Η πρόταση για άνοιγμα νέου σημείου διέλευσης μεταξύ Αθηένου και Αγλαντζιάς βρίσκεται στο προσκήνιο, έχοντας μαζί της ζητήματα ουσίας και συμβολισμού. Η γεωγραφική, ανθρωπολογική και πολιτική σημασία του συγκεκριμένου διανοίγματος καθιστά την πρόταση ένα από τα πιο ρεαλιστικά και ωφέλιμα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης. Σε αντίθεση με την εμμονική επιμονή του Τουρκοκύπριου ηγέτη στο άνοιγμα της διόδου Πυροΐου/Λουρουτζίνας, η οποία δεν είναι ούτε τεχνικά ούτε πολιτικά ώριμη, η διάνοιξη του οδοφράγματος-διόδου Αθηένου–Αγλαντζιάς μπορεί να λειτουργήσει ως καταλύτης ουσιαστικής συνεννόησης.
Η Αθηένου, μια από τις τέσσερις περιοχές της Κυπριακής Δημοκρατίας που βρίσκεται εντός της Νεκρής Ζώνης και περικυκλωμένη από τουρκικά στρατεύματα, αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση. Περίπου 4.000 κάτοικοι ζουν καθημερινά υπό τις ιδιομορφίες της αποκοπής, ενώ η πρόσβαση προς τη Λευκωσία απαιτεί παράκαμψη μέσω Λατσιών ή Δάλι, προκαλώντας χρονικές, ενεργειακές και κοινωνικές επιβαρύνσεις. Το διάνοιγμα προς την Αγλαντζιά – απόσταση μόλις 7 χιλιομέτρων – θα μπορούσε να μεταμορφώσει την καθημερινότητα των πολιτών, να ανακουφίσει συγκοινωνιακά φορτία και να προσφέρει βιώσιμη σύνδεση με το αστικό κέντρο της πρωτεύουσας.
Από πλευράς των Τουρκοκυπρίων, οι ενστάσεις του Τουρκοκύπριου ηγέτη προβάλλουν την υποψία ότι η ελληνοκυπριακή πλευρά αποσκοπεί σε γεωπολιτική «παγίδα», περιορίζοντας τη σημασία της διόδου Πυροΐου, μέσω της οποίας περνούν σήμερα κυρίως Τουρκοκύπριοι στρατιώτες και πολίτες που μετακινούνται μεταξύ των κατεχόμενων περιοχών και της Βρετανικής Βάσης Δεκέλειας. Η στάση αυτή, ωστόσο, υποδηλώνει έναν παραδοσιακό εθνικιστικό αναχρονισμό, που βλέπει την κάθε πρόταση ως απειλή και όχι ως ευκαιρία.
Η πρωτοβουλία για το διάνοιξη της διόδου Αθηένου–Αγλαντζιά δεν είναι νέα. Ήδη από το 2004–2005 είχε τεθεί ως πρόταση σε επίπεδο τεχνικών επιτροπών και είχε τύχει ευρύτερης αποδοχής. Σήμερα, η επαναφορά της πρότασης υποδηλώνει τη βούληση της ελληνοκυπριακής πλευράς να αναζητήσει χειροπιαστούς τρόπους επανεκκίνησης της επαφής των δύο κοινοτήτων, μακριά από τις υψηλές ρητορείες και τις στασιμότητες των συνομιλιών. Αποτελεί, επομένως, μορφή «διπλωματίας της καθημερινότητας», με άξονα τις ανάγκες των ανθρώπων.
Η διεθνής κοινότητα, περιλαμβανομένων των Ηνωμένων Εθνών και της ΕΕ, θα πρέπει να αξιολογήσει τη σκοπιμότητα αυτής της πρότασης όχι με κριτήρια γεωπολιτικής εξίσωσης, αλλά με γνώμονα το δημόσιο συμφέρον, την οικοδόμηση εμπιστοσύνης και τη σταδιακή επανένωση του νησιού σε επίπεδο κοινωνίας. Η Αθηένου, παραμένοντας οικισμός εντός της νεκρής ζώνης, μπορεί να αποτελέσει σύμβολο συνύπαρξης και όχι παγίωση της διαίρεσης. Το διανόιγμα αυτό δεν είναι μόνο γεωγραφικό. Είναι κυρίως ψυχολογικό, αλλά και συμβολικό. Αφορά το κατά πόσο οι ηγεσίες των δύο κοινοτήτων είναι διατεθειμένες να αποδράσουν από τις φοβίες του παρελθόντος και να επενδύσουν στη λογική του μέλλοντος.
*Καθηγητή-ανθρωπολόγου στο Philips University, πρώην πρύτανη