Η εικόνα μόνο ως υποκατάστατο στρατηγικής μπορεί να μετρήσει, Όχι ως ουσιαστικό αποτέλεσμα. Εκτός τούτου υπάρχουν φωτογραφίες που δεν αποτυπώνουν απλώς μια στιγμή αλλά συμπυκνώνουν μια στρατηγική αμηχανία. Η διπλωματία των εικόνων περιορίζεται σε στενά όρια.
Υπάρχουν φωτογραφίες που επιχειρούν να εκπέμψουν σταθερότητα, αυτοπεποίθηση και στρατηγική σύμπλευση. Και υπάρχουν φωτογραφίες που, παρά τα χαμόγελα και τις χειραψίες, αποκαλύπτουν αμηχανία. Η πρόσφατη εικόνα των τριών ηγετών -Ελλάδας, Κύπρου και Ισραήλ- ανήκει αναμφίβολα στη δεύτερη κατηγορία. Όχι λόγω της μορφής της αλλά λόγω του πολιτικού της περιεχομένου και, κυρίως, των αντιφάσεων που τη διατρέχουν.
Η τριμερής συνεργασία Ελλάδας–Κύπρου–Ισραήλ παρουσιάζεται εδώ και χρόνια ως στρατηγικό αντίβαρο σε ένα ρευστό και συχνά εχθρικό περιφερειακό περιβάλλον. Στην πράξη, όμως, παραμένει περισσότερο επικοινωνιακό σχήμα παρά ουσιαστικό εργαλείο αποτροπής ή επίλυσης προβλημάτων. Η εικόνα των ηγετών δεν συνοδεύεται από απτά αποτελέσματα που να αφορούν το κεντρικό πρόβλημα της Κυπριακής Δημοκρατίας: την κατοχή του μισού της εδάφους της και τη συνεχιζόμενη αδυναμία της ελληνοκυπριακής ηγεσίας να αντιμετωπίσει το πρόβλημα στα πραγματικά πολιτικά του πλαίσια. Εμφανίζεται ν’ απορρίπτει τα δύο κράτη. Δεν την ενδιαφέρει που μάλλον αφήνει υπολογισμούς και ανησυχίες ότι αποδέχεται σιωπηλά αυτή την ιδέα.
Η Κυπριακή Δημοκρατία δεν έχει την πολυτέλεια της συμβολικής πολιτικής. Κάθε κίνηση, κάθε συμμαχία, κάθε δημόσια στάση οφείλει να αξιολογείται με βάση ένα απλό ερώτημα: ενισχύει ή αποδυναμώνει τη θέση της χώρας, στην επίλυση του πρώτου σε μέγεθος προβλήματός της; Η απάντηση, στην περίπτωση αυτή, δεν είναι αυτονόητα θετική. Διότι καμία Τριμερής, όσο φωτογενής κι αν είναι, δεν έχει τη βαρύτητα να αναχαιτίσει την τουρκική αναθεωρητική πολιτική ούτε να επιβάλει σεβασμό στο διεθνές δίκαιο χωρίς τη στήριξη ευρύτερων θεσμικών πλαισίων.
Ιδιαίτερη αμηχανία προκαλεί και η συγκυρία. Το Ισραήλ βρίσκεται απομονωμένο, αντιμέτωπο με έντονη διεθνή κριτική και με κατηγορίες για δυσανάλογη χρήση βίας και μαζικές απώλειες αμάχων στη Γάζα. Η εικόνα ενός ηγέτη που, εν μέσω διεθνούς απομόνωσης, βρίσκει στήριξη από δύο χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν περνά απαρατήρητη. Η σιωπηρή ή άκριτη σύμπλευση δημιουργεί ερωτήματα όχι μόνο ηθικά αλλά και καθαρά πολιτικά: ποιο μήνυμα εκπέμπεται προς τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και προς τον αραβικό κόσμο;
Η Ελλάδα και η Κύπρος, ως χώρες που επικαλούνται διαρκώς το διεθνές δίκαιο και την ανάγκη σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, οφείλουν να είναι ιδιαίτερα προσεκτικές. Η επιλεκτική ευαισθησία υπονομεύει τη συνέπεια του λόγου τους. Και χωρίς συνέπεια, η διπλωματία μετατρέπεται σε απλή διαχείριση εντυπώσεων.
Το πρόβλημα δεν είναι η ύπαρξη συμμαχιών. Το πρόβλημα είναι η αυταπάτη ότι οι συμμαχίες αυτές υποκαθιστούν τη στρατηγική. Η Κύπρος δεν κινδυνεύει από έλλειψη φωτογραφιών· κινδυνεύει από έλλειψη αποτελεσματικής και υποστηρίζουσας διεθνούς κινητοποίησης. Κινδυνεύει όταν οι πολίτες καλούνται να αρκεστούν σε εικόνες «σταθερότητας» τη στιγμή που η πραγματικότητα παραμένει αμετάβλητη.
Η διπλωματία των εικόνων μπορεί να λειτουργεί ως αναισθητικό. Να καλλιεργεί την ψευδαίσθηση ότι «κάτι γίνεται», ότι «δεν είμαστε μόνοι». Όμως η ιστορία της Κύπρου έχει αποδείξει πως οι χειραψίες χωρίς στρατηγικό βάθος δεν αποτρέπουν τετελεσμένα. Ούτε ανατρέπουν κατοχές.
Σε μια περίοδο όπου η περιοχή φλέγεται, όπου το διεθνές σύστημα επαναχαράσσεται με όρους ισχύος και όχι δικαίου, με τον Τραμπ σε κατάσταση πειρατικής πολιτικής, η Κύπρος χρειάζεται λιγότερη επικοινωνία και περισσότερη πολιτική ουσία. Χρειάζεται καθαρή στρατηγική, ευρωπαϊκή ενεργοποίηση, θεσμικές συμμαχίες με βάθος και διάρκεια. Και, κυρίως, ειλικρίνεια απέναντι στους πολίτες της.
Διότι, τελικά, τα χαμόγελα στις φωτογραφίες δεν θεραπεύουν ανοιχτές πληγές. Και όταν πίσω από τα «φωναχτά» χαμόγελα το αποτέλεσμα είναι η απόκρυψη αμηχανίας, το πρόβλημα δεν είναι η εικόνα, είναι η πολιτική που την παράγει. Αναμένοντας την παρένθεση του 2026 χρειάζεται, έστω στην τελευταία μάλλον φορά που θα συζητηθεί το Κυπριακό, ο όρκος ευθύνης να μην αφήσει ξανά επίορκους.






