Η επίμονη και μακροχρόνια πολιτική της Τουρκίας έναντι της Κύπρου δεν συνιστά ούτε συγκυριακή παρεκτροπή ούτε απλό αποτέλεσμα πολιτικής αστάθειας στην Άγκυρα. Είναι στρατηγική επιλογή με βάθος και διάρκεια, που ξεπερνά κατά πολύ το κυπριακό ζήτημα ως εσωτερική διαφορά ενός διαιρεμένου λαού. Η Τουρκία δεν βλέπει την Κύπρο ως χώρο για την «προστασία» των Τουρκοκυπρίων, όπως ιαχυρίζεται, αλλά ως γεωστρατηγικό έπαθλο υψίστης σημασίας, έναν τόπο από τον οποίον μπορεί να ελέγχει θαλάσσιους και ενεργειακούς διαδρόμους, να προβάλλει στρατιωτική ισχύ, να επηρεάζει τις ισορροπίες στην Ανατολική Μεσόγειο και να διατηρεί την εικόνα της ως περιφερειακή υπερδύναμη.
Από την τουρκική εισβολή του 1974 μέχρι σήμερα, η Άγκυρα έχει σταδιακά ενισχύσει την πολιτική, στρατιωτική και οικονομική επιρροή και έλεγχό της στο κατεχόμενο βόρειο τμήμα του νησιού. Η μόνιμη στρατιωτική παρουσία, η πολιτική εξάρτηση της υποτελούς σ’ αυτήν «τδβκ» από την τουρκική διοίκηση, η χρηματοδότηση υποδομών, ακόμη και η πληθυσμιακή αλλοίωση με μεταφορά εποίκων και η ισλαμοποίηση των κατεχομένων δεν είναι απλές πτυχές ενός «παγωμένου» ζητήματος αλλά εκφάνσεις ενός σχεδίου που αποσκοπεί στη διαρκή ενσωμάτωση του κατεχόμενου τμήματος στην τουρκική σφαίρα ελέγχου. Σ’ αυτό το πλαίσιο, η Τουρκία χρησιμοποιεί κατ’ επανάληψη το Κυπριακό ως εργαλείο σε ευρύτερους περιφερειακούς σχεδιασμούς: από τις συνομιλίες στο ΝΑΤΟ για την είσοδο νέων κρατών, μέχρι τις συζητήσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Ρωσία για τις ισορροπίες στη Συρία, η Κύπρος αναδεικνύεται συχνά σε διαπραγματευτικό χαρτί της Άγκυρας, άλλοτε εμφανώς και άλλοτε υπογείως.
Η πολιτική αυτή διατηρείται και ενισχύεται με την εργαλειοποίηση του τουρκικού εθνικιστικού αφηγήματος, το οποίο παρουσιάζει την παρουσία στην Κύπρο όχι ως πρόβλημα αλλά ως κεκτημένο. Ο μύθος της «ειρηνευτικής επιχείρησης» και η εικόνα της ημισελήνου στον κατεχόμενο Πενταδάκτυλο και στα τείχη της Λευκωσίας λειτουργούν ως σύμβολα πολιτισμικής κυριαρχίας και ενδογενούς νομιμοποίησης μιας κατακτητικής παρουσίας. Παράλληλα, η Άγκυρα επιχειρεί να παρουσιάσει τον εαυτό της ως τον μόνο αξιόπιστο συνομιλητή για τη «λύση» του προβλήματος, απορρίπτοντας την ομοσπονδία και επιμένοντας πλέον ανοικτά σ’ ένα καθεστώς δύο κρατών, που προϋποθέτει τη νομιμοποίηση της διχοτόμησης.
Το ερώτημα που τίθεται εκ των πραγμάτων είναι κατά πόσον είναι εφικτή μια λειτουργική και βιώσιμη λύση του Κυπριακού, χωρίς να συγκρουστεί μετωπικά με τα στρατηγικά συμφέροντα της Τουρκίας. Μπορεί να υπάρξει μια μορφή διευθέτησης που να διατηρεί την Κυπριακή Δημοκρατία ενωμένη, διεθνώς αναγνωρισμένη, πλήρως λειτουργική και κυρίαρχη, χωρίς να προκαλεί ανυπέρβλητο κόστος στην Άγκυρα; Η απάντηση, αν και δύσκολη, δεν είναι αναγκαστικά αρνητική. Υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, μια τέτοια λύση μπορεί να ενταχθεί σε ένα ευρύτερο γεωπολιτικό πλαίσιο συνεργασίας στην Ανατολική Μεσόγειο, μέσα από το οποίο η Τουρκία θα έχει οφέλη, όχι ως κατοχική δύναμη αλλά ως συμβαλλόμενος εταίρος.
Απαραίτητη προϋπόθεση για αυτό είναι η σταδιακή μετατροπή της Κύπρου από πεδίο σύγκρουσης σε πεδίο συνεργασίας. Η οικοδόμηση μιας περιφερειακής αρχιτεκτονικής συνεργασίας, που να ενσωματώνει την ενέργεια, τις τεχνολογίες, τις διασυνδέσεις και την ασφάλεια, είναι το βασικό εργαλείο για την αποφόρτιση των εντάσεων. Στον πυρήνα αυτής της προσπάθειας θα μπορούσε να βρεθεί ένα νέο πλαίσιο ενεργειακής συνεργασίας, με επίκεντρο την Κύπρο, την Ελλάδα, το Ισραήλ και την Αίγυπτο. Οι ηλεκτρικές και ενεργειακές διασυνδέσεις, όπως ο αγωγός EastMed ή το καλώδιο EuroAsia Interconnector, αποκτούν κρίσιμη σημασία όχι μόνο για την ασφάλεια εφοδιασμού της Ευρώπης αλλά και για τη σταθερότητα της περιοχής. Εάν αυτά τα σχήματα ενισχυθούν με θεσμικές και χρηματοδοτικές δομές συνεργασίας, θα μπορούσαν να προσφέρουν έμμεσα κίνητρα και για την Τουρκία, υπό την προϋπόθεση φυσικά ότι αποδέχεται τη λύση του Κυπριακού βάσει των ψηφισμάτων των Ηνωμένων Εθνών.
Την ίδια στιγμή, η Κύπρος και η Ελλάδα οφείλουν να αξιοποιήσουν πιο συστηματικά και αποφασιστικά την ιδιότητά τους ως μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η προοπτική επανεκκίνησης της ευρωπαϊκής πορείας της Τουρκίας πρέπει να τεθεί σε σαφή σύνδεση με συγκεκριμένες υποχρεώσεις: αποχώρηση των κατοχικών στρατευμάτων, κατάργηση του καθεστώτος εγγυήσεων, σεβασμός του ευρωπαϊκού κεκτημένου σε όλη την επικράτεια της Κύπρου. Δεν είναι δυνατόν η Ε.Ε. να προχωρά σε αναβάθμιση της Τελωνειακής Ένωσης με την Άγκυρα, χωρίς να θέτει όρους που να αφορούν την κατοχή εδάφους κράτους μέλους της. Αντιθέτως, πρέπει να ενισχυθεί η σύνδεση ευρωπαϊκών κινήτρων με την ειρηνική διευθέτηση του Κυπριακού, με στόχο να καταστεί η συνεργασία πιο συμφέρουσα για την Τουρκία από τη διατήρηση της σύγκρουσης.
Ιδιαίτερα κρίσιμη είναι και η διάσταση της ασφάλειας. Το σύστημα εγγυήσεων του 1960 έχει αποδειχθεί ιστορικά ανεπαρκές και επικίνδυνο, αφού η Τουρκία το χρησιμοποίησε για να εισβάλει. Η μελλοντική διευθέτηση οφείλει να προβλέπει ένα νέο πλαίσιο ασφαλείας, πολυμερές και διεθνές, υπό την αιγίδα του ΟΗΕ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ασφάλεια των δύο κοινοτήτων δεν μπορεί να διασφαλίζεται μέσω της παρουσίας τρίτων στρατών αλλά μέσω συνταγματικών εγγυήσεων, μηχανισμών επιτήρησης και διεθνούς εποπτείας. Η Τουρκία θα μπορούσε, εφόσον το επιθυμεί, να συμμετέχει σε ένα τέτοιο περιφερειακό πλαίσιο ασφάλειας, όχι όμως ως εγγυήτρια δύναμη ή κατοχική παρουσία αλλά ως συμβαλλόμενος εταίρος σε ένα καθεστώς ειρήνης.
Συνεπώς, η λύση του Κυπριακού δεν πρέπει να επιδιωχθεί αποκομμένα αλλά ενταγμένη σε έναν ευρύτερο στρατηγικό σχεδιασμό για την Ανατολική Μεσόγειο. Και αυτή η στρατηγική δεν θα επιβληθεί με ρητορικές αγαθών προθέσεων αλλά με πολιτικές πράξεις, με συμμαχίες ουσίας και με θεσμικές και ενεργειακές δομές που καθιστούν τη λειτουργική επανένωση της Κύπρου μέρος της λύσης για τη σταθερότητα της περιοχής. Η Λευκωσία και η Αθήνα καλούνται να αρθούν στο ύψος αυτής της ιστορικής ευθύνης και να αναπτύξουν και να υλοποιήσουν δυναμικά, επιτέλους, ένα ολοκληρωμένο στρατηγικό σχέδιο με αρχή, μέση και τέλος, και με σαφείς και αποτελεσματικές τακτικές και ενέργειες. Δεν αρκεί πια να καταγγέλλουμε την αδιαλλαξία της Τουρκίας, ούτε να αναζητούμε μεσολαβητές. Πρέπει να ξαναγράψουμε τους όρους της εξίσωσης, μετατρέποντας την Κύπρο από αντικείμενο γεωπολιτικής διαπάλης σε υποκείμενο συνεργασίας και ειρήνης. Η λύση του Κυπριακού δεν θα έρθει επειδή το δίκαιο είναι με το μέρος μας. Θα έρθει μόνο όταν οι δομές που εμείς οικοδομήσουμε κάνουν το δίκαό μας και πολιτικά χρήσιμο, και γεωστρατηγικά αναγκαίο. Αλλιώς, η διχοτόμηση θα παγιώνεται χρόνο με τον χρόνο, και η Ιστορία θα καταγράφει τη δική μας αδράνεια ως συνενοχή.
*Καθηγητή-ανθρωπολόγου στο Philips University, πρώην πρύτανη