Κάπου εκεί, ανάμεσα στη δέκατη επανάληψη του πλάνου με τον Τούρκο ΥΠΕΞ να κρατά από το μπράτσο τον Ερσίν Τατάρ κατεβαίνοντας τη σκάλα, και στις αναφορές πως του ευχηθήκαμε «χρόνια πολλά», άρχισα πάλι να αναρωτιέμαι: πώς ακριβώς περιμένουμε να επανενωθεί αυτό το νησί;
Το πλαίσιο; Μια συνάντηση στη Νέα Υόρκη. Το πραγματικό περιεχόμενο; Σχεδόν σίγουρα οι σχέσεις ΕΕ–Τουρκίας, δεδομένου ότι η Κυπριακή Δημοκρατία αναλαμβάνει την προεδρία του Συμβουλίου της ΕΕ το δεύτερο εξάμηνο του 2026. Αλλά, αν βασιστεί κανείς στην κάλυψη από τα ελληνοκυπριακά ΜΜΕ, θα νομίσει ότι βρισκόμαστε στο Κραν Μοντανά.
Το «καλό κλίμα» επιβεβαιώθηκε, λέει, επειδή ο Πρόεδρος Χριστοδουλίδης ευχήθηκε στον Χακάν Φιντάν για τα γενέθλιά του. Οι αναλυτές το επιβεβαίωσαν την ώρα του βραδινού δελτίου ειδήσεων, ώρα που η σοβαρότητα και η σοβαροφάνεια φτάνουν στα χάι τους. Το γεγονός ότι ο Φιντάν συναντήθηκε με τον Πρόεδρο Χριστοδουλίδη χωρίς την παρουσία του Τατάρ μετατράπηκε στο απόλυτα μείζον ζήτημα, έλειπε η μουσική υπόκρουση του «we are the Champions» για να πανηγυρίσουμε ότι «η Τουρκία υποβαθμίζει τον Τ/Κ ηγέτη».
Και η σκηνή με το μπράτσο; Μιλάμε για κανονικό διπλωματικό επεισόδιο. «Τον κρατούσε κατεβαίνοντας τη σκάλα», τόνιζαν με στόμφο οι σχολιαστές, σαν να επρόκειτο για αλληγορία πολιτικής υποταγής. Έτσι τους κρατούν οι Τούρκοι, είπε ένας στην παρέα μας αλλά ο άνθρωπος είναι του ΕΛΑΜ, δεν είναι δημοσιογράφος, διότι, πρόσθεσε, αυτό «μαρτυρεί τις πραγματικές προθέσεις της Άγκυρας» (και νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων). Ολόκληρα δελτία και πάνελ χτισμένα πάνω σ’ ένα τίποτα υψηλού επιπέδου.
Τι απουσίαζε; Η ουσία. Το περιεχόμενο. Η πραγματική ατζέντα: η ΕΕ, η Τουρκία και ο ρόλος της Κύπρου στην εξίσωση του 2026. Αντί για αυτό, παρακολουθήσαμε μια φλύαρη σαπουνόπερα με συγκίνηση και «υψηλή πολιτική», με την αλήθεια να περισσεύει. Με όλο τον σεβασμό, ειλικρινά, προς όσους καλύπτουν το κυπριακό τσίρκο, γιατί είμαστε τόσο ενθουσιώδεις να πετάμε στη μούρη των Τουρκοκυπρίων ότι δεν έχουν σημασία; Μ’ αυτούς δεν θέλουμε να συμφιλιωθούμε; Ψάχνουμε συμβιβασμό ή να νικήσουμε; Ήρεμα, ρωτάω.
Για να είμαστε δίκαιοι, υπήρξαν και δημοσιογράφοι που κράτησαν την ψυχραιμία τους. Μιχάλης Παυλίδης και Σωτήρης Παρούτης μετέδωσαν νηφάλια και με τη σωστή δόση κυνισμού ότι δεν πρόκειται για καμία νέα Γενεύη. Και είχε και τη σημασία του πως οι παλιές καραβάνες του πολιτικού ρεπορτάζ πήγαν κόντρα στο ρεύμα της υπερβολής. Δεν θα μιλήσω για τον ανταποκριτή, που ήταν και θα είναι θυμωμένος ακόμα και με την ελπίδα.
Πέρασα το κοντρόλ από όλους κι έπειτα άλλαξα κανάλι. ΕΡΤ, για το κανάλι της μητέρας μας μια παράγραφος ήταν αρκετή: Ο Χριστοδουλίδης και ο Φιντάν συναντήθηκαν και συζήτησαν για τις σχέσεις ΕΕ-Τουρκίας. Τέλος. Ήρεμα. Ουσιαστικά. Μετρημένα.
Τι κρίμα να μας σερβίρουν και οι δημοσιογράφοι τόσο απλόχερα το ίδιο πιάτο άλλων εποχών: εμείς οι Ελληνοκύπριοι τα μόνα θύματα, η Τουρκία ο Αττίλας, οι Βρετανοί και οι Αμερικάνοι πάντα να υπονομεύουν. Και ο Γκουτέρες; Αχ, πόσο ντρέπομαι αυτόν τον ευλογημένο. Ενώ ο κόσμος καίγεται εμείς εκεί τον θέλουμε παρών, μπας και υπάρξει κάτι, ενώ όλοι ξέρουν πως δεν υπάρχει. Γιατί δεν θέλουμε να υπάρξει.
Ροκανίζουμε τον χρόνο, ταξιδεύουμε στη Νέα Υόρκη, καίμε χρήμα της διπλωματίας, επαναλαμβάνουμε τις ίδιες δηλώσεις και ίσως υλοποιηθούν κάποια ΜΟΕ, τα ίδια που κοροϊδεύουμε εμείς οι ίδιοι εδώ και δεκαετίες. Η δημόσια συζήτηση για το Κυπριακό γίνεται με γλώσσα παθιασμένη, σχεδόν εφηβική, σαν να πρόκειται για το τελικό ενός ριάλιτι, όχι για το μέλλον του τόπου μας.
Αν έτσι μιλάμε το 2025, τότε, κανείς δεν πρέπει να απορεί γιατί το Κυπριακό παραμένει εκεί που βρίσκεται: στο πιο χαμηλό σκαλοπάτι μιας σκάλας που ανεβοκατεβαίνουμε χωρίς να αλλάζει τίποτα εκτός από την ενέργεια και τα χρόνια μας.