξέρει,
μήπως ζωή είναι αυτό που λέμε θάνατος,
και το να ζεις είναι σαν να ‘σαι πεθαμένος;
Στίχοι που, πολλούς αιώνες αργότερα, παρακίνησαν τον ποιητή Γεώργιο Δροσίνη στη δική του σύγχρονη έμμετρη απόδοση αυτών των στίχων του Ευριπίδη με τα ακόλουθα λόγια:
Μήπως ό,τι θαρρούμε βασίλεμα,
γλυκοχάραμ’ αυγής είναι πέρα,
και αντί να ‘ρθη μια νύχτα αξημέρωτη
ξημερώνει μι’ αβράδιαστη μέρα;
Μήπως είν’ η αλήθεια στο θάνατο
κι η ζωή μήπως κρύβη την πλάνη;
Ό,τι λέμε πως ζη μήπως πέθανε
κι είν’ αθάνατο ό,τι έχει πεθάνει;
Παρά τους προβληματισμούς, ο Ευριπίδης δεν ξεπέφτει σε μηδενισμό, καθώς αποφαίνεται:
Ακόμη κι όταν πεθαίνουμε, η αρετή δεν χάνεται,
συνεχίζει να ζη ασώματη. Ενώ, αντίθετα, των κακών
όλα, όντας μάταια, χάνονται μέσα στο χώμα.
Έρχομαι στη χριστιανική πίστη για την Ανάσταση του Ιησού αλλά και την προσδοκία για την ανάσταση των νεκρών όπως θεσπίζει η Πρώτη Οικουμενική Σύνοδος της Νίκαιας. Ύστερα από δύο χιλιάδες χρόνια, ασφαλώς υπάρχουν πολλά εκατομμύρια πιστών που μένουν σταθεροί στην πίστη της Ανάστασης. Όμως σε πολλές χώρες, ακόμη και η Ανάσταση του Ιησού έχει αρχίσει να αμφισβητείται. Και ακόμη εντονότερα αμφισβητείται η θεϊκή του ιδιότητα. Πολλοί είναι εκείνοι που τον παραδέχονται σαν ένα σπουδαίο άνθρωπο, όχι όμως ως Θεό και μάλιστα δημιουργό του σύμπαντος κόσμου. Θυμίζω ότι το ερώτημα που μας απασχολεί είναι τι επακολουθεί μετά τον αναπόφευκτο θάνατο. Δεν μας απασχολεί η ύπαρξη ή η ανυπαρξία του Θεού. Όπως έγραψα παλαιότερα στη στήλη αυτή, σέβομαι την απιστία ή τον διστακτικό σκεπτικισμό όσων δεν νιώθουν στον νου και στην καρδιά την παρουσία της αγάπης του Θεού. Εγώ δηλώνω σταθερός στη διδασκαλία της χριστιανικής πίστης ότι ο Λόγος ενσαρκώθηκε και, με μοναδική και αξεπέραστη λιτότητα, αποκάλυψε στους ανθρώπους την ουσία της πνευματικής σχέσης μας με τον Θεό, ως σχέσης αγάπης εκείνου και μυστικής νοσταλγίας κάποιων (παλαιότερα πολλών, σήμερα πιο λίγων) από εμάς, και μάλιστα, στο πλαίσιο της εκκλησιαστικής παραδοχής «ότι ουκ έστιν άνθρωπος, ος ζήσεται και ουχ αμαρτήσει», μιας σχέσης πατρικής αγάπης του Θεού για όλους εμάς, δικαίους (πολύ λίγους) ή αμαρτωλούς (πολύ περισσότερους), έτσι που, όταν μας κυριεύουν σκέψεις φόβου, περιλαμβανομένου και φόρου θανάτου, να έχουμε εμπιστοσύνη πως δεν είμαστε μόνοι. Η αγάπη του Θεού είναι εκείνη που μυστικά μας παραστέκει και μας ενθαρρύνει να αποβάλουμε τον φόβο και να γαληνέψουμε. Πιστεύω ακόμη ότι η ψυχή είναι αθάνατη. Και σαν αθάνατη δεν μπορεί να χάνεται. Η ύπαρξη του Θεού και η αθανασία της ψυχής δεν αποδεικνύονται με επιστημονικές αναλύσεις. Πρόκειται για πίστη και όχι για επιστημονική παραδοχή ή εμπειρική απόδειξη. Κανένα δεν θέλω να πείσω γι’ αυτά που εγώ πιστεύω. Όμως, δεν μπορώ να μην υπομνήσω ότι όλες οι σύγχρονες θετικές επιστήμες εφιστούν την προσοχή μας στην παραδοχή ότι είμαστε εφήμερα νοήμονα πλάσματα που κατοικούμε σ’ έναν μικροσκοπικό πλανήτη, ο οποίος περιφέρεται γύρω από τον ζωοδότη του ήλιο, ο οποίος, με τη σειρά του, είναι ένα από τα εκατοντάδες παρόμοια άστρα του γαλαξία μας, που και αυτός είναι μέλος ενός από τα πολυάριθμα σμήνη γαλαξιών, οι οποίοι πλημμυρίζουν τον ασύλληπτα εκτεταμένο, αν και πεπερασμένο, κοσμικό χωρόχρονο, έτσι που ο νους και η καρδιά μας να ευαισθητοποιούνται και, σε έξαρση, να ψιθυρίζουν τους στίχους του ψαλμωδού ότι «οι ουρανοί διηγούνται δόξαν Θεού», όχι μόνον αν όντως είναι, αλλά ακόμη κι αν δεν είναι «έργον των χειρών αυτού». Καλή Ανάσταση σε όσους συμμερίζονται τις απόψεις μου. Και καλό τριήμερο γεμάτο χαρές και υγεία σε όσους δεν τις συμμερίζονται.