Είναι φανερό ότι θα συναντήσουμε μεγάλες δυσκολίες στην προσπάθειά μας να ξαναρχίσουν οι συνομιλίες από το σημείο που διακόπηκαν στα τέλη της πρώτης θητείας του Νίκου Αναστασιάδη. Οι αντιδράσεις της Τουρκίας καταδεικνύουν ότι επιδιώκει μια νέα βάση πάνω στην οποία να διεξαχθούν οι συνομιλίες. Το έργο του ΓΓ του ΟΗΕ να φέρει τις δύο πλευρές ξανά στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων δεν θα είναι εύκολο. Παρά ταύτα, η δική μας πλευρά δεν έχει άλλη επιλογή από του να μείνει προσηλωμένη στον στόχο της επανέναρξης των συνομιλιών στη βάση του συμφωνημένου πλαισίου. Πολλοί φίλοι και υποστηρικτές του Προέδρου Χριστοδουλίδη με αναρτήσεις τους στα ΜΚΔ είδαν με μεγάλη απογοήτευση τα αποτελέσματα της Γενεύης. Θεώρησαν ότι η Τουρκία πέτυχε αυτά που επεδίωκε. Μέσα στο ίδιο πνεύμα κινήθηκαν και οι αντιδράσεις του ακροδεξιού ΕΛΑΜ. Στο δικό μου μυαλό, τα αποτελέσματα της Γενεύης ήσαν τα αναμενόμενα. Καμία πλευρά δεν μπορεί βάσιμα να ισχυρίζεται ότι βγήκε κερδισμένη ή ότι πέτυχε τους στόχους της. Ο μόνος που ίσως πέτυχε τους στόχους του είναι ο κ. Γκουτέρες που κράτησε τη διαδικασία ζωντανή και, όπως ορθά δήλωσε, η συνάντηση οδήγησε στη δημιουργία μιας θετικής ατμόσφαιρας. Η θετική ατμόσφαιρα δεν πρέπει να υποτιμάται από κανένα. Χωρίς αυτή δεν μπορεί να υπάρξει έδαφος πάνω στο οποίο να κτίσεις οτιδήποτε. Καλές οι επικρίσεις, τόσο από εκείνους που θέλουν λύση του Κυπριακού εδώ και τώρα όσο και από εκείνους που θεωρούν ακόμα και τον πιο ευνοϊκό για την πλευρά μας συμβιβασμό ως εσχάτη προδοσία. Εκείνο όμως που χρειάζεται, είναι να σκεφτούμε και να προβάλουμε σύνθετους τρόπους για τη μείωση των αντιδράσεων του κ. Τατάρ, την ενίσχυση των δυνατοτήτων της Ευρώπης να παρέμβει αποτελεσματικά στη γεφύρωση των διαφορών. Χρειάζεται να σκεφτούμε έξω από το κουτί και να αναζητήσουμε πειστικές απαντήσεις σε ερωτήματα πώς μπορούν οι δύο κοινότητες να ξαναζωντανέψουν το όνειρό τους να ζήσουν σε ένα κοινό σπίτι στη βάση της ΔΔΟ. Ή μήπως είναι καλύτερα να πάρουμε διαζύγιο, και με τι τίμημα; Για τη λύση της ΔΔΟ έγιναν μελέτες, γράφτηκαν και λέχθηκαν πολλά. Τόσα πολλά που ακόμα και ο τελευταίος πολίτης έχει άποψη πάνω στο θέμα. Για το θέμα, το πελώριο θέμα, του διαζυγίου και των συνεπειών του κανένας δεν έχει ασχοληθεί. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να θεωρείται το διαζύγιο σαν μια λύση πολύ πιο συμφέρουσα από τη ΔΔΟ. Πολλοί συμπατριώτες μας, όταν παρακολουθούν τα δελτία ειδήσεων στις τηλεοράσεις ή διαβάζουν τις σχετικές ειδήσεις στις εφημερίδες αναφορικά με τις προσπάθειες επίλυσης του Κυπριακού, έχουν την αίσθηση ότι παρακολουθούν σαν θεατές έναν ακατανόητο αγώνα στον οποίο διακυβεύονται η ευημερία και η αυτονομία τους.
