Του Παύλου Κ. Παύλου*
Η δική μου παρέμβαση για τα 51 χρόνια από το πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ένα πολιτικό ψυχογράφημα της κυπριακής κοινωνίας, καθώς επιχειρώ να αναδείξω θέσεις και αντιλήψεις, που παγιώθηκαν μέσα στον χρόνο και εκφράζονται, συχνά, με απαράδεκτους, απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς. Ούτε και οι αντίθετοι, βέβαια, υστερούν σε ανάλογη συμπεριφορά. Αυτό φανερώνει την έλλειψη ωριμότητας και πολιτικής παιδείας, ενώ πλήττει καίρια την ενότητα, απολύτως αναγκαία προϋπόθεση για κάθε λαό που αγωνίζεται για την ελευθερία του. Το πολιτικό λεξιλόγιο (υβρεολόγιο ορθότερα) των δεκαετιών 1950-60-70 για ενωτικούς-ανθενωτικούς, μακαριακούς-γριβικούς, πατριώτες-προδότες, ανεξαρτησιόπληκτους-ανθέλληνες, εμπλουτίστηκε εσχάτως με πλούτο επιθέτων, όπως εθνικιστής, αδιάλλακτος, πουλημένος, τουρκολάγνος, διχοτομιστής, λυσοφοβικός, ηττοπαθής και πάει λέγοντας. Κι ας αποκαλούμε όλοι τους εαυτούς μας δημοκράτες, έτοιμους για διάλογο με σεβασμό (sic) στις αντίθετες απόψεις που, αν όλες εμφορούνταν από την ίδια έγνοια και αγωνία για την ταλαιπωρημένη πατρίδα μας, θα μπορούσαν να αποβούν ωφέλιμες και χρήσιμες, ενισχύοντας, παρά αποδυναμώνοντας, τον διαπραγματευτή και τη θέση μας στο τραπέζι του διαλόγου. Είναι και η άγονη παρέλευση μισού αιώνα, η τοξική περιρρέουσα, η κομματική αντιπαλότητα, η απουσία έμπνευσης, ηγεσίας και οράματος, η απαξίωση των θεσμών και η αποχή, που διαμορφώνουν ένα ακόμη πιο δυσοίωνο περιβάλλον. Μόνο παρήγορο το γεγονός ότι τώρα μένουμε στα επίθετα και δεν χρησιμοποιούμε τα όπλα για να επιβάλλουμε τις απόψεις μας.
Σ’ αυτήν την προσπάθεια, επικεντρώνομαι μόνο στην ομάδα των πολιτών που αυτοπροσδιορίζονται ως οπαδοί της «Ρεαλιστικής Σχολής» και θεωρούν ότι το Κυπριακό είναι μια ιστορία χαμένων ευκαιριών, με την κύρια ευθύνη να βαραίνει την ελληνική κυπριακή πλευρά. Σταχυολόγησα όσα ακολουθούν, από επώνυμα άρθρα, πολιτικές αναλύσεις, δηλώσεις και παρεμβάσεις στα ΜΜΕ. Θα μπορούσαν όλα να παρατεθούν σε εισαγωγικά. Αναγνωρίζω ότι τούτο μπορεί να κριθεί αυθαίρετο, νοουμένου ότι δεν ταυτίζονται κατ’ απόλυτο τρόπο όλοι, όσοι τοποθετούνται κάτω από την ομπρέλα των καλούμενων ρεαλιστών, όπως άλλωστε ισχύει και το αντίθετο, που αφορά την ομάδα των πολιτών που αυτοπροσδιορίζονται ως οπαδοί της «Αγωνιστικής-Διεκδικητικής Σχολής». Λίγο-πολύ, ωστόσο, η κατηγοριοποίηση που επιχειρείται δεν διαφέρει από την πραγματικότητα.
Παγιωμένες αντιλήψεις της «Ρεαλιστικής Σχολής»
- Δεν περιμένω απολύτως τίποτε. Τα πάντα έχουν τελειώσει. Ο χρόνος δημιουργεί δίκαιο. Πενήντα ένα χρόνια κατοχής καθόρισαν επί του εδάφους τη μορφή της λύσης. Η Τουρκία δεν έχει κανένα λόγο να κάμει υποχωρήσεις, είναι πανίσχυρη, άτρωτη, ανίκητη, ικανότερη, γι’ αυτό πείθει και έχει την ανοχή της διεθνούς κοινότητας.
- Φτάσαμε μέχρις εδώ από δικά μας λάθη, με κύριο ένοχο (ολετήρα της Κύπρου) τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο. Με τα «13 Σημεία» που ανέτρεψαν μονομερώς το Σύνταγμα Ζυρίχης-Λονδίνου, το «Σχέδιο Ακρίτας» που προκάλεσε τη «λεγόμενη» τουρκοανταρσία, και την απομόνωση των Τ/Κ, για την οποία έχουμε την πλήρη ευθύνη, όπως και για την καταπίεση και τα εγκλήματα εις βάρος τους. Φταίξαμε και δίκαια πληρώνουμε τον λογαριασμό.
- Κάναμε το πραξικόπημα ανατρέποντας τη συνταγματική τάξη. Η Τουρκία ως εγγυήτρια δύναμη άσκησε το (νόμιμο) δικαίωμά της να επέμβει. Αν δεν γινόταν η τουρκική εισβολή και οι Τ/Κ αφήνονταν στα χέρια μας, σίγουρα θα δεινοπαθούσαν. Είμαστε οι ηττημένοι του πολέμου, πληρώνουμε το τίμημα.
- Ο Μακάριος, κύριος υπεύθυνος της τραγωδίας μας, αντί να συνταχθεί με τη Δύση πήγε με τους Αδεσμεύτους, αντί να συμβιβαστεί κήρυξε τον Μακροχρόνιο.
- Το Κυπριακό είναι μια ιστορία χαμένων ευκαιριών. Μας πρόσφεραν την Αμμόχωστο και αρνηθήκαμε να την πάρουμε. Με το βροντερό «όχι» στο Σχέδιο Ανάν χάσαμε την καλύτερη ευκαιρία για λύση. Ξεγελάσαμε τη διεθνή κοινότητα, η οποία δίκαια μας τιμωρεί.
- Στο Κραν Μοντανά χάσαμε ακόμη καλύτερη συμφωνία λύσης, όταν η Τουρκία δέχτηκε (sic) τερματισμό των εγγυήσεων και αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων. Τώρα οι Τούρκοι δεν μιλούν πλέον για ομοσπονδία, αλλά για λύση δύο κρατών.
- Η ιστορική αλήθεια αποδεικνύει ότι είμαστε εμείς που δεν τηρούμε τις συμφωνίες και όχι οι Τούρκοι. Δεν ξέρουμε τι θέλουμε. Ο Χριστοδουλίδης, χέρι-χέρι με τον Τατάρ, κωλυσιεργεί και δεν πείθει κανέναν ότι θέλει πραγματικά λύση.
Τα χαρακτηριστικά των ειδημόνων
Στην Κύπρο έχουμε πολλούς ειδήμονες επί παντός επιστητού. Προπαντός σε καφενεία, καφετερίες, συλλόγους, ποδοσφαιρικά σωματεία, οργανωμένες ομάδες κάθε είδους. Είναι συνήθως άτομα με περιορισμένη ή καθόλου γνώση των ιστορικών γεγονότων, θεωρούν όμως ότι κατέχουν στο τσεπάκι την πλήρη αλήθεια και την εκφράζουν με τέτοια απόλυτη βεβαιότητα, που δεν επιδέχεται καμία απολύτως αμφισβήτηση. Κύριο χαρακτηριστικό τους είναι ο φανατισμός, το κυπριακό γινάτι, το ου με πείσεις καν με πείσεις. Αυτοί ξέρουν. Τέλος.
Είναι και οι άνθρωποι που έζησαν τα γεγονότα, διάβασαν ιστορία, διαμόρφωσαν γνώμη και έχουν δικαιωματικά άποψη. Μόνο που οι περισσότεροι, λόγω ιδεολογικών και κομματικών καταβολών (παραδοσιακοί δεξιοί, αριστεροί-κομμουνιστές, θρησκευόμενοι κ.ο.κ.), προσαρμόζονται στις πολιτικές νόρμες με τις οποίες γαλουχήθηκαν και διαμορφώνουν μονόπλευρα το διαχρονικό τους πιστεύω. Είναι δύσκολο έως αδύνατο να πεισθούν να αλλάξουν το δικό τους αφήγημα.
Μία άλλη μεγάλη κατηγορία αφορά πρόσωπα (προσωπικότητες ορθότερα) με ιδεολογικό υπόβαθρο, που υπηρέτησαν τον τόπο από διάφορα αξιώματα, κομματικά και πολιτειακά. Στην πορεία αναθεώρησαν πλήρως θέσεις και απόψεις, συντάχθηκαν με τα «αντίπαλα στρατόπεδα» και, εξελικτικά, κατέληξαν να υποστηρίζουν τώρα με τον ίδιο δυναμισμό και απόλυτη σιγουριά, όσα παλαιότερα καταδίκαζαν. Κάτι τέτοιο ισχύει και για πολλούς, απλούς, συνηθισμένους πολίτες. Ουδέν μεμπτόν θα πει κάποιος και ορθώς, διότι δεν πρέπει ο άνθρωπος να αρνείται την αλλαγή, διαφορετικά η κοινωνία θα έμενε στάσιμη. Μόνο που σ’ αυτές τις περιπτώσεις (οι ψυχολόγοι και οι κοινωνιολόγοι έχουν την εξήγηση) η μετάλλαξη συνοδεύεται από στοιχεία φανατισμού, απολυτότητας και υπερβολής.
Πού βρισκόμαστε, πού πάμε
Πενήντα ένα χρόνια από το πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή, πέραν των προαναφερθέντων, παρατηρούμε να κυριαρχεί ανάμεσά μας απογοήτευση, έλλειψη πίστης και ελπίδας για το μέλλον, παθητικότητα, τάση εγκατάλειψης, αποπροσανατολισμός, συμβιβασμός με τη μετριότητα και την ήσσονα προσπάθεια, ανικανότητα, διαφθορά. Σε τέτοιες εποχές ευδοκιμεί ο λαϊκισμός, οι ακραίες αντιλήψεις και οι αυτόκλητοι σωτήρες.
Στο επόμενο, δεύτερο μέρος του άρθρου, θα επιχειρήσουμε κάποια ερμηνεία των φαινομένων, θα προτάξουμε τον αντίλογο στις παγιωμένες αντιλήψεις και θα παραθέσουμε τη δική μας άποψη στο ερώτημα, αν όλα έχουν χαθεί, ή αν τελικά υπάρχει ελπίς.
*Δημοσιογράφου (pcpavlou@gmail.com)