Οι Βρετανικές Βάσεις στην Κύπρο αποτελούν ένα από τα πιο ιδιαίτερα και σύνθετα ζητήματα που απορρέουν από την Ανεξαρτησία της Κυπριακής Δημοκρατίας το 1960. Η παραμονή των κυρίαρχων Βρετανικών Βάσεων στο Ακρωτήρι και στη Δεκέλεια δεν είναι απλώς μια γεωγραφική ή στρατιωτική πραγματικότητα αλλά ένα στοιχείο που συνδέεται άμεσα με την κυπριακή κυριαρχία, την ασφάλεια, τη διεθνή διπλωματία και την εσωτερική πολιτική ισορροπία.
Οι Βάσεις, με καθεστώς πλήρους κυριαρχίας από το Ηνωμένο Βασίλειο, χρησιμοποιούνται κυρίως για στρατιωτικούς σκοπούς, ενισχύοντας την παρουσία του ΝΑΤΟ και των δυτικών δυνάμεων στην Ανατολική Μεσόγειο. Η στρατηγική τους σημασία αυξήθηκε τα τελευταία χρόνια λόγω των περιφερειακών συγκρούσεων στη Μέση Ανατολή, του πολέμου στην Ουκρανία και της αναβάθμισης της ναυτικής και αεροπορικής παρουσίας των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην περιοχή.
Για την Κυπριακή Δημοκρατία, η ύπαρξη των Βρετανικών Βάσεων συνιστά ένα περίπλοκο και πολυδιάστατο ζήτημα, το οποίο συνδυάζει σημαντικές προκλήσεις αλλά και δυνητικές ευκαιρίες. Από τη μια πλευρά, η παρουσία τους εκλαμβάνεται από μερίδα της κοινωνίας ως περιορισμός της πλήρους εθνικής κυριαρχίας, αφού πρόκειται για περιοχές στις οποίες η Κυπριακή Δημοκρατία δεν ασκεί ουσιαστικό έλεγχο. Οι πολιτικές και κοινωνικές εντάσεις γύρω από το καθεστώς των Βάσεων παραμένουν ζωντανές, με ιδιαίτερη έμφαση σε ζητήματα διαφάνειας, δημοκρατικής λογοδοσίας και εθνικής ασφάλειας. Επιπλέον, εγείρονται σοβαρές ανησυχίες για τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις που προκαλούνται από στρατιωτικές δραστηριότητες, καθώς και για τον κίνδυνο έμμεσης εμπλοκής της Κύπρου σε περιφερειακές συγκρούσεις μέσω χρήσης των Βάσεων. Παράλληλα, δεν απουσιάζουν οι φωνές που αναγνωρίζουν γεωπολιτικά και οικονομικά οφέλη, ενισχύοντας έτσι τη δημόσια συζήτηση γύρω από το μέλλον τους.
Από την άλλη πλευρά, η ύπαρξη των Βρετανικών Βάσεων παρέχει στην Κύπρο στρατηγική σημασία και γεωπολιτική αξία στον διεθνή χώρο. Σε περιόδους αστάθειας, η Κύπρος εμφανίζεται ως κόμβος συντονισμού ανθρωπιστικών και ειρηνευτικών επιχειρήσεων, προσφέροντας σημαντικά οφέλη σε επίπεδο διεθνών σχέσεων. Επιπλέον, η Συμφωνία του 2014 για τα δικαιώματα ανάπτυξης εντός των οικιστικών περιοχών των Βάσεων αναγνώρισε στους Κύπριους πολίτες περισσότερες ελευθερίες, συμβάλλοντας σε ένα πιο ισορροπημένο μοντέλο συνύπαρξης.
Συμπερασματικά, οι Βρετανικές Βάσεις παραμένουν ένα σύνθετο και αμφιλεγόμενο κεφάλαιο για την Κυπριακή Δημοκρατία. Αντικατοπτρίζουν το ιστορικό παρελθόν αλλά και τις γεωπολιτικές πραγματικότητες του παρόντος. Η διαχείριση του ζητήματος απαιτεί συνεχή διπλωματική εγρήγορση, διαφάνεια και ισορροπία ανάμεσα στην προάσπιση της κυριαρχίας και τη συνεργασία για τη σταθερότητα στην περιοχή.
*Καθηγητή-ανθρωπολόγου στο Philips University, πρώην πρύτανη