Πολλοί είναι εκείνοι που αναρωτιούνται μήπως, τελικά, πρέπει να τεθεί ένα τέρμα σ’ αυτή την προσπάθεια. Οι αντιδράσεις στα ΜΚΔ επιβεβαιώνουν ότι όσο περνά ο καιρός, τόσο σαφέστερες γίνονται οι απειλές κατά της προσπάθειας κοινής συμβίωσης Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Πίσω από τις διεργασίες, αυτό που αμφισβητούν όλο και περισσότερο είναι οι αρχές: η συμβίωση, η αλληλεγγύη, το κοινό σπίτι. Έτσι, τη στιγμή που Πρόεδρος της Δημοκρατίας και η υπόλοιπη πολιτική ηγεσία πρέπει να κάνουν θεμελιώδεις πολιτικές επιλογές, οι πολίτες αντιλαμβάνονται όλο και λιγότερο τις παραμέτρους αυτών των επιλογών. Και η αδυναμία αυτή τους οδηγεί στο «καλύτερα να μείνουν τα πράγματα ως έχουν». Τα πράγματα να μείνουν ως έχουν σημαίνει παραιτούμεθα από τις κατεχόμενες πόλεις και χωριά μας. Οριστικά και αμετάκλητα. Και τούτο γιατί ο χρόνος δημιουργεί δίκαιο. Μαζί με αυτή την οδυνηρή και κατάπτυστη εξέλιξη θα έρθουν χιλιάδες άλλα κακά. Που δεν είναι του παρόντος να τα απαριθμήσω. Το να μείνουν τα πράγματα ως έχουν θα έχει όλα τα στοιχεία μιας τραγωδίας. Στην οποία όμως δεν θα υπάρχει ο από μηχανής Θεός για να δώσει τη λυτρωτική λύση. Παρόμοιες αντιδράσεις παρατηρούνται και στην άλλη πλευρά της μοιρασμένης πατρίδας. Εκεί φαίνεται ότι οι πιο ισχυρές αντιδράσεις προέρχονται από τους υποστηρικτές της επανένωσης. Κανένας δεν ξέρει ποια είναι σήμερα τα ποσοστά των δύο «παρατάξεων» ένθεν και ένθεν της Πράσινης Γραμμής. Φαίνεται ότι στους Τουρκοκύπριους υπάρχει ακόμα μια ισχνή πλειοψηφία υπέρ της λύσης, ενώ στη δική μας πλευρά μάλλον συμβαίνει το αντίθετο. Οι χειρισμοί Αναστασιάδη, με τους οποίους συμπορεύτηκε ο Νίκος Χριστοδουλίδης, που αναβιώσαν σε όλη τους τη μεγαλοπρέπεια εκείνους του Τάσσου Παπαδόπουλου, έχουν δαιμονοποιήσει τη συμβιβαστική λύση στη δική μας κοινότητα. Έτσι, η απάντηση στο ερώτημα τι πρέπει να γίνει ώστε η επανένωση να αποτελεί παράγοντα κοινής ευημερίας, και όχι βασάνων και εντάσεων, να μην εξασφαλίζει θετική στήριξη από την πλειοψηφία, τουλάχιστον στη δική μας πλευρά. Για να προσεγγίσουμε αυτό το ερώτημα εποικοδομητικά, είναι καλύτερα να αφήσουμε στην άκρη της παλαιές, γνωστές αντιπαραθέσεις ανάμεσα στους σκεπτικιστές και τους ενθουσιώδεις οπαδούς της επανένωσης. Οι πρώτοι θεωρούν ότι όσα έγιναν στη Γενεύη δικαιώνουν τις επιφυλάξεις τους. Οι δεύτεροι βλέπουν σ’ αυτά μια ευκαιρία να αναστηθούν τα όνειρά τους. Τα δύο στρατόπεδα καλά κάνουμε να προβληματιστούμε από τα όσα συμβαίνουν σήμερα στον κόσμο, τόσο στη γειτονιά μας όσο και μακρύτερα. Και ας επανέλθουμε στο να παίρνουμε στα σοβαρά το θέμα της λύσης και της επανένωσης. Είναι ένα κορυφαίο θέμα που πρέπει να επανέλθει στην πιο κεντρική θέση στις εγχώριες πολιτικές συζητήσεις. Οι διανοούμενοι να πάψουν να το σνομπάρουν. Και τα ΜΜΕ να επικεντρωθούν στο θεμελιώδες διακύβευμα και όχι σε παρεμφερείς πτυχές που «πουλούν». Το να αντιδρούμε πολύ φτωχά και πολύ αργά, και σχεδόν πάντα σπασμωδικά, σίγουρα δεν θα φέρει τον Τατάρ και την Τουρκία στο να αποδεχτούν συνομιλίες στη βάση του συμφωνημένου πλαισίου. Αυτό μόνο στα πλαίσια μιας ευφάνταστης και τολμηρής νέας προσέγγισης, που θα έχει ως άξονα τα νέα δεδομένα στην ευρωπαϊκή ασφάλεια και τον ρόλο της Τουρκίας σ’ αυτή, θα έχει πιθανότητες να επιτευχθεί